Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε για δεύτερη φορά το αίτημα γυναίκας, που ζητούσε την ακύρωση του εντάλματος έρευνας στη βάση του οποίου η Αστυνομία ερεύνησε τα υποστατικά της σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, εντοπίζοντας σύνεργα που παρέπεμπαν σε μαντεία και μαύρη μαγεία.
Η υπόθεση ήρθε στο φως όταν γυναίκα έδωσε πληροφορία στην Αστυνομία ότι εντός του 2024 γνώρισε την ύποπτη μέσω της εφαρμογής «tik-tok», όπου διαφήμιζε ότι μπορεί να κάμει μαγεία επί πληρωμή. «Συγκεκριμένα σε live βίντεο, διαφήμιζε ότι σε περίπτωση που οποιαδήποτε γυναίκα θέλει κάποιον άντρα και αυτός δεν την θέλει, μπορεί μέσω της μαγείας της να το κάμει κατορθωτό, αφού πρώτα πληρωθεί» ανέφερε.
Η πληροφοριοδότης συνομιλούσε, τόσο τηλεφωνικά, όσο και με μηνύματα, με την ύποπτη, αφού ζήτησε να την βοηθήσει να συνάψει σχέση με έναν άντρα, με την ύποπτη να της ζητά χρήματα για να κάμει μαγεία και να το πετύχει. Όταν η ύποπτη της ζήτησε χρήματα, η πληροφοριοδότης αρνήθηκε να τα καταβάλει και, στη συνέχεια, έγινε δέκτης απειλών από τον συμβίο της ύποπτης, ώστε να μην μαρτυρήσει στην Αστυνομία τα όσα λέχθηκαν περί μαγείας.
Στη βάση αυτών των πληροφοριών, η Αστυνομία εξασφάλισε ένταλμα έρευνας ημερ. 18.9.2024, που εκδόθηκε σε σχέση με την οικία, υποστατικά και ξύλινη αποθήκη της εφεσείουσας. Η Αστυνομία διερευνούσε αδίκημα, δυνάμει του άρθρου 304 του περί του Ποινικού Κώδικα Νόμου, Κεφ.154,1 στη βάση πληροφορίας που έλαβε ότι η εφεσείουσα επιδίδεται σε μαγεία επί πληρωμή, διάβασμα «ταρώ» επί πληρωμή, καθώς και μαύρη μαγεία.
Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με βάση μαρτυρικό υλικό που συνέλεξε η Αστυνομία και αναφέρεται στο σχετικό όρκο, «στην πιο πάνω οικία και υποστατικά, παράνομα αποκρύπτονται χρηματικά ποσά και αντικείμενα όπως κόκκαλα, αγάλματα και άλλα συναφή με μαγεία αντικείμενα, για τα οποία υπάρχει εύλογη υποψία να πιστεύεται ότι θα παράσχουν μαρτυρία για απόδειξη του προαναφερόμενου αδικήματος». Η αποφυγή καταστροφής των τεκμηρίων που αναζητούνταν, τα οποία θα προσέφεραν μαρτυρία για την απόδειξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, προβλήθηκε ως λόγος έκδοσης του εντάλματος.
Εναντίον του εντάλματος έρευνας, η επηρεαζόμενη είχε αρχικά καταχωρίσει αίτηση στο Ανώτατο και ζητούσε την έκδοση προνομιακού εντάλματος σερτιοράρι που να το ακυρώνει. Δικαστής απέρριψε το αίτημά της και στη συνέχεια προχώρησε με την κατάθεση έφεσης με οκτώ λόγους, προσβάλλοντας ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση, ισχυριζόμενη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό πλάνη έκρινε ότι δεν προέκυπτε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμο θέμα και υπό πλάνη δεν έκρινε ότι το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε το επίδικο ένταλμα, καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας ή εξουσίας.
Τρεις δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάνθηκαν ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν, προκύπτει ότι ο επαρχιακός Δικαστής μπορούσε λογικά να ικανοποιηθεί ως προς την ύπαρξη εύλογων υπονοιών που δικαιολογούσαν την έκδοση του εντάλματος, όπως ορθά διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Τα ενώπιον του στοιχεία ήταν αρκούντως ικανοποιητικά για τους σκοπούς έκδοσης του εντάλματος.
Όπως έχει υποδειχθεί, αυτό που απαιτείται είναι να δημιουργείται εύλογη υποψία και δεν απαιτείται η εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος. Με βάση την ένορκη δήλωση που είχε ενώπιον του το Επαρχιακό Δικαστήριο, δημιουργείτο εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στην οικία, τα υποστατικά, καθώς και τη ξύλινη αποθήκη που βρίσκεται στην αυλή της οικίας της εφεσείουσας, βρίσκονταν αντικείμενα που σχετίζονταν με τη διερεύνηση του αδικήματος του άρθρου 304. Λαμβάνοντας υπόψη ότι αναζητούντο τόσο αντικείμενα, όσο και χρηματικά ποσά, ήταν εύλογο να ερευνηθεί τόσο η οικία, όσο και η ξύλινη αποθήκη, που βρίσκεται στην αυλή της οικίας.