Νομοθετήματα που προκαλούν εύλογες ανησυχίες πως θα έχουν ως αποτέλεσμα να πληγεί ανεπανόρθωτα η ελευθεροτυπία, ήταν στο επίκεντρο χθεσινής συζήτησης στην κοινοβουλευτική επιτροπή Θεσμών.

Μάλιστα, βάσει των όσων διαμείφθηκαν στη Βουλή, η ευρωπαϊκή πράξη για την ελευθερία των ΜΜΕ που θα υιοθετηθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία με νομοθέτημα, αντί να κατοχυρώσει την ελευθεροτυπία, καθιστά έρμαιο τον δημοσιογράφο στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας.

Είναι αρκούντος ενδεικτική η χθεσινή αναφορά του πρόεδρου της Ένωσης Συντακτών Κύπρου, Γιώργου Φράγκου, ο οποίος είπε πως με απόφαση ενός αξιωματούχου της Πολιτείας, θα αίρεται το δημοσιογραφικό απόρρητο.

«Το επίμαχο νομοσχέδιο που ακόμα δεν ήρθε στη Βουλή και θα το συζητήσουμε για πρώτη φορά στις 15 του μήνα, προνοεί άρση του απορρήτου για δημοσιογράφους με απόφαση ενός και μόνο προσώπου, του Γενικού Εισαγγελέα ή του επικεφαλής της ΚΥΠ», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Φράγκος προκαλώντας αίσθηση.

Πριν, μάλιστα, ολοκληρώσει την πρότασή του η βουλευτής, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, αντέδρασε αυθόρμητα σχολιάζοντας: «Δεν σοβαρολογείτε!».

Σε εκείνο το σημείο παρενέβη και ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών, Δημήτρης Δημητρίου, προφανώς για να καθησυχάσει: «Τον Φεβρουάριο του 2020 ψηφίσαμε την άρση του απορρήτου για τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και δεν εφαρμόζεται ο Νόμος. Μην αγχώνεστε».

Επανήλθε, όμως, η κ. Χαραλαμπίδου, επιμένοντας ότι δεν μπορεί να περάσει ασχολίαστο το θέμα.

Μάλιστα, σε κατοπινό στάδιο, η βουλευτής ζήτησε περαιτέρω διευκρινίσεις από τον Γιώργο Φράγκο για τις πρόνοιες του νομοθετήματος.

Ρώτησε κατά πόσον, σε περίπτωση που ο δημοσιογράφος αποκαλύψει ζήτημα ασφάλειας που άπτεται του δημοσίου συμφέροντος, είναι στη διακριτική ευχέρεια του Γενικού Εισαγγελέα η άρση του δημοσιογραφικού απορρήτου. Και πάλι ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών δεν άφησε αμφιβολίες: «Στο τέλος εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια ενός ατόμου».

Εντύπωση, όμως, προκάλεσε και η αναφορά του Γιώργου Φράγκου για τον τρόπο που προωθήθηκε από την εκτελεστική εξουσία το εν λόγω νομοσχέδιο.

Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη αναφορά του που μεταφέρουμε αυτούσια: «Την ίδια ώρα, το υπουργείο Εσωτερικών ετοίμασε νομοσχέδιο, δήθεν εναρμονιστικό με την ευρωπαϊκή οδηγία, για προστασία των δημοσιογράφων και των δημοσιογραφικών πηγών, το οποίο στην ουσία διαστρεβλώνει το νόημα, το γράμμα και το πνεύμα της σχετικής οδηγίας του Ευρωκοινοβουλίου. Εμείς προκαλέσαμε τη διαβούλευσή του. Μας το έστειλαν –σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς– και μας είπαν θέλουμε γραπτώς τις απόψεις σας σε 15 ημέρες και θεωρούν ότι αυτό είναι δημόσιος διάλογος. Αρνηθήκαμε. Και ζητήσαμε να γίνει σύσκεψη με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς στις 15 του μήνα και εκεί θα τα πούμε δια ζώσης και προφορικώς και γραπτώς».

Κατέληξε σχολιάζοντας ότι πρόκειται για «επανάληψη του ιδίου σεναρίου».

Σε άλλο σημείο, ο επικεφαλής του συνδικαλιστικού σώματος των δημοσιογράφων, ανέφερε: «Για να διασκεδαστούν οι ανησυχίες μας, συστήνεται ένα συμβουλευτικό σώμα στο οποίο θα συμμετέχει η ΕΣΚ. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα λειτουργήσει ποτέ. Υπάρχει υπό συζήτηση ένα άλλο νομοσχέδιο στην επιτροπή Εσωτερικών…».

Αναφέρθηκε και στην ουσία του ζητήματος: «Εκείνο που διακυβεύεται είναι η προστασία των δημοσιογραφικών πηγών. Όταν χαθεί η προστασία των δημοσιογραφικών πηγών σε τελευταία ανάλυση χάνεται και η διερευνητική δημοσιογραφία».

Προηγουμένως ο κ. Φράγκος είπε πως τρία νομοσχέδια και μια πρόταση Νόμου είναι ενώπιον της Βουλής, σχολιάζοντας: «Όλα αυτά τείνουν να ελέγχουν και να θέτουν περιορισμούς άμεσα ή έμμεσα στο δημοσιογραφικό περιεχόμενο».

Στο ίδιο μήκος κύματος και τα όσα είπε η πρόεδρος της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, Έλλη Κοτζαμάνη. «Αντί να προχωρήσουμε να διορθώσουμε τον “Περί Τύπου Νόμο”, έφεραν εναρμονιστικό λεγόμενο νομοσχέδιο. Συζητούν, αποφασίζουν, ετοιμάζουν νομοσχέδιο και το παρουσιάζουν σε περιορισμένους φορείς». Εξήγησε ότι το επίμαχο νομοσχέδιο θα έπρεπε να δημοσιευτεί.

Πρόσθεσε ότι αυτό το οποίο επιτυγχάνεται με το εν λόγω νομοθέτημα στο τέλος είναι «να παραβιάσει τη βασική αρχή του που ήταν η προστασία των δημοσιογράφων και των μέσων ενημέρωσης». Έκανε λόγο για «μεγάλο ερωτηματικό και μεγάλη ανησυχία».

Αναφερόμενη, εξάλλου, στα διάφορα νομοθετήματα τα οποία αγγίζουν την ελευθεροτυπία, έκανε γενικότερα λόγο για «υπέρβαση εξουσίας από την εκτελεστική εξουσία».

Γενικότερα, πάντως, οι αναφορές που έγιναν κατά τη διάρκεια της συζήτησης του συγκεκριμένου θέματος, παρέπεμπαν σε πρακτικές ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Στην τοποθέτησή του, ο βουλευτής Παύλος Μυλωνάς, μιλώντας για την περίοδο που εργαζόταν ως δημοσιογράφος, ανέφερε ότι «βρέθηκα χωρίς επάγγελμα και να δουλεύω και πλασιέ για να ζήσω την οικογένειά μου».

Αποκάλυψε ακόμη πως κατά τη θητεία του στο ΡΙΚ ήταν αυτήκοος μάρτυρας σε περιστατικό κατά το οποίο πολιτικό πρόσωπο ζήτησε την απόλυσή του.