Από το 2006, όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές, η Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων (ΔΕΑ) προχώρησε σε εκταφές λειψάνων 1.700 ατόμων, με 1.268 ταυτοποιήσεις να έχουν πραγματοποιηθεί έως σήμερα.

Τα παραπάνω στοιχεία ανακοινώθηκαν σε συνέντευξη Τύπου που δόθηκε σήμερα, με αφορμή την έναρξη του 40ου Μαραθωνίου Αγάπης Αγνοουμένων, από τον εκπρόσωπο της ΔΕΑ, Λεωνίδα Παντελίδη.

Όπως ανέφερε ο κ. Παντελίδης, οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 2006 και μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί πάνω από 1.700 ανασκαφές, κατά τις οποίες εντοπίστηκαν λείψανα που ανήκουν σε περίπου 1.700 άτομα. Μέχρι στιγμής, έχουν ταυτοποιηθεί 1.268 άτομα, εκ των οποίων τα 1.053 ανήκουν στον επίσημο κατάλογο των Αγνοουμένων, ενώ οι υπόλοιποι προέρχονται από τον κατάλογο των πεσόντων και τον λεγόμενο κατάλογο των 126.

Όπως ανέφερε στην ομιλία του ο κ. Παντελίδης, η ΔΕΑ εργάζεται σήμερα με οκτώ συνεργεία αρχαιολόγων και εργοδοτεί πέρα από εκατό Κύπριους επιστήμονες και από τις δύο κοινότητες, για να σημειώσει ότι αυτή την στιγμή τα συνεργεία της πραγματοποιούν έρευνες Σύσκληπο, Αγία Ειρήνη, Καπούτι, Τράχωνας (στρατιωτική περιοχή), Λάπηθος, Άσσια, Μακεδονίτισσα, και Άγιο Δομέτιο, κοντά στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ.

Επιπλέον, είπε πως ο προϋπολογισμός του προγράμματος ανέρχεται σε περίπου 4 εκατομμύρια ετησίως, με ένα μεγάλο μέρος να προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, για να προσθέσει πως η δεύτερη μεγαλύτερη συνεισφορά προέρχεται από την κυπριακή Κυβέρνηση.

Υπογράμμισε ότι «παρόλες τις δυσκολίες και παρόλο ότι ο χρόνος πιέζει από κάθε πλευρά και το τι μας έχει απομείνει είναι οι πιο δύσκολες περιπτώσεις, δεν μπορεί και δεν πρέπει το πρόγραμμα να σταματήσει μέχρι να διαλευκανθούν όλες οι υποθέσεις», τονίζοντας ότι «είναι ανθρώπινο δικαίωμα στις οικογένειες να γνωρίζουν την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων».

Σε χαιρετισμό της, η Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Άμυνας, Άννας Αριστοτέλους, είπε πως «η εξαφάνιση εκάστου προσώπου, που αγνοείται μέχρι σήμερα η τύχη του, συνιστά πολλαπλές παραβιάσεις βασικών και θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όχι μόνο για το αγνοούμενο πρόσωπο, αλλά και για τους οικείους του, διαιωνίζοντας την ταλαιπωρία, θλίψη, ψυχική οδύνη και απόλυτη δυστυχία τους, για την τύχη των αγαπημένων τους προσώπων, και τη διακρίβωση της αλήθειας».

Επεσήμανε ότι τα τελευταία δύο χρόνια, με τη στήριξη του Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη, έχουν γίνει σημαντικές τομές που έχουν ως επίκεντρο τον άνθρωπο, στο πλαίσιο μιας ανθρωποκεντρικής διακυβέρνησης, σημειώνοντας ότι κύριος στόχος όλων είναι η διακρίβωση της τύχης κάθε αγνοούμενου που χάθηκε κατά την Τουρκική εισβολή το 1974 και τις διακοινοτικές συγκρούσεις της περιόδου 1963-1964, δηλαδή να εξακριβωθεί η τύχη όλων, ώστε να μην παραμείνουν πρόσωπα που αγνοούνται και να διαπιστωθεί η αλήθεια.

Σύμφωνα με την Άννα Αριστοτέλους πέραν του 49% των υποθέσεων των αγνοουμένων εξακολουθούν να εκκρεμούν μέχρι σήμερα, ενώ από τους αγνοούμενους των διακοινοτικών συγκρούσεων 1963/64 έχουν ταυτοποιηθεί οι 17 από τους 44, από τους οποίους οι τρεις είναι Ελλαδίτες και μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπιστεί κανένας.

«Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Νίκος Χριστοδουλίδης, από την πρώτη στιγμή, έθεσε το θέμα των αγνοουμένων στην κορυφή των ανθρωπιστικών προτεραιοτήτων. Μέσα σε δύο χρόνια, από το Πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, προχωρήσαμε σε 15 ταυτοποιήσεις – οι περισσότερες εξ αυτών- αφορούν Ελλαδίτες στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ, που αφιέρωσαν τη ζωή τους μαχόμενοι για την ελευθερία της πατρίδας μας, αλλά και στην ταυτοποίηση επιπρόσθετων οστών ηρώων μας», είπε.

Εξάλλου, ανέφερε πως η πρόσφατη πρώτη ταυτοποίηση οστών, από την πλειάδα οστών, που είχαν εμποτιστεί με χημικές ουσίες, είναι ίσως το σημαντικότερο βήμα στις προσπάθειες επίλυσης ενός προβλήματος που χρονολογείται από το 1979 και το οποίο αναμένεται να δώσει απαντήσεις στις οικογένειες των αγνοουμένων και πεσόντων μας, συμβάλλοντας στην επίλυση αυτού του τεράστιου ανθρωπιστικού θέματος, για το οποίο θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε εντατικά και με συνέπεια.

Επιπροσθέτως, η κ. Αριστοτέλους είπε πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε την αύξηση της οικονομικής συνεισφοράς προς την ΔΕΑ, έτσι ώστε να δημιουργηθούν περισσότερες ομάδες και περισσότερα συνεργεία στον τομέα των ανασκαφών, με πρωταρχικό στόχο να δώσει πρόσθετη ώθηση στην ΔΕΑ, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματική και να έχει την επιχειρησιακή δυνατότητα να λειτουργήσει με πιο γοργούς ρυθμούς.

«Δώσαμε έμφαση», ανέφερε, «και αναδείξαμε αθέατες πτυχές των αγνοουμένων μας όπως είναι τα αγνοούμενα παιδιά μας, το μικρότερο ήταν ηλικίας 6 μηνών και το μεγαλύτερο 18 ετών, καθώς και οι αγνοούμενες γυναίκες της τουρκικής εισβολής του 1974, που αριθμούν συνολικά σε 118 και οι πεσούσες σε 248. Οι γυναίκες θύματα της εισβολής είναι οι άγνωστες ηρωίδες και ταυτόχρονα τα άγνωστα θύματα του πολέμου. Είναι αυτές που συμμετείχαν με το δικό τους τρόπο στον αγώνα, σε συνθήκες απόλυτου κινδύνου. Οι γυναίκες αυτές αποτελούν μια ξεχωριστή τραγική πτυχή του δράματος της κυπριακής τραγωδίας και το λιγότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να αναγνωρίσουμε την προσφορά και την θυσία τους. Και όσες είναι εν ζωή να τις στηρίξουμε με κάθε τρόπο και μέσο, ώστε να απαλύνουμε τον πόνο και τις τραγικές θύμησες που τις μεταφέρουν για πενήντα χρόνια», είπε.

Επιπλέον, είπε πως στηρίζουν τους συγγενείς των αγνοουμένων μας σε κάθε αίτημα τους και τους παρέχουν πληροφορίες για τα θέματα που τους απασχολούν.

Κλείνοντας, τόνισε προς κάθε κατεύθυνση ότι το ζήτημα των αγνοουμένων «δεν είναι απλώς αριθμοί» και ότι «οφείλουμε να συνεχίσουμε να παλεύουμε – με σεβασμό, με επιμονή, με ανθρωπιά – για να αποδοθεί η δικαιοσύνη».

Σε ομιλία του, ο Πρόεδρος της Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων, Νίκος Σεργίδης, αναφέρθηκε στη συζήτηση του θέματός των αγνοουμένων, στις 4 Μαρτίου, στην Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, που εξετάζει καθηκόντως το βαθμό συμμόρφωσης της Τουρκίας στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων “Κύπρος εναντίον Τουρκίας”, ημερομηνίας 10 Μαΐου του 2001.

Η Επιτροπή, είπε, «όχι μόνο απέρριψε τη θέση της Τουρκίας να διαγραφεί το θέμα από την ατζέντα της, αλλά άγγιξε την ουσία του θέματος και τους λόγους που καθυστερεί η επίλυσή του. Στο εγκριθέν ψήφισμα τονίζεται η επιτακτική υποχρέωση της Τουρκίας να παρέχει συνεχή βοήθεια στη ΔΕΑ, περιλαμβανομένης της ανεμπόδιστης εισόδου της σε όλες τις περιοχές και σε όλες τις πληροφορίες που θα διευκόλυναν το έργο της. Τέλος η απόφαση της Επιτροπής ζητεί από την Τουρκία να προχωρήσει στην άνευ όρων και χωρίς άλλη καθυστέρηση στην καταβολή της ηθικής αποζημίωσης των €30 εκατομμυρίων στις οικογένειες αγνοουμένων».

Ο κ. Σεργίδης είπε ότι «αναμφίβολα το ψήφισμα μαζί με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελεί ένα ακόμη ισχυρό όπλο στα χέρια μας, που πρέπει να αξιοποιηθεί τόσο στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης, όσο και στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σίγουρα μπορούν να έχουν και να διαδραματίσουν ουσιαστικό και αποτελεσματικό ρόλο», προσθέτοντας πως «για την υιοθέτηση του ψηφίσματος υπήρξε σωστή προεργασία και συνεργασία με το Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας και τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προς τους οποίους και αποδίδουμε τα εύσχημα».

Ωστόσο, είπε πως «σημασία θα έχει να επιτύχουμε να εφαρμοσθεί η απόφαση και αυτό θα εξαρτηθεί από τις ενέργειες των Κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδας, που αναμένουμε να γίνουν στο ψηλότερο δυνατό επίπεδο, αλλά και από εμάς που είμαστε χρεωμένοι απέναντι σε αυτούς που έπεσαν ή αγνοούνται, να συνεχίσουμε και να εντείνουμε τον ανθρωπιστικό μας αγώνα».

Η Πρόεδρος της Πανελλήνιας Επιτροπής Συγγενών Αγνοουμένων κατά την Κυπριακή Τραγωδία, Μαρία Καλμπουρτζή, ανέφερε πως οι συγγενείς των Αγνοουμένων έχουν επανειλημμένα καταγγείλει, έχουν διαχρονικά εγκαλέσει διεθνείς θεσμούς και οργανισμούς, προκειμένου η Τουρκία να επιτρέψει την πρόσβαση στις πληροφορίες και τα στοιχεία που κατέχει, συμβάλλοντας ενεργά στην επίλυση του προβλήματος των αγνοουμένων.

«Η Τουρκία οφείλει να σεβαστεί τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών και δικαστηρίων που καταδεικνύουν ότι υπήρξαν συνεχείς παραβιάσεις άρθρων της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την καλούν να συμμορφωθεί και όχι να κωφεύει κατά τρόπο προκλητικό και απαράδεκτο», είπε.

Ανέφερε ακόμα ότι τα τελευταία χρόνια, παρά τις συνεχείς και άοκνες προσπάθειες της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοουμένους στην Κύπρο, «τα αποτελέσματα φθίνουν και δυστυχώς οι λιγοστές ταυτοποιήσεις, είναι αποτέλεσμα της άρνησης συνεργασίας της Τουρκίας, η οποία αντίθετα με την αυτονόητη υποχρέωση της, δημιουργεί εσκεμμένες καθυστερήσεις και συνεχή αδιάλλακτη συμπεριφορά».

«Αποτέλεσμα», πρόσθεσε, «η τύχη των μισών περίπου αγνοουμένων να παραμένει ανεξακρίβωτη, όπως αναπάντητα παραμένουν και ερωτήματα αναφορικά με τον τρόπο και τις συνθήκες θανάτου όσων έχουν βρεθεί τα λείψανά τους».

Συνέχισε λέγοντας ότι «τα ΗΕ η ΕΕ έχουν υποχρέωση νομική και ηθική, να παρέμβουν ουσιαστικά και να ενισχύσουν τον ρόλο της ΔΕΑ, ώστε να καταστεί αποτελεσματική και γρήγορη», για να συμπληρώσει ότι «δυστυχώς οι μέχρι σήμερα παρεμβάσεις τους είναι αδύνατες έως απαθείς. Ακόμη, οι κυβερνήσεις μας, Ελλάδας και Κύπρου, πρέπει να προτεραιοποιήσουν το θέμα των Αγνοουμένων, το οποίο είναι η πολύτιμη ανθρωπιστική βάση σε θέματα συνεργασίας και οικοδόμησης εμπιστοσύνης».

Καταληκτικά, ευχήθηκε «ο φετινός Μαραθώνιος Αγάπης Αγνοουμένων, με τη διαφώτιση, τη ευαισθητοποίηση και διεθνοποίηση του ζητήματος των αγνοουμένων, να στοχεύσει τόσο στη λήψη απαντήσεων σε όλα τα ερωτήματα γύρω από το ανθρωπιστικό θέμα όσο και στην περαιτέρω ενεργοποίηση και δράση του διεθνούς παράγοντα, ώστε να καρποφορήσουν οι προσπάθειες διερεύνησης της τύχης και του τελευταίου αγνοουμένου και να τερματισθεί το συνεχιζόμενο δράμα και αγωνία των συγγενών τους».

Σημειώνεται ότι ομιλία στη διάσκεψη ανέγνωσε και ο Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου, Γεώργιος, εκ μέρους της Εκκλησίας της Κύπρου.

ΚΥΠΕ