Πέντε χρόνια μετά την πόντιση των δύο πρώτων σκαφών στη Θαλάσσια Προστατευόμενη Περιοχή (ΘΠΠ) Λάρνακας άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημαντικά αποτελέσματα της προσπάθειας για αύξηση της ζωής στον φτωχό βυθό της Ορόκλινης, που άρχισε ν’ αναγεννάται. Η πόντιση του Lambousa II τον περασμένο Φεβρουάριο από το Τμήμα Αλιείας ήρθε για να ενισχύσει αυτή την προσπάθεια, αυξάνοντας ταυτόχρονα και το καταδυτικό ενδιαφέρον. 

Η περιοχή που βρίσκονται τα τρία σκάφη, στα οποία βυθίστηκαν και αμφορείς με πρωτοβουλία της Εταιρείας Τουριστικής Ανάπτυξης και Προβολής Λάρνακας, έχει πλέον οριοθετηθεί καλύπτοντας επιφάνεια 2,2 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Το συγκριτικό πλεονέκτημα της περιοχής, σε σχέση με τους άλλους πέντε τεχνητούς υφάλους που δημιουργήθηκαν, είναι πως σε αυτή βρίσκεται το μεγαλύτερο σκάφος (ΕΛΠΙΔΑ) που βυθίστηκε, ενώ το δεύτερο σκάφος (LEF 1) είναι το μοναδικό που προσφέρεται για ελεύθερη κατάδυση.

Η προστατευόμενη περιοχή άρχισε να δημιουργείται τον Δεκέμβριο του 2019, όταν βυθίστηκε πρώτα το ΕΛΠΙΔΑ και έπειτα το LEF 1. Το πρώτο βρίσκεται σε βάθος 29 μέτρων, έχει μήκος 63 και πλάτος 10 μέτρων και κατασκευάστηκε στη Γερμανία το 1965. Χρησιμοποιήθηκε ως φορτηγό πλοίο στην Ελλάδα, μέχρι το τελευταίο του ταξίδι στην Κύπρο, όπου χρησιμοποιήθηκε ως ναυάγιο τεχνητού υφάλου. Το LEF1, που είναι βυθισμένο στα 14 μέτρα, μήκους 15,5 και πλάτους 4 μέτρων, κατασκευάστηκε το 1955 και είναι δωρεά της εταιρείας Lefkaritis Brothers Ltd. Πρόκειται για τον μοναδικό τεχνητό ύφαλο της Κύπρου που είναι κατάλληλος τους δύτες επιφάνειας (snorkellers).

Μεταξύ των δύο ναυαγίων βυθίστηκε πρόσφατα, σε βάθος 20 μέτρων, το Lambousa II, το οποίο έχει μήκος 23 και πλάτος 4 μέτρων. Πρόκειται για τράτα που κατασκευάστηκε στη Ρουμανία το 1995 και γράφτηκε στο κυπριακό νηολόγιο σκαφών. Πριν από αρκετά χρόνια μετατράπηκε σε ρυμουλκό και πέρσι έγινε δωρεά στο Τμήμα Αλιείας από την εταιρεία Brasal Marine Services.

Μιλώντας στον «Φ» ο λειτουργός του Τμήματος Αλιείας, Γιώργος Παγιάτας, υπεύθυνος για τις προστατευόμενες περιοχές στις οποίες τοποθετούνται τεχνητοί ύφαλοι, εξήγησε για ποιο λόγο επιλέχθηκε η συγκεκριμένη περιοχή. «Η περιοχή παρουσιάζει περιορισμένους φυσικούς ύφαλους και λιβάδια θαλάσσιας βλάστησης, καλύπτεται στο μεγαλύτερο της ποσοστό από άμμο και ως εκ τούτου η θαλάσσια ζωή που φιλοξενεί είναι σχετικά φτωχή. Η ενίσχυση της ΘΠΠ με τεχνητούς ύφαλους γίνεται σταδιακά και συμβάλλει στη δημιουργία περισσότερων χώρων ανάπτυξης, διατροφής και προστασίας για τους θαλάσσιους οργανισμούς και σε αύξηση των αλιευτικών αποθεμάτων».

Οι θαλάσσιοι οργανισμοί, σημείωσε ο κ. Παγιάτας, χρησιμοποιούν την ενέργεια που βρίσκεται στη θάλασσα και μέσω ενός σύνθετου μηχανισμού που ξεκινά από απλούς μικροοργανισμούς (όπως είναι το φυτοπλαγκτόν και το ζωοπλαγκτόν) και καταλήγει σε μεγάλα αρπακτικά ψάρια και θαλάσσια θηλαστικά, δημιουργούν την τροφική αλυσίδα ή τα λεγόμενα τροφικά πλέγματα. «Οι διαφορετικοί τύποι τεχνητών υφάλων που ποντίζονται δημιουργούν ανάγλυφα, τα οποία με τον χρόνο αφομοιώνονται από το θαλάσσιο περιβάλλον. Αυτά μεταμορφώνονται σταδιακά σε αποικίες που φιλοξενούν εκατοντάδες οργανισμούς, εμπλουτίζοντας με τον τρόπο αυτό την υδρόβια πανίδα και χλωρίδα και ενισχύοντας τη θαλάσσια ζωή».

Επειδή η παραγωγικότητα της Ανατολικής Μεσογείου είναι ιδιαίτερα χαμηλή, ο εποικισμός και η ανάπτυξη με θαλάσσιους οργανισμούς αποτελεί μια αργή διεργασία, που χρειάζεται χρόνια για να φέρει αποτελέσματα. «Εκτιμάται ότι απαιτείται μια περίοδος γύρω στα πέντε χρόνια, ώστε η διασυνδεσιμότητα των τεχνητών υφάλων που έχουν τοποθετηθεί μέχρι σήμερα με τα τρία σκάφη που ποντίστηκαν, σε συνδυασμό με τα μέτρα προστασίας της περιοχής (πλήρης απαγόρευση αλιείας, τοποθέτηση ενημερωτικών πινακίδων κατά μήκος της ακτής, σήμανση με πλωτήρες και αστυνόμευση στο βαθμό που είναι εφικτό) να μπορούν να οδηγήσουν σε ορατά και απτά αποτελέσματα. Αυτό φαίνεται να επιτυγχάνεται, αφού τον τελευταίο χρόνο γίνεται όλο και πιο συχνή η παρουσία περισσότερων ειδών και σε μεγαλύτερους αριθμούς».  

 

DCIM\100GOPRO\GOPR7768.JPG

Εμπλουτισμός με νέες κατασκευές τεχνητών υφάλων

Το πλάνο εμπλουτισμού της περιοχής θα συνεχιστεί από το Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων ερευνών, σύμφωνα με τον κ. Παγιάτα, με κατασκευές νέων τεχνητών υφάλων. «Οι κατασκευές που έχουν προγραμματιστεί, σε συνδυασμό με τα σκάφη που έχουν ποντιστεί και τους φυσικούς ύφαλους της περιοχής, αναμένεται ότι θα ενισχύσουν σημαντικά την ικανότητα της περιοχής για ν’ αυξηθεί η θαλάσσια βιοποικιλότητα».

Το δεύτερο μεγάλο κέρδος από τη δημιουργία των τεχνητών υφάλων στη Θαλάσσια Προστατευόμενη Περιοχή στην Ορόκλινη είναι η αύξηση του καταδυτικού ενδιαφέροντος. Μέχρι πρότινος το ενδιαφέρον των δυτών επικεντρωνόταν στο διάσημο ναυάγιο Ζηνοβία, το οποίο, ωστόσο, έχει μεγάλο βαθμό δυσκολίας. «Οι τεχνητοί ύφαλοι δημιουργούν δυνατότητες για ανάπτυξη δραστηριοτήτων που είναι συμβατές με την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, όπως είναι το κολύμπι με μάσκα και βατραχοπέδιλα, η αυτόνομη και η ελεύθερη κατάδυση και η προώθηση της επιστημονικής έρευνας, ενώ παράλληλα αποτελούν ιδανικές περιοχές περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης και εκπαίδευσης.

Αν και η καταδυτική δραστηριότητα δεν  αποτελεί αρμοδιότητα του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών γνωρίζουμε ότι οι δύτες σταδιακά επιδεικνύουν ενδιαφέρον για τη ΘΠΠ στην Ορόκλινη. Από τις επαφές, την επικοινωνία και περιστασιακά τη συνεργασία μας με καταδυτικές σχολές, συνδέσμους και την ΕΤΑΠ Λάρνακας γνωρίζουμε ότι το καταδυτικό ενδιαφέρον για την περιοχή ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και αυξήθηκε σημαντικά με την εγκαθίδρυση της περιοχής ως προστατευόμενη και την πόντιση των τριών σκαφών», υπογράμμισε ο κ. Παγιάτας.      

Πονοκέφαλος η παράνομη αλίευση

Η πιο μεγάλη πρόκληση που υπάρχει για τον εμπλουτισμό της περιοχής και την αύξηση του καταδυτικού ενδιαφέροντας είναι η παράνομη αλίευση από επιτήδειους και η αδυναμία πλήρους αντιμετώπισής της. Το φαινόμενο, όπως ανέδειξε και σε άλλο ρεπορτάζ της η εφημερίδα μας, έχει οξυνθεί τα τελευταία χρόνια, αφού, λόγω της έλλειψης ψαριών στις υπόλοιπες περιοχές της Λάρνακας, ερασιτέχνες ψαράδες στοχεύουν στα σημεία καταδυτικού ενδιαφέροντος.

Λόγω αυτού η ΕΤΑΠ είχε προτείνει όπως στο έργο της Λιμενικής Αστυνομίας, συμβάλει και το Κέντρο Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (ΚΣΕΔ), το οποίο διαθέτει προηγμένο σύστημα παράκτιας παρατήρησης στη Λάρνακα. Ζήτησε ακόμη όπως επιτραπεί στο Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων ερευνών, η χρήση καμερών επιτήρησης προστατευόμενων χώρων, στους οποίους το κράτος έχει επενδύσει πολύ μεγάλα ποσά.

Ξεκαθαρίζοντας πως η αλιεία απαγορεύεται στο σύνολο της προστατευόμενης περιοχής, τόσο από την ακτή όσο κι από τη θάλασσα, ο κ. Παγιάτας σημείωσε πως το προσωπικό του Τμήματος που είναι επιφορτισμένο με τις περιπολίες και την επόπτευση της περιοχής κάνει ότι είναι εφικτό για την αντιμετώπιση του φαινομένου, το οποίο, όπως παραδέχθηκε, «δυστυχώς υπάρχει σε κάποιο βαθμό».