Σκοτώνει την Ελευθεροτυπία, σύμφωνα με το δημοσιογραφικό κόσμο, το προσχέδιο νομοθετήματος με στόχο την εναρμόνιση μας με την ευρωπαϊκή πράξη που – υποτίθεται πως- ρυθμίζει την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης (EMFA – European Media Freedom Act).

Το κείμενο του εφαρμοστικού νομοσχεδίου για την ευρωπαϊκή πράξη, το οποίο συνέταξε το Υπουργείο Εσωτερικών και παρουσίασε ενώπιον των ενδιαφερόμενων μερών για διαβούλευση, προνοεί καταχρηστικές παρακολουθήσεις δημοσιογράφων και όχι μόνο. Βάσει των προνοιών του προσχεδίου δεν θα προστατεύονται ούτε οι πηγές των δημοσιογράφων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η άρση του δημοσιογραφικού απορρήτου μπορεί να επιτευχθεί μετά από διαδικασία που θα κινήσει ένας αστυνομικός ανακριτής, ενώ παρέχεται η δυνατότητα στις Αρχές να χρησιμοποιήσουν λογισμικά παρεμβατικής παρακολούθησης σε βάρος δημοσιογράφων.

Τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 5 του κειμένου του εν λόγω νομοθετήματος, το οποίο θα τύχει τροποποιήσεων από το Υπουργείο Εσωτερικών μετά από τις συλλογικές αντιδράσεις του δημοσιογραφικού κόσμου, δεν αφήνουν αμφιβολία.

Εξουσιοδοτημένο πρόσωπο

Το επίμαχο άρθρο που έχει τίτλο «Έκδοση δικαστικού εντάλματος παρακολούθησης» δίνει την εξουσία στον αρχηγό Αστυνομίας, στον διοικητή της Κυπριακής Υπηρεσίας Πληροφοριών, σε αστυνομικό ανακριτή ή σε οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο από τους προαναφερθέντες πρόσωπα, να δρομολογήσει μια τέτοια καταχρηστική διαδικασία σε βάρος λειτουργού του Τύπου.

Αναφέρεται συγκεκριμένα: «5 (1) Κατά παρέκκλιση του άρθρου 4, ο Αρχηγός της Αστυνομίας ή ο Διοικητής της ΚΥΠ ή οποιοσδήποτε ανακριτής ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο αυτών, με γραπτό αίτημά του, που να δικαιολογεί, κατά περίπτωση, τη σύνδεση με αδίκημα που περιλαμβάνεται στην υποπαράγραφο Β της παραγράφου 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος ή στο Παράρτημα του Παρόντος Νόμου, καθώς και την αναγκαιότητα και αναλογικότητα για λήψη μέτρων περιορισμού του δικαιώματος του εδαφίου 1 του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, δύναται να απευθυνθεί στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για να καταχωρηθεί μονομερής αίτηση (ex parte) στο Δικαστήριο σε βάρος των καθ’ ων η Αίτηση, με περιεχόμενο σύμφωνα με το εδάφιο (2) και (3) του παρόντος άρθρου».

«Να υποχρεωθούν»

Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 5 (παράγραφοι «α» και «β») γίνεται αναφορά σε πρόσβαση πηγών δημοσιογράφων: «Να υποχρεωθούν οι καθ’ ων η Αίτηση να αποκαλύψουν πληροφορίες που σχετίζονται με τη ταυτοποίηση δημοσιογραφικών πηγών ή εμπιστευτικών επικοινωνιών ή γενικά πληροφοριών που είναι ικανές να οδηγήσουν στις δημοσιογραφικές πηγές ή εμπιστευτικές επικοινωνίες ή (β) να υποβληθούν σε παρακολούθηση, έρευνα και κατάσχεση οι καθ΄ ων η Αίτηση ή οι εταιρικοί ή ιδιωτικοί χώροι τους, με σκοπό την απόκτηση πληροφοριών που σχετίζονται ή είναι ικανές να ταυτοποιήσουν δημοσιογραφικές πηγές ή εμπιστευτικές επικοινωνίες».

«Παρεμβατική παρακολούθηση»

Όσο εξελίσσεται η ανάγνωση του σχετικού προσχεδίου, τόσο κλιμακώνεται και η παράκαμψη των ελευθεριών των λειτουργών του Τύπου. Στο εδάφιο «3» του επίμαχου άρθρου γίνεται λόγος για «ανάπτυξη λογισμικού παρεμβατικής παρακολούθησης».

Παραθέτουμε αυτούσια την σχετική αναφορά: «(3) Στις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του δικαστικού διατάγματος του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και στις οποίες αποδεικνύεται ότι ουδένα εκ των μέτρων του εδαφίου (2) είναι κατάλληλο για την απόκτηση των ζητούμενων πληροφοριών, δύναται ως περιεχόμενο της αιτούμενης θεραπείας δια της δικαστικής απόφασης του εδαφίου (1) να είναι, τηρουμένου του εδαφίου 4(5) του Κανονισμού (ΕΕ) 2024/1083: (α) η ανάπτυξη λογισμικού παρεμβατικής παρακολούθησης σε οποιοδήποτε υλικό, ψηφιακή συσκευή μηχανή ή εργαλείο χρησιμοποιείται από τους καθ’ ων η αίτηση(…)».

Οι πρόνοιες του Συντάγματος

Όλες αυτές οι καταχρηστικές διαδικασίες σε βάρος δημοσιογράφων μπορούν να κινηθούν στη βάση των προνοιών του άρθρου 17 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αναφέρεται στο προσχέδιο.

Βάσει του άρθρου 17 το απόρρητο θα αίρεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχουν  εύλογες υπόνοιες για διάπραξη πέντε κακουργηματικών πράξεων.

Με άλλα λόγια, καθίσταται έρμαιο ο δημοσιογράφος στα χέρια των Αρχών, πράγμα αδιανόητο στη βάση αποφάσεων διεθνών δικαστικών σωμάτων. Πιο απλά, με την επίκληση του Συντάγματος και των προϋποθέσεων, δεν υπάρχουν ουσιαστικοί περιορισμοί για αυτούς που έχουν την εξουσία να κινηθούν σε βάρος δημοσιογράφων.

Αν, για παράδειγμα, «ο Αρχηγός της Αστυνομίας ή ο Διοικητής της ΚΥΠ ή οποιοσδήποτε ανακριτής ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο αυτών», κρίνει πως με την άρση του δημοσιογραφικού απορρήτου μπορεί να αποσπαστούν από λειτουργό του Τύπου πληροφορίες για μια σοβαρή υπόθεση, τότε μπορεί να κινήσει διαδικασία μέσω Γενικού Εισαγγελέα για εξασφάλιση δικαστικού διατάγματος (μονομερώς) που θα επιτρέπει όλες αυτές τις καταχρηστικές ενέργειες σε βάρος δημοσιογράφων.

Σε έναν μήνα

Σε προχθεσινή ευρεία σύσκεψη στο αμφιθέατρο του ΡΙΚ το προσχέδιο του Νομοσχεδίου προσέκρουσε στις αντιδράσεις οργανωμένων σωμάτων. Το Υπουργείο Εσωτερικών μετά τη συζήτηση του προσχεδίου δεσμεύτηκε να επεξεργαστεί το κείμενο στη βάση ανησυχιών που εκφράστηκαν και να το επαναφέρει για διαβούλευση σε έναν μήνα. Στη διάρκειας δυο ωρών διαβούλευση συμμετείχαν -μεταξύ άλλων- εκπρόσωποι της Ένωσης Συντακτών Κύπρου, της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, του Συνδέσμου Εκδοτών Εφημερίδων & Περιοδικών Κύπρου, του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, του Κυπριακού Οργανισμού Εκδοτών Διαδικτύου και της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης. Κυριάρχησαν οι ανησυχίες ανθρώπων του δημοσιογραφικού κλάδου για τις καταχρηστικές πρόνοιες. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα είχαν αναφέρει την προπερασμένη Τετάρτη σε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών ο πρόεδρος της ΕΣΚ, Γιώργος Φράγκος και η επικεφαλής της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, Έλλη Κοτζαμάνη. Είχαν εκφράσει σοβαρούς προβληματισμούς στη βάση συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας.

Ματθαιόπουλος: «Ακριβής αντιγραφή»

Ο «Φ» επικοινώνησε χθες με τον ανώτερο λειτουργό Γιώργο Ματθαιόπουλο, ο οποίος χειρίζεται το θέμα για λογαριασμό του Υπουργείου Εσωτερικών (Διεύθυνση σωματείων, εράνων και ΜΜΕ). Μετά από ερωτήματά μας σε σχέση με τις πρόνοιες του προσχεδίου, παρουσιάστηκε καθησυχαστικός, εξηγώντας ότι οι εκφρασθείσες ανησυχίες λήφθηκαν υπόψιν κι ότι το κείμενο του νομοσχεδίου θα τύχει επεξεργασίας. Του υποβάλαμε πως υπήρξαν αντιδράσεις διεθνώς από τον δημοσιογραφικό κόσμο κατά τη διαπραγμάτευση από αρμόδια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης των προνοιών για την Ευρωπαϊκή Πράξη. Υποδείξαμε, μάλιστα, ότι δυο μέλη του Ευρωκοινοβουλίου (15/12/20023) είχαν καθησυχάσει πως οι καταχρηστικές πρόνοιες σε βάρος των δημοσιογράφων απαλείφθηκαν από την Ευρωπαϊκή Πράξη. Ωστόσο, ο κ. Ματθαιόπουλος, τόνισε ότι τα όσα προνοούνται στο άρθρο 5 και συγκεκριμένα οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η άρση του δημοσιογραφικού απορρήτου, είναι «ακριβής αντιγραφή» από της Ευρωπαϊκής Πράξης για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης. Εξάλλου, αρμόδια πηγή από το Υπουργείο Εσωτερικών που είχε μιλήσει στην εφημερίδα μας νωρίτερα, ανέφερε ότι η Κύπρος θα πρέπει να εφαρμόσει με Νόμο την ευρωπαϊκή πράξη στις αρχές Αυγούστου. Ανέφερε, επιπλέον, ότι ακόμη κι αν η εν λόγω πράξη δεν ενταχθεί στην εθνική μας νομοθεσία, θα έχουμε υποχρέωση εφαρμογής της, ενώ θα επιβληθεί και πρόστιμο στη Δημοκρατία.

Το Ιστορικό της Ευρωπαϊκής Πράξης

Η Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης (European Media Freedom Act – EMFA) είναι ο Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1083, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Απριλίου 2024 και τέθηκε σε ισχύ στις 7 Μαΐου 2024. Η πλήρης εφαρμογή του προβλέπεται για τις 8 Αυγούστου 2025. ​

Χρονοδιάγραμμα Εφαρμογής:

>> 7 Μαΐου 2024: Έναρξη ισχύος του κανονισμού.

>> 11 Νοεμβρίου 2024: Εφαρμογή του Άρθρου 3 για την πρόσβαση σε πλουραλιστικό περιεχόμενο.

>> 8 Αυγούστου 2025: Πλήρης εφαρμογή όλων των διατάξεων.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 2023 ο «Φ», ως μέλος συλλογικής προσπάθειας δημοσιογράφων απ’  όλη την Ευρώπη, αποκάλυψε πρακτικά συζητήσεων θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. που φανέρωναν πως η Κύπρος ήταν ένα από τα επτά-κράτη μέλη που υποστήριζαν την καταχρηστική πρόνοια της Γαλλίας για παρακολούθηση δημοσιογράφων μέσω λογισμικών (spyware) στη βάση υποψίας για απειλή της εθνικής ασφάλειας και χωρίς ασφαλιστικές δικλίδες. Να σημειωθεί ότι τρεις ημέρες αργότερα και μετά από τις αντιδράσεις δημοσιογραφικών σωμάτων της Ευρώπης, δύο Ευρωβουλεύτριες που είχαν ενεργό ρόλο στις διαπραγματεύσεις δήλωσαν δημοσίως πως επιτεύχθηκε συμβιβασμός και αποφεύχθηκαν καταχρηστικές πρόνοιες σε βάρος της Ελευθεροτυπίας.