Εξανεμίζονται οι ελπίδες για εντοπισμό άλλων επιζώντων από το πολύνεκρο ναυάγιο, 24 ναυτικά μίλια ανοικτά της Κύπρου, παρ’ όλο που κανείς δεν μπορεί να προδικάσει οτιδήποτε.

Οι έρευνες συνεχίζονται κανονικά, ενώ όπως ανέφερε στο philenews λειτουργός του Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΚΣΕΔ), δυστυχώς, δεν υπήρξε μέχρι νωρίς το πρωί καμία πρόοδος με εντοπισμό οποιουδήποτε από τους αγνοουμένους.

Την ίδια ώρα, συγκλονίζουν οι λεπτομέρειες που δίνουν οι δύο διασωθέντες από το ναυάγιο και παρά τις διαφορετικές εκδοχές που δίνουν, εντούτοις, ξεκαθαρίζουν αρκετά ζητήματα που άφηναν σκιές για τον τρόπο που ενήργησαν οι κυπριακές Αρχές.

Οι ελπίδες για εντοπισμό επιζώντων λιγοστεύουν ώρα με την ώρα, αφού, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, λόγω της θερμοκρασίας που επικρατεί στη θάλασσα με 16-17 βαθμούς, μπορεί κάποιος να παραμείνει ζωντανός μέχρι και 40 ώρες. Στο καλύτερο σενάριο, αυτές οι κρίσιμες ώρες έχουν παρέλθει προ πολλού.

Ωστόσο, το θρίλερ για την αφετηρία του σκάφους που βυθίστηκε και κυρίως το πότε απέπλευσε, συνεχίζει να παραμένει, αφού άλλα λένε οι δύο διασωθέντες και άλλα οι συγγενείς τους που διαβούν στη χώρα μας.

Μάλιστα, χθες, κάποιοι από αυτούς έσπευσαν στα νοσοκομεία προκειμένου να αναγνωρίσουν τους νεκρούς, κάτι που δεν τους επιτράπηκε σ’ αυτό το στάδιο, ωστόσο, έδωσαν δείγμα γενετικού υλικού για σύγκριση.

Το μέγα ερώτημα που απασχολεί τις Αρχές είναι αν το ναυάγιο που διερευνάται αφορά στη βάρκα που, σύμφωνα με συγγενείς Σύρων, αλλά και την μη κυβερνητική οργάνωση «Alarm phone», μετέφερε 23 μετανάστες από την Τρίπολη του Λιβάνου και χάθηκε το στίγμα της την Παρασκευή.

Οι κυπριακές Αρχές, σε μια προσπάθεια να διαπιστώσουν τις συνθήκες του ναυαγίου και να γνωρίζουν πόσοι ακριβώς αγνοούνται, πήραν χθες καταθέσεις από τους δύο επιζώντες, οι οποίοι εξακολουθούν να νοσηλεύονται στα νοσοκομεία Λάρνακας και Αμμοχώστου.

Πληροφορίες του «Φ» αναφέρουν ότι και οι δύο διασωθέντες στις καταθέσεις τους αναφέρουν ότι αναχώρησαν από το λιμάνι της Ταρτούς στις 4 τα ξημερώματα. Γύρω στις 12 ώρες μετά, η βάρκα στην οποία επέβαιναν 20 άτομα μαζί με τον διακινητή, αναποδογύρισε λόγω θαλασσοταραχής και μεγάλων κυμάτων. Ο ένας επιζών αναφέρει ότι πρόλαβε να αρπάξει ένα λάστιχο τροχού που υπήρχε στη βάρκα και ένα μπουκαλάκι νερό, πριν πέσει στο νερό.

Εκεί που οι καταθέσεις τους συγκρούονται, ακόμη και τα λεγόμενα του ενός ανατρέπονται από αυτά που αναφέρει μετέπειτα, είναι στο πότε αναχώρησαν.

Όπως προαναφέραμε και οι δύο διασωθέντες Σύροι αναφέρουν ότι έφυγαν από την Ταρτούς. Ωστόσο, ο ένας λέει ότι αναχώρησαν στις 4 τα ξημερώματα της 8ης Μαρτίου και ο άλλος στις 13 Μαρτίου.

Μάλιστα, ο πρώτος στη συνέχεια στην κατάθεσή του αλλάζει την ημέρα και κάνει λόγο για τις 9 Μαρτίου. Όπως αναφέρουν, μόλις άρχισε να νυχτώνει, η βάρκα τους ανατράπηκε. Μάλιστα, ο ένας εκ των δύο ανέφερε ότι ώρες μετά που βυθίστηκαν, είχε δει φώτα στο βάθος, χωρίς να προσδιορίζει αν πρόκειται για τον Λίβανο ή τα κατεχόμενα.

Με τα δεδομένα αυτά, αποκλείεται να βρέθηκαν σε κυπριακά χωρικά ύδατα και να τους έγινε pushback, δηλαδή επαναπροώθηση από κυπριακό σκάφος. Κι αυτό γιατί είτε από τη Συρία να έφευγαν είτε από τις ακτές του Λιβάνου, δεν θα μπορούσαν να φτάσουν τόσο κοντά στις κυπριακές ακτές, μέσα σ’ αυτές τις ώρες.

Οι ίδιες στις καταθέσεις τους πάντως, αναφέρουν ξεκάθαρα ότι η βάρκα αναποδογύρισε λόγω της θαλασσοταραχής και σε καμιά περίπτωση δεν αναφέρονται σε ανακοπή από σκάφος και εξαναγκασμό τους να επιστρέψουν πίσω.

Από την άλλη, συγγενείς επιβαινόντων σε βάρκα που αναχώρησε στις 14 Μαρτίου από τον Λίβανο, ανέφεραν σε καταθέσεις τους στις Αρχές ότι δεν έχουν έρθει ακόμα ενώ το στίγμα τους χάθηκε σε περιοχή κοντά στο σημείο του ναυαγίου όπου εντοπίστηκαν οι εννιά Σύροι.

Αυτό σημαίνει ότι οι συγγενείς τους λένε την αλήθεια αφού δεν μπορεί η ίδια βάρκα να αναχώρησε από δύο λιμάνια και πως οι δύο επιζώντες τελούν υπό σύγχυση όσον αφορά στην ημέρα αναχώρησης, λόγω και της τρομερής ταλαιπωρίας που υπέστησαν στη θάλασσα.

Εν πάση περιπτώσει, όλα θα ξεκαθαρίσουν σύντομα αφού γίνονται εξετάσεις γενετικού υλικού συγγενών Σύρων για σκοπούς ταυτοποίησης των νεκρών.

Επίσης, παραμένει άγνωστος ο προορισμός των μεταναστών, αφού κατά μια αναφορά δεν αποκλείεται να κατευθύνονταν προς τα κατεχόμενα και μετά να επιχειρούσαν να διέλθουν πεζή στις ελεύθερες περιοχές.

Κανένα κυπριακό σκάφος σε επαφή με βάρκα Σύρων

Κατηγορηματικός ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξης, Μάριος Χαρτσιώτης, όταν κλήθηκε από τον «Φ» να σχολιάσει τις αναφορές ότι την περασμένη Παρασκευή σκάφη της Δημοκρατίας ανέκοψαν τρεις βάρκες που μετέφεραν μετανάστες. Ουδέποτε, ανέφερε, σκάφος της Λιμενικής ήρθε σε επαφή με βάρκα με μετανάστες. Βεβαίως, πρόσθεσε, «σκάφη μας βρίσκονται σε διεθνή χωρικά ύδατα για παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας αλλά και για επιτήρηση, ώστε να γνωρίζουν οι διακινητές ότι λαμβάνονται μέτρα».

Ο κ. Χαρτσιώτης διερωτήθηκε αν δεν πρέπει η Δημοκρατία να επιτηρεί τα θαλάσσια σύνορά της, αν δεν πρέπει να στέλλει το μήνυμα στους διακινητές που παίρνουν 3.000 ευρώ από άτομα τα οποία φορτώνουν σε σαπιοκάραβα εμπορευόμενοι ανθρώπινες ψυχές που θέλουν είτε να γλιτώσουν από καθεστώτα, είτε γιατί θέλουν ένα καλύτερο αύριο. Τέλος, παρατήρησε ότι θα πρέπει κάποια στιγμή οι ανθρωπιστικές οργανώσεις να στρέψουν τα βέλη τους και προς τους διακινητές που θέτουν σε κίνδυνο ζωές για να πλουτίζουν.

Από πλευράς του, ο υπουργός Άμυνας, Βασίλης Πάλμας, δήλωσε χθες ότι οι έρευνες για εντοπισμό και άλλων επιζώντων συνεχίζονται «παρά το γεγονός ότι τα μηνύματα για εντοπισμό των ναυαγών είναι πολύ απαισιόδοξα, αφού μετά που πέρασαν τόσες πολλές ώρες, η λογική λέει ότι δεν θα εντοπιστούν άλλοι ζώντες».

Σημείωσε ακόμα πως «σύμφωνα με όσα ανέφεραν οι ειδικοί, 40 ώρες με θερμοκρασίες 16 με 17 βαθμούς μέσα στη θάλασσα είναι το μάξιμουμ που μπορεί να αντέξει ένας ανθρώπινος οργανισμός και ως εκ τούτου όσο περνούν οι ώρες και δεν εντοπίζονται άλλοι ζώντες, το πιθανότερο είναι ότι σε κάποια στιγμή θα εντοπιστούν και άλλα πτώματα».

Τέλος ανέφερε ότι όλοι οι επιβαίνοντες ήταν νεαροί άνδρες, ηλικίας από 25 μέχρι 30 ετών. «Θα προσπαθήσουμε μέσα από τα σακίδια που είχαν μαζί τους οι άτυχοι αυτοί νέοι, να εντοπίσουμε κάποια στοιχεία τους για να γίνει ταυτοποίηση τους και να μάθουμε εάν έχουν συγγενείς και από που προέρχονται, προκειμένου να δούμε τι θα γίνει με τις σορούς».