Μια ιδιαίτερα παράξενη υπόθεση έφερε στο φως της δημοσιότητας η εικαστικός Βασιλεία Αναξαγόρου. Η ίδια κατήγγειλε το περασμένο Σάββατο στην Αστυνομία ότι πρόσωπο που έχει ιστορικό σε υποθέσεις απάτης και το οποίο στο παρελθόν καταζητείτο από τις Αρχές, ότι έκλεισε επαγγελματικό ραντεβού μαζί της και ότι της παρουσιάστηκε με ψευδή στοιχεία και ιδιότητα. Εντούτοις, η εικαστικό βρέθηκε προ εκπλήξεως όταν ενημερώθηκε πως η Αστυνομία δεν μπορεί να παρέμβει, καθώς δεν υπήρξε αξιόποινη πράξη. Τελικά, δύο μέρες μετά το συμβάν, καλείτε από τις Αρχές για να δώσει κατάθεση.
Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η κ. Αναξαγόρου στο philenews, το περιστατικό σημειώθηκε το περασμένο Σάββατο, όταν ένα πρόσωπο επικοινώνησε μαζί της με την επιθυμία να μεταβεί στο στούντιο της για να αγοράσει κάποιους πίνακες της. Η ίδια, όντας προβληματισμένη, έψαξε πριν από τη συνάντησή τους για το εν λόγω πρόσωπο και διαπίστωσε τότε ότι εμπλέκονταν σε υποθέσεις απάτης. «Υπήρξε καταζητούμενο για πάρα πολλές υποθέσεις», υπογράμμισε.
Όπως περιγράφει «έλαβα μια κλήση από έναν άγνωστο αριθμό. Ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής μου είπε ότι ήθελε να αγοράσει έργα μου και με ρώτησε αν θα ήμουν στο στούντιο. Μου είπε το όνομά του και ότι είναι ηθοποιός. Του απάντησα ότι ήμουν καθ’ οδόν και ότι μπορούσε να περάσει σε δέκα λεπτά. Κάτι δεν μου κόλλαγε. Έκανα μια γρήγορη αναζήτηση το όνομα που μου έδωσε στο Google και πάγωσα. Το όνομα ήταν παντού στα μέσα ενημέρωσης μαζί με τη φωτογραφία του. Καθώς και σε αναρτήσεις ότι είναι καταζητούμενος από την Αστυνομία. Σε δημοσιεύσεις που έλεγαν ότι είχε κλέψει χρήματα από μια 83χρονη στη Πάφο και ότι είχε εξαπατήσει ανθρώπους ξανά και ξανά».
Βάδισα προς το στούντιο, συνεχίζει, και κάλεσε την Αστυνομία. «Εξήγησα τι είχε συμβεί και ότι δεν ήξερα αν ήταν το ίδιο άτομο, αλλά η φωτογραφία ήταν δημόσια και θα μπορούσα και εγώ και οι ίδιοι να το εξακριβώσουν. Τους είπα ότι αν επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο, θα τους ειδοποιούσα. Ενημέρωσα και τη γειτόνισσά μου, της έδειξα τη φωτογραφία και της είπα “αν δω ότι είναι αυτός, κάλεσε αμέσως την αστυνομία”. Μπαίνω στο στούντιο. Έρχεται. Τον βλέπω. Είναι ο ίδιος με τις φωτογραφίες. Μόλις μπήκε στο εργαστήρι έκανα νόημα στην γειτόνισσα από το παράθυρο και κάλεσε αμέσως».
Οι στιγμές που ακολούθησαν, τρομακτικές. «Κρατάω την ψυχραιμία μου γιατί ήξερα ότι ήταν θέμα χρόνου να έρθει η Αστυνομία. Του μιλάω χαμογελαστά, προσποιούμαι ότι πιστεύω τις ιστορίες του. Μου λέει ότι είναι ο πρόεδρος του Θεάτρου Σκάλα. Ξέρω ότι ψεύδεται. Γνωρίζω τα άτομα στο Θέατρο Σκάλα προσωπικά. Μου λέει ότι θα ανοίξει ένα θεατρικό εργαστήρι στη Δεκέλεια και ότι πρέπει να πάω εκεί τη Δευτέρα ή την Τρίτη για να δω τον χώρο να με ξεναγήσει και να αποφασίσω για το μέγεθος των πινάκων που “θα μου παραγγείλει”. Ξέρω ότι λέει ψέματα. Αλλά έπρεπε να τον κρατήσω εκεί μέχρι να έρθει η Αστυνομία».
Τον καθυστερεί όσο μπορεί και τελικά βλέπει το περιπολικό να πλησιάζει. «Σταματάω τη συζήτηση. Τον έβαλα να καθίσει πλάτη για να μην δει το περιπολικό. Τον κοιτάζω στα μάτια και τον ρωτάω: “Με περνάς για ηλίθια;” Πανικοβάλλεται. Η Αστυνομία μπαίνει μέσα. Του ζητάνε τα στοιχεία του. Του είπα διαφορά, ότι έπρεπε να ντρέπεται να πουλά τον εαυτό του σαν καλλιτέχνη. Είπα του κάμποσα. Τον παίρνουν στο τμήμα. Νιώθω μια στιγμιαία ανακούφιση. Αλλά ακολουθεί η οργή».
Ο λόγος, όπως εξηγεί, είναι επειδή 45 λεπτά αργότερα οι αστυνομικοί επιστρέφουν και της ανακοινώνουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. «Δηλαδή, τι άλλο πρέπει να κάνει για να τον σταματήσουν;», διερωτάται για να λάβει την απάντηση ότι δεν είναι καταζητούμενος αυτή τη στιγμή.
«Αντιλαμβάνομαι ότι νομικά η Αστυνομία ήταν καλυμμένη, όμως δεν ήταν ηθικά», υπογράμμισε και πρόσθεσε ότι σήμερα έλαβε τηλεφώνημα από τις Αρχές για να μεταβεί σε αστυνομικό σταθμό και να δώσει κατάθεση.
Μάλιστα, προτού κληθεί για κατάθεση, η κ. Αναξαγόρου προχώρησε και σε δεύτερη ανάρτηση. «Ακόμη και αν η Αστυνομία υποστηρίζει ότι “δεν είναι καταζητούμενος” επί της παρούσης, η απουσία εντάλματος σύλληψης σε ισχύ, δεν συνεπάγεται ότι το άτομο δεν έχει διαπράξει αδικήματα ή ότι δεν αποτελεί πιθανόν κίνδυνο για τους πολίτες. Πιστεύω πως η Αστυνομία όφειλε τουλάχιστον να με ενημερώσει για τα δικαιώματά μου, να μου προσφέρει μέτρα προστασίας και να με καθησυχάσει. Δεν είμαι ούτε νομικός ούτε αστυνομικός για να τα γνωρίζω. Πράγμα το οποίο δεν έγινε ποτέ», ανέφερε και αναρωτήθηκε «Πώς με προστάτευσαν ακριβώς;».
Αναφέρει, επιπλέον, ότι υπήρχαν δυνατότητες. «Μπορούσαν να με καθοδηγήσουν στη λήψη περιοριστικών μέτρων. Μπορούσαν να δεχτούν επίσημη καταγγελία και να με ενημερώσουν για τη διαδικασία. Μπορούσαν να προβούν σε περιπολίες στο σημείο του περιστατικού, ειδικά δεδομένης της τοποθεσίας του στούντιο μου σε κεντρικό δρόμο της Λάρνακας. Σήμερα, η δική μου ασφάλεια πού ακριβώς βρίσκεται σε αυτή την εξίσωση; Γιατί η Αστυνομία δεν ενημέρωσε εξαρχής το κοινό ότι το συγκεκριμένο άτομο έχει απασχολήσει τις αρχές και η υπόθεση “έληξε”;»
Η ίδια μας εξηγεί, ότι γνωρίζει πως δεν υπάρχει εμπιστοσύνη από την κοινωνία προς τους θεσμούς, εντούτοις, θεώρησε χρέος της πέρα από την καταγγελία της, να αναρτήσει το περιστατικό στους λογαριασμούς της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ώστε να τα δουν οι πολίτες.
«Δεν ήθελα να τραβήξω την προσοχή, αλλά να ενημερώσω τον κόσμο για να προσέχει», θίγοντας την ίδια στιγμή και την απουσία αισθήματος ασφάλειας.
Το πρόσωπο, υπογραμμίζει, δεν την ενόχλησε ξανά. Ωστόσο, μετά την ανάρτησή της, πολλοί της έγγραψαν για τον συγκεκριμένο, ότι γνώριζαν υποθέσεις ή ακόμη χειρότερα ότι τους είχε εξαπατήσει.