Η έκθεση σε υπερβολική ζέστη ή κρύο μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία. Οι ειδικοί εξηγούν ποια είναι η ιδανική θερμοκρασία για το σπίτι μας, τόσο για τη σωματική υγεία όσο και για τη γενικότερη άνεσή μας. Ωστόσο, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι τόσο απλή.

Στη δεκαετία του 1860, ο Γερμανός γιατρός Carl Wunderlich πραγματοποίησε μετρήσεις σε περίπου 25.000 ανθρώπους και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μέση θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος είναι 37°C. Από τότε, αυτός ο αριθμός θεωρήθηκε το πρότυπο. Παρόλα αυτά, νεότερες έρευνες αμφισβητούν αυτή την εκτίμηση, σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC News.

Η θερμοκρασία του σώματος διαφέρει από άτομο σε άτομο, επηρεαζόμενη από παράγοντες όπως το φύλο, ο μεταβολισμός, οι ορμόνες, η σωματική δραστηριότητα, η ηλικία και η έμμηνος ρύση.

Η ιδανική θερμοκρασία για το σπίτι μας

Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους παράγοντες, ποια είναι η βέλτιστη θερμοκρασία για έναν εσωτερικό χώρο; Σε χώρες με εύκρατο ή ψυχρό κλίμα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά θερμοκρασία δωματίου τουλάχιστον 18°C για την προστασία από τις επιπτώσεις του κρύου.

Το κρύο περιβάλλον, ειδικά όταν είναι υγρό ή βροχερό, μπορεί να επιδεινώσει αναπνευστικά προβλήματα όπως το άσθμα, να αυξήσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και να επιδράσει αρνητικά στην ψυχική υγεία, προκαλώντας άγχος και κατάθλιψη.

Έρευνες που διεξήγαγε η Δημόσια Υγεία της Ουαλίας το 2022 και το 2023 έδειξαν ότι η ανησυχία των ανθρώπων για το κόστος θέρμανσης αυξήθηκε σημαντικά τους μήνες πριν από τον χειμώνα (από 57,2% σε 66,5%). Όταν ξεκίνησε η κρύα περίοδος, πολλοί μείωσαν τη θερμοκρασία των θερμοστατών τους και επέλεξαν να θερμάνουν επιλεκτικά συγκεκριμένους χώρους του σπιτιού, καταφεύγοντας σε εναλλακτικές λύσεις όπως κουβέρτες και θερμοφόρες.

Αντίστοιχα, η υπερβολική ζέστη αποτελεί επίσης κίνδυνο για την υγεία, ιδίως σε χώρες με υψηλές θερμοκρασίες. Η έκθεση σε υπερβολική ζέστη μπορεί να οδηγήσει σε θερμική εξάντληση και θερμοπληξία, προκαλώντας έντονη καταπόνηση στην καρδιά και τα νεφρά. Επιπλέον, η παρατεταμένη έκθεση σε υπερβολική θερμότητα μπορεί να επιδεινώσει υπάρχοντα προβλήματα υγείας και να επηρεάσει την ψυχική κατάσταση, συνδέοντας την υψηλή θερμοκρασία με αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας.

Ποιοι είναι πιο ευάλωτοι;

Παράγοντες όπως η εργασία και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση επηρεάζουν την έκθεση σε ακραίες θερμοκρασίες. Ορισμένες ομάδες πληθυσμού είναι ιδιαίτερα ευάλωτες, όπως τα βρέφη, τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι, καθώς έχουν μειωμένη ικανότητα ρύθμισης της θερμοκρασίας του σώματός τους.

Για παράδειγμα, το The Lullaby Trust στο Ηνωμένο Βασίλειο συνιστά η θερμοκρασία δωματίου για τα βρέφη να κυμαίνεται μεταξύ 16-20°C, καθώς η υπερθέρμανση σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο συνδρόμου αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Γι’ αυτό, οι ειδικοί συνιστούν στους γονείς να ελέγχουν τη θερμοκρασία του δωματίου με θερμόμετρα.

Οι ηλικιωμένοι, από την άλλη πλευρά, ενδέχεται να χρειάζονται υψηλότερη θερμοκρασία στους εσωτερικούς χώρους, καθώς έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία σώματος σε κατάσταση ηρεμίας συγκριτικά με τους νεότερους ενήλικες. Επιπλέον, η λήψη φαρμάκων ή η ύπαρξη χρόνιων παθήσεων, όπως ο διαβήτης, μπορεί να μειώσει την ικανότητα του σώματος να προσαρμόζεται στις θερμοκρασιακές αλλαγές. Ακόμα και θερμοκρασίες γύρω στους 18°C μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο υποθερμίας.

Έρευνες έχουν δείξει ότι οι ηλικιωμένες γυναίκες (70-95 ετών) εμφανίζουν καλύτερη σωματική απόδοση σε περιβάλλον με θερμοκρασίες 25°C, συγκριτικά με χαμηλότερες θερμοκρασίες όπως οι 15°C.

Βιολογικές και ορμονικές διαφορές μεταξύ φύλων

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην αντίληψη της θερμοκρασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, λόγω βιολογικών και ορμονικών παραγόντων. Η έμμηνος ρύση επηρεάζει τη θερμοκρασία του σώματος, η οποία αυξάνεται στην ωχρινική φάση του κύκλου. Παρόμοια, η εγκυμοσύνη και τα αντισυλληπτικά που περιέχουν προγεστερόνη αυξάνουν τη θερμοκρασία του πυρήνα του σώματος.

Παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν υψηλότερη θερμοκρασία σώματος, τείνουν να αισθάνονται το κρύο περισσότερο από τους άνδρες. Αυτό οφείλεται στο μικρότερο μέγεθος του σώματος και στον χαμηλότερο μεταβολικό ρυθμό ηρεμίας, που μειώνει την παραγωγή θερμότητας σε ψυχρό περιβάλλον.

Η σημασία της σωστής θερμοκρασίας στον χώρο εργασίας και στον ύπνο

Η θερμοκρασία στον χώρο εργασίας είναι καθοριστική τόσο για την υγεία όσο και για την παραγωγικότητα. Το θερμικό στρες μπορεί να μειώσει τη φυσική ικανότητα εργασίας και τις γνωστικές επιδόσεις. Οι εργαζόμενοι που εκτίθενται σε ακραίες θερμοκρασίες – είτε λόγω κακής μόνωσης στα γραφεία είτε λόγω απαιτήσεων εργασίας σε εξωτερικούς χώρους – διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο τραυματισμού, ψυχικού στρες και παθήσεων.

Για τον ύπνο, μια δροσερή θερμοκρασία δωματίου μεταξύ 16-18°C θεωρείται ιδανική για σωστή ξεκούραση. Οι ηλικιωμένοι μπορεί να νιώθουν πιο άνετα σε θερμοκρασίες ελαφρώς υψηλότερες, γύρω στους 20°C. Ωστόσο, εάν το περιβάλλον είναι υπερβολικά ζεστό, μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά η ποιότητα του ύπνου.

ΚΥΠΕ