Με διαφορετικούς τρόπους μέσω των κλινικών των νοσηλευτηρίων θα εκπαιδεύονται οι φοιτητές των ιατρικών σχολών. «Διακριτές», «Ενιαίες», «Συνδεδεμένες», Πανεπιστημιακές και «Νοσοκομειακές» κλινικές. Παράλληλα, πανεπιστημιακοί και νοσοκομειακοί γιατροί θα μοιράζονται τους ίδιους χώρους και θα παρέχουν υπηρεσίες, είτε ως κλινικοί γιατροί (για τους πανεπιστημιακούς) ή ως συμμετέχοντες στο ακαδημαϊκό έργο (ως νοσοκομειακοί γιατροί), και θα αποζημιώνονται ανάλογα για την προσφορά τους από το Πανεπιστήμιο Κύπρου ή τον Οργανισμό Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας. 

Το νομοσχέδιο για τη λειτουργία πανεπιστημιακών νοσοκομείων βρίσκεται πλέον στα χέρια των γιατρών του Δημοσίου και ο υπουργός Υγείας αναμένει τις απαντήσεις των συντεχνιών, αλλά και του Πανεπιστημίου Κύπρου, για να προωθηθεί ο προτεινόμενος νόμος στη Βουλή για ψήφιση, αφού βεβαίως πρώτα δώσει το πράσινο φως και η Νομική Υπηρεσία, η οποία ασκεί τον απαραίτητο νομοτεχνικό έλεγχο. 

Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι με την έναρξη της ισχύος του συγκεκριμένου νόμου, το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και το Μακάρειο Νοσοκομείο κηρύσσονται αυτόματα ως «πανεπιστημιακά», ενώ, όπως προνοείται στο νομοσχέδιο, δικαίωμα λειτουργίας πανεπιστημιακών κλινικών θα έχουν όλα τα δημόσια και ιδιωτικά νοσηλευτήρια, τα οποία θα μπορούν να συνδεθούν με τις δημόσιες και ιδιωτικές ιατρικές σχολές που λειτουργούν στην Κύπρο. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Είμαστε ανέτοιμοι για την ιατρική κάνναβη

Συγκεκριμένα και σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα του υπουργείου Υγείας, «σκοπός του νόμου είναι να ρυθμίσει «τη συνεργασία των ιατρικών σχολών των πανεπιστημίων με τα νοσηλευτήρια για την κλινική εκπαίδευση σε αυτά των φοιτητών των σχολών». Ρυθμίζεται, επίσης, «η άσκηση κλινικού έργου από μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου και η άσκηση διδακτικού και ερευνητικού έργου από γιατρούς και άλλο προσωπικό των νοσηλευτηρίων». 

Η κλινική εκπαίδευση των φοιτητών ιατρικών σχολών, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα μπορεί να προσφέρεται από «νοσηλευτήρια του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας (τα δημόσια νοσηλευτήρια δηλαδή), ιδιωτικά νοσηλευτήρια και πανεπιστημιακά νοσηλευτήρια». 

Η συνεργασία μεταξύ ιατρικών σχολών και νοσηλευτηρίων, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα μπορεί να εφαρμόζεται με διαφορετικούς τρόπους, ενώ σημαντικό είναι και το γεγονός ότι, μέσω της συνεργασίας αυτής, στα νοσηλευτήρια θα έχουν τη δυνατότητα να παράγουν ερευνητικό έργο τόσο οι πανεπιστημιακοί όσο και οι νοσοκομειακοί γιατροί. 

Μέσω του νομοσχεδίου ξεκαθαρίζει και ο τρόπος με τον οποίο θα τοποθετούνται οι πανεπιστημιακοί γιατροί στα νοσηλευτήρια, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο οι γιατροί και οι υπόλοιποι λειτουργοί υγείας των νοσηλευτηρίων θα συμμετέχουν στην κλινική εκπαίδευση των φοιτητών. 

Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοσχεδίου, ως πανεπιστημιακός γιατρός μπορεί να οριστεί το οποιοδήποτε μέλος του ακαδημαϊκού ή ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού της Ιατρικής Σχολής, εάν βεβαίως πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. 

«Οι πανεπιστημιακοί γιατροί που τοποθετούνται στα νοσηλευτήρια θα ασκούν καθήκοντα σε ενιαίες ή διακριτές κλινικές» και το ωράριο κλινικής εργασίας τους στις νοσοκομειακές κλινικές θα καθορίζεται ανάλογα με τις άλλες εκπαιδευτικές και ερευνητικές δραστηριότητές τους ως ποσοστό 50% του εργάσιμου χρόνου νοσοκομειακού γιατρού, υπολογιζόμενου σε ετήσια βάση εκτός αν άλλως συμφωνείται μεταξύ του ΟΚΥπΥ και των ιατρικών σχολών». 

Το πανεπιστήμιο θα αποζημιώνεται από τον Οργανισμό για το κλινικό έργο που θα προσφέρουν οι πανεπιστημιακοί γιατροί στη βάση σύμβασης που θα υπογράφεται μεταξύ του πανεπιστημίου και του ΟΚΥπΥ/νοσηλευτηρίου. Επιπλέον, «το πανεπιστήμιο θα αναλαμβάνει το κόστος της ασφαλιστικής κάλυψης για αστική και επαγγελματική ευθύνη των πανεπιστημιακών γιατρών (το σημείο αυτό βρίσκεται υπό εξέταση από τη Νομική Υπηρεσία)». 

Παράλληλα, σε περίπτωση απουσίας με σαββατική (εκπαιδευτική) άδεια, ο πανεπιστημιακός γιατρός θα ενημερώνει τον διευθυντή της κλινικής τουλάχιστον έξι μήνες πριν την έναρξη της άδειας. Νοείται ότι στην περίπτωση σαββατικής άδειας η παροχή κλινικών υπηρεσιών και η αντίστοιχη αποζημίωση αναστέλλονται. 

Σε ό,τι αφορά τους νοσοκομειακούς γιατρούς το νομοσχέδιο προνοεί ότι «ο Οργανισμός μέσω των νοσοκομειακών γιατρών θα μπορεί να προσφέρει διδακτικό έργο προς το πανεπιστήμιο για ανάγκες που προκύπτουν από το πρόγραμμα εκπαίδευσης της Ιατρικής Σχολής». 

Η άσκηση των κλινικών καθηκόντων των νοσοκομειακών γιατρών καθώς και των κλινικών εκπαιδευτικών και διδακτικών τους καθηκόντων εντός του νοσηλευτηρίου, είτε εκτός του ωραρίου εργασίας, «θα υπάγεται στη δικαιοδοσία και στον διοικητικό έλεγχο του διευθυντή του Οργανισμού/νοσηλευτηρίου». Στο νομοσχέδιο ξεκαθαρίζεται ωστόσο ότι «τα κλινικά καθήκοντα των νοσοκομειακών γιατρών έχουν προτεραιότητα σε σχέση με τυχόν διδακτικά ή ερευνητικά καθήκοντα». 

Άλλοι επαγγελματίες υγείας θα είναι δυνατό να συμμετέχουν στη διδασκαλία των φοιτητών «με προσφορά κλινικής εκπαίδευσης ή/και διδακτικού έργου αφού επιλεγούν από την Ιατρική Σχολή με διαδικασία ανάλογη αυτής που ισχύει για τους νοσοκομειακούς γιατρούς». 

Ο Οργανισμός θα αποζημιώνεται από την Ιατρική Σχολή για παροχή διδακτικού έργου στους φοιτητές της από νοσοκομειακούς γιατρούς και άλλους επαγγελματίες υγείας κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας τους, «με ποσό που προορίζεται να καλύψει λειτουργικά και υπερκεφαλικά έξοδα το οποίο καθορίζεται στα πλαίσια της μεταξύ τους συμφωνίας». 

Επίσης, «ο Οργανισμός θα αποζημιώνεται από την Ιατρική Σχολή για την παροχή επιπλέον διδακτικού έργου εκτός ωρών εργασίας και εκτός του νοσηλευτηρίου, με ποσό ανά νοσοκομειακό γιατρό όχι μικρότερο της αποζημίωσης άλλων εξωτερικών συνεργατών οι οποίοι επιτελούν αντίστοιχο διδακτικό έργο στο πανεπιστήμιο/ιατρική σχολή και κατέχουν αντίστοιχα προσόντα με αυτά των νοσοκομειακών γιατρών. Το συνολικό ποσό θα καταβάλλεται στον γιατρό από τον Οργανισμό μέσω της μισθοδοσίας».

Οι κλινικές που  θα παρέχουν εκπαίδευση

Η «Νοσοκομειακή Κλινική/Τμήμα»
Είναι η κλινική που στελεχώνεται από νοσοκομειακούς γιατρούς μόνο, η οποία ωστόσο μπορεί να παρέχει και εκπαίδευση στους φοιτητές. 

Η «Ενιαία Κλινική/Τμήμα»

Όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, «Ενιαία Κλινική/Τμήμα» σημαίνει την κλινική του νοσηλευτηρίου η οποία θα στελεχώνεται από νοσοκομειακούς και πανεπιστημιακούς γιατρούς, μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού». 

Η «Διακριτή Κλινική/Τμήμα»

Η «Διακριτή Κλινική» «θα στελεχώνεται από πανεπιστημιακούς γιατρούς, μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού και αποσπασμένους/τοποθετημένους νοσοκομειακούς γιατρούς που θα προσφέρονται εθελοντικά κατόπιν έγκρισης του διευθυντή κλινικής/τμήματος στον οποίο υπάγονται και νοουμένου ότι διασφαλίζεται η ελάχιστη απαραίτητη στελέχωση της κλινικής από την οποία προέρχονται». Η κάθε «Διακριτή κλινική» θα εντάσσεται και θα αποτελεί οργανικό τμήμα του νοσηλευτηρίου. 

«Συνδεδεμένη Κλινική/Τμήμα» 

Στη «Συνδεδεμένη Κλινική» «θα εξασκούν κλινικά καθήκοντα τουλάχιστον δύο καθηγητές ή δύο συνεργαζόμενοι κλινικοί καθηγητές της Ιατρικής Σχολής ή δύο μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού, ή συνδυασμός των δύο». 

Στην κλινική θα λειτουργούν «δομημένα προγράμματα εκπαίδευσης για φοιτητές και ειδικευμένους ιατρικής και προγράμματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης για όλο το υπόλοιπο προσωπικό με τη συμμετοχή της Ιατρικής Σχολής», ενώ θα «υλοποιούνται ερευνητικά έργα με τη στήριξη και τη συνεργασία της Ιατρικής Σχολής».  Η αναγνώριση της κλινικής ως «Συνδεδεμένης» θα αποφασίζεται από το πανεπιστήμιο στη βάση διαδικασιών του κάθε πανεπιστημίου και θα επικυρώνεται από το διοικητικό συμβούλιο του ΟΚΥπΥ (στην περίπτωση των δημόσιων νοσηλευτηρίων». 

«Πανεπιστημιακή Κλινική»

Οι «Πανεπιστημιακές Κλινικές» θα διευθύνονται από καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή μέλος του ακαδημαϊκού προσωπικού της Ιατρικής Σχολής και θα στελεχώνονται με τουλάχιστον άλλα δύο μέλη ακαδημαϊκού προσωπικού της Ιατρικής Σχολής. 

Η αξιολόγηση για πιστοποίηση Πανεπιστημιακής Κλινικής θα γίνεται «από τριμελή διεθνή ειδική επιτροπή αξιολόγησης, η σύσταση της οποίας θα ορίζεται από το πανεπιστήμιο με βάση τους κανόνες και τις εσωτερικές διαδικασίες του κάθε πανεπιστημίου κατόπιν πρότασης της Ιατρικής Σχολής».