Γυναίκα από το Καμερούν ήρθε στην Κύπρο παράνομα μέσω κατεχομένων το 2010, παραμένει τη Δημοκρατία μέχρι σήμερα και ζήτησε πολιτογράφηση.

Το Υπουργείο Εσωτερικών απέρριψε το αίτημά της υποδεικνύοντάς της ότι «δεν έχετε αναπτύξει κοινωνικούς και οικογενειακούς δεσμούς στη Δημοκρατία και δεν έχετε επαρκείς πόρους για διαβίωσή σας και ως εκ τούτου, έχετε καταστεί βάρος στα δημόσια οικονομικά αφού είστε λήπτης δημοσίου βοηθήματος».

Η 50χρονη προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο προσβάλλοντας την απόφαση του υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 10.6.2022 με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση ασύλου και το 2015, της παραχωρήθηκε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, η οποία στη συνέχεια, στις 15.3.2018, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως.

Αργότερα, στις 16.6.2021, το Τμήμα εξέδωσε άδεια παραμονής στην αιτήτρια ως δικαιούχο συμπληρωματικής προστασίας, με ισχύ μέχρι τις 16.6.2023.

Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, διενεργήθηκε προσωπική συνέντευξη ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε σχετική Έκθεση στον Υπουργό, ο οποίος τελικά, στις 22.4.2022, αποφάσισε να απορρίψει την εν λόγω αίτηση.

Στην Έκθεση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η αιτήτρια δεν εργάζεται, είναι λήπτης δημόσιου βοηθήματος, κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας, δεν έχει κοινωνικούς δεσμούς με τη Δημοκρατία, ούτε και οποιονδήποτε γενεαλογικό δεσμό με την Κύπρο, τα παιδιά της βρίσκονται σε διάφορες χώρες, ενώ σημειώνεται επίσης ότι η αιτήτρια εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία μέσω κατεχομένων.

Στην υποβληθείσα δε εισήγηση για απόρριψη της αίτησης της, η οποία βεβαίως και έγινε δεκτή, η λειτουργός αναφέρει ότι, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, η πολιτογράφηση της αιτήτριας δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον και τα συμφέροντα της πολιτείας.

Ο δικηγόρος της είχε υποστηρίξει ότι η απόφαση έγινε χωρίς τη δέουσα έρευνα και έκανε λόγο για κακοπιστία της διοίκησης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διοίκηση ενήργησε εντός των ορίων της ορθής ενάσκησης της εξουσίας και διακριτικής της ευχέρειας, καθόλα ορθά και σύννομα έλαβαν υπόψη τους και προσμέτρησαν δεόντως στην τελική τους κρίση, την οικονομική κατάσταση και τους οικονομικούς πόρους συντήρησης της αιτήτριας στη Δημοκρατία, το γεγονός ότι αυτή, ως λήπτης δημόσιου βοηθήματος, έχει καταστεί βάρος στα δημόσια οικονομικά της χώρας, καθώς και τη μη ένταξή της στην Κυπριακή κοινωνία, αφού δεν έχει αναπτύξει κοινωνικούς και οικογενειακούς δεσμούς στη Δημοκρατία.

Το Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς της περί πλάνης περί τα πράγματα και μαζί και την προσφυγή της.