Του πήραν το διαβατήριο επειδή ήταν στη λίστα καταζητουμένων της Ιντερπόλ και το ήθελε πίσω μαζί με αυτό της συζύγου και των δυο παιδιών τους.

Με προσφυγή του ζήτησε ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και μπλοκαρίσματος του διατάγματος του υπουργού Εσωτερικών να του αφαιρέσει το κυπριακό διαβατήριο και ταυτότητα.

Το Διοικητικό Δικαστήριο που εξέτασε αίτημα των δικηγόρων του για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής της απόφασης του ΥΠΕΣ για αφαίρεση των κυπριακών ταξιδιωτικών του εγγράφων, αποφάνθηκε ότι η προσφυγή που καταχώρησε ήταν εκπρόθεσμη των 75 ημερών, γεγονός που παρέσυρε και την ενδιάμεση αίτησή του.

Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστή Φ. Κωμοδρόμου, ο αιτητής P. C. πρώην Z. N. απέκτησε την Κυπριακή υπηκοότητα με κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση ως επενδυτής, μαζί με τη σύζυγο και τις δυο κόρες τους.


Αρχικά το Δικαστήριο ξεκαθάρισε πως μόνη
εκτελεστή απόφαση, υποκείμενη στον έλεγχο του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, είναι η απόφαση έκδοσης του επίδικου διατάγματος του υπουργού Εσωτερικών, ημερομηνίας 22.8.2024.

Με την εν λόγω απόφαση ολοκληρώθηκε η πράξη στέρησης της Κυπριακής υπηκοότητας από τους αιτητές.

Όπως αναφέρεται στην εν λόγω, επίδικη, απόφαση, οι λόγοι στέρησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον αιτητή έγκεινται στο άρθρο 113(3)(ε) του Νόμου, εφόσον προηγουμένως το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής καταζητείται σε διεθνές επίπεδο από την ΙΝΤΕΡΠΟΛ για σοβαρά ποινικά αδικήματα, τα οποία επισύρουν ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω και τα οποία συνιστούν αδίκημα και στη Δημοκρατία.


Το κύριο ζήτημα που εξέτασε το Δικαστήριο αφορούσε στο κατά πόσον η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη.

Οι δικηγόροι του αιτητή είχαν υποστηρίξει πως αυτός δεν ενημερώθηκε για την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να του αποστερήσει την υπηκοότητά του παρά μόνο όταν ο υπουργός Εσωτερικών εξέδωσε διάταγμα κατάσχεσης των ταξιδιωτικών του εγγράφων.

Αφέθηκε δε να νοηθεί ότι ενημερώθηκαν οι προηγούμενοι δικηγόροι του που ήταν και οι πάροχοι, το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Δημητριάδης ΔΕΠΕ.

Εν προκειμένω, αναφέρει ο δικαστής, και δεδομένων όλων των προαναφερθέντων, διαπιστώνω ότι πράγματι, δεν τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους των αιτητών που να υποστηρίζει με την απαιτούμενη επάρκεια τον ισχυρισμό τους ότι έλαβαν γνώση της επίδικης απόφασης για πρώτη φορά στις 13.12.2024 και όχι προηγουμένως, με αποτέλεσμα το σχετικό βάρος απόδειξης να μην έχει αποσειστεί από τους ώμους των αιτητών.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, καταλήγει ότι η προσφυγή, στο πλαίσιο της οποίας καταχωρήθηκε και η υπό εξέταση αίτηση, είναι προδήλως εκπρόθεσμη.

Τέλος, το Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τις αναφορές της πλευράς των δικηγόρων των αιτητών σε κατ’ ισχυρισμό ταξίδια του αιτητή στην Κύπρο με ακυρωμένο διαβατήριο κατά τον Ιούνιο και Σεπτέμβριο 2024.

Κατά την ανάλυση των ημερομηνιών λήψης απόφασης για αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ισχυριζόμενο ταξίδι του αιτητή κατά τον Ιούνιο του 2024 πραγματοποιήθηκε σε χρόνο προ της έκδοσης του Διατάγματος Στέρησης Υπηκοότητας, ενώ το Κυπριακό διαβατήριο του αιτητή ακυρώθηκε στις 18.9.2024.