Από σκληρή αντεξέταση, πέραν των τριών ωρών, πέρασε ο Αρχιαστυφύλακας του ΤΑΕ Λεμεσού, Στέλιος Ανδρέου, κατά τη σημερινή ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού για τη δολοφονία του Θανάση Καλογερόπουλου. Πρόκειται για το μάρτυρα, ο οποίος είχε οριστεί από τον υπεύθυνο του ΤΑΕ Λεμεσού ως μέλος της ανακριτικής ομάδας που διερευνούσε την υπόθεση του φόνου. Έλαβε μέρος στις καταθέσεις των τεσσάρων κατηγορουμένων και προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες.

Σύμφωνα με την ένορκη μαρτυρία του αστυνομικού, ήταν ένα από τα μέλη της Δύναμης που είχε μεταβεί στην οικία του πρώτου κατηγορούμενου στην Τιμή της επαρχίας Πάφου, όπου και προχώρησε μαζί με άλλους συναδέλφους του στη σύλληψή του. Εξήγησε ότι αρχικά συνελήφθη με δικαστικό ένταλμα σύλληψης ως ύποπτος για υπόθεση εμπρησμού που διερευνούσε το ΤΑΕ Λάρνακας, ενώ στη συνέχεια συνελήφθη και ως ύποπτος για τη δολοφονία του Καλογερόπουλου.

Ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας παραλήφθηκαν διάφορα τεκμήρια, ενώ στον νιπτήρα του αποχωρητηρίου της κατοικίας, όπως είπε, υπήρχαν τρίχες που υποδήλωναν ότι είχε πρόσφατα ξυριστεί, αφού φαίνονταν φρεσκοξυρισμένος. Την ίδια ημέρα έλαβε κατάθεση από τον 1ο κατηγορούμενο, ο οποίος άσκησε το δικαίωμα της σιωπής. Ανέφερε ακόμη ότι την ίδια ημέρα συνελήφθη και ο 2ος κατηγορούμενος ως ύποπτος για τον φόνο. Είπε ότι λόγω της ώρας, ο τελευταίος δεν θέλησε να προβεί σε κατάθεση.

Ο μάρτυρας ανέφερε ότι έλαβε κατάθεση από φιλικό πρόσωπο του 1ου κατηγορουμένου, το οποίο ανέφερε ότι μετά τη δημοσίευση φωτογραφίας από τα ΜΜΕ με δύο πρόσωπα να επιβαίνουν σε μοτοσικλέτα, αναγνώρισε τον 1ο κατηγορούμενο ως τον οδηγό, αφού του έμοιαζε. Είπε μάλιστα ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα είχαν συνομιλήσει μέσω βιντεοκλήσεων και διαπίστωσε ότι ο 1ος κατηγορούμενος ζούσε σε μεγάλο σπίτι με πισίνα και του έδειχνε ακριβά πούρα και κουτιά ρολογιών. Του είπε μάλιστα ότι ετοίμαζε μια μεγάλη δουλειά, ενώ στις βιντεοκλήσεις του έδειξε δύο όπλα, τα οποία ήταν στο πάτωμα του σπιτιού που διέμενε, και ήταν ένα καλάσνικοφ και ένα πιστόλι. Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο αναγνώρισε φωτογραφία από την οικία που διέμενε ο πρώτος κατηγορούμενος.

Πέραν από τις καταθέσεις που έλαβαν από όλους τους εμπλεκόμενους στο φόνο, ο Αρχιαστυφύλακας αναφέρθηκε και στην έρευνα που έγινε στις Κεντρικές Φυλακές, μαζί με άλλους συναδέλφους του. Όπως είπε: «Στο κελί με αριθμό … της πτέρυγας 8, όπου κρατείται ο Γιώργος Χριστοδούλου, γνωστός ως Ζαβράντωνας, κατά την έρευνα εντοπίσαμε και παραλάβαμε ως τεκμήριο ένα κινητό τηλέφωνο μάρκας iPhone χρώματος ασημί, καθώς και έναν φορτιστή τηλεφώνου. Αφού επισήμανα την προσοχή του Ζαβράντωνα στον νόμο, αυτός δεν απάντησε οτιδήποτε».

Να σημειωθεί ότι στην κυρίως εξέταση, ο μάρτυρας κλήθηκε να αναγνωρίσει το κινητό που εντόπισε στο κελί του Χριστοδούλου, το οποίο κατατέθηκε ως τεκμήριο στην παρούσα δικαστική διαδικασία.

Σημείωσε ότι για τη διερεύνηση της υπόθεσης, με σκοπό την εξιχνίαση του εγκλήματος, έλαβε διάφορες καταθέσεις, ενώ διενήργησε εξετάσεις και έρευνες. Επίσης, συνέταξε διάφορα ημερολόγια ενεργειών, τα οποία του παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο και κατατέθηκαν ως τεκμήρια.

Ο αστυνομικός κλήθηκε να απαντήσει και για τον λάθος αριθμό διεύθυνσης κατοικίας που είχε η συγκατάθεση έρευνας που υπέγραψε ο 1ος κατηγορούμενος, εξηγώντας ότι επρόκειτο για λάθος αριθμό και ότι η συγκατάθεση αφορούσε τον φόνο του Καλογερόπουλου. Τόνισε ωστόσο ότι ο αναγραφόμενος αριθμός 6 της διεύθυνσης κατοικίας του κατηγορουμένου διορθώθηκε από τον ίδιο και έγινε 4, με σκοπό το έγγραφο να παρουσιάζει την πραγματικότητα. Είπε ακόμη ότι η κατοικία με τον αριθμό 6 ανήκει στον θείο του πρώτου κατηγορουμένου. Σημείωσε ότι ο κατηγορούμενος υπέγραψε συγκατάθεση για να προβούν σε έρευνα στην οικία του, ενώ ήταν πλήρως συνεργάσιμος. «Κοπέλια, δεν έχει πρόβλημα», μας είπε και αφού τον ενημέρωσα ότι είχε το δικαίωμα να αρνηθεί, μας το υπέγραψε.

Υποστήριξε ακόμη ότι ο 1ος κατηγορούμενος είχε αντιληφθεί ότι ήταν ύποπτος και για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης και δεν έκανε καμία ερώτηση.

Κατά την αντεξέτασή του,  ο Αρχιαστυφύλακας δέχθηκε σωρεία ερωτήσεων σε σχέση με τη συγκατάθεση και την έρευνα στην οικία του 1ου κατηγορουμένου στην Τιμή, απαντώντας πως όλα έγιναν νομότυπα και σε καμία περίπτωση δεν επηρεάστηκε το συμφέρον του κατηγορουμένου. Επίσης, ρωτήθηκε επίμονα και για το φιλικό πρόσωπο του 1ου κατηγορουμένου και κατά πόσο αυτός ήταν αξιόπιστο πρόσωπο, και ο μάρτυρας απάντησε επανειλημμένα ότι την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου θα την κρίνει το Δικαστήριο και όχι ο ίδιος.