Με σαχλό ανέκδοτο έμοιαζε η σημερινή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών.

Στο επίκεντρο βρέθηκαν οι μηχανισμοί της Πολιτείας ώστε να επιβληθούν κυρώσεις σε έξι εταιρείες που με δικαστική βούλα είχαν συμμετοχή στο σκάνδαλο μιζών του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Πάφου.

Βάσει της καταδικαστικής απόφασης του Κακουργιοδικείου στις 18/2/2015 από τις εν λόγω κατασκευαστικές εταιρείες προήλθαν οι μίζες συνολικού ύψους πέραν του €1 εκατ., ωστόσο, ουδέποτε έγινε κάτι ώστε αυτές οι νομικές οντότητες να έχουν ουσιαστικές κυρώσεις ή έστω να αποκλειστούν από συμβάσεις του δημοσίου στο μέλλον. Μεσολάβησαν 10 χρόνια…

Το θέμα συζητήθηκε την περασμένη χρονιά (14/2/2024) πάλι σε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών, όπου διαφάνηκε η αδυναμία. Έναν χρόνο αργότερα, όμως, δηλαδή σήμερα, δεν άλλαξε τίποτα ουσιαστικό.

Το ΕΤΕΚ ακόμη εκδικάζει την υπόθεση με στελέχη των εν λόγω εταιρειών χωρίς να ολοκληρωθεί η διαδικασία, ενώ το Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων (νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου), που είναι το αρμόδιο Σώμα της Πολιτείας για να ελέγχει πειθαρχικά εργοληπτικές εταιρείες, δεν μπόρεσε να κάνει κάτι ουσιαστικό.

Επιπλέον, ούτε και η Επιτροπή Αποκλεισμού, όπως αποδείχθηκε μετά από ερώτημα-επισήμανση του βουλευτή Ανδρέα Πασιουρτίδη, επενέβη αυτεπαγγέλτως όπως προνοεί η νομοθεσία, ώστε να αποκλείσει κάποια από τις έξι εταιρείες από συμβάσεις με το δημόσιο. Μάλιστα, όπως ειπώθηκε σήμερα, η Επιτροπή Αποκλεισμού λειτουργεί με υπηρεσιακή σύνθεση, χωρίς το Υπουργείο Οικονομικών να διορίσει νέα στελέχη.

Όλα αυτά τα αρνητικά αναδείχθηκαν στη σημερινή συνεδρίαση, όπου είχαν προσκληθεί -μεταξύ άλλων- στελέχη του ΕΤΕΚ, του Συμβουλίου Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων και της Επιτροπής Αποκλεισμού.

Το μόνο θετικό είναι ότι όπως είπε η Ειρήνη Νεοφύτου, η οποία υπό την ιδιότητά της ως στέλεχος της Νομικής Υπηρεσίας συμμετέχει στο Συμβούλιο Εγγραφής και Ελέγχου (αντιπρόεδρος), ετοιμάζεται νομοθεσία για να υπερπηδηθούν τα εμπόδια και να μπορεί το Σώμα στο οποίο συμμετέχει να μπορέσει να χειριστεί υποθέσεις, όπως κι αυτή των εμπλεκόμενων εταιρειών με τις μίζες του ΣΑΠΑ.

Να θυμίσουμε ότι από τον Ιούνιο του 2015 το Συμβούλιο Εγγραφής κι Ελέγχου δεν κατάφερε να εκδικάσει πειθαρχικά τη συντριπτική πλειοψηφία των υποθέσεων σε βάρος των ενεχόμενων στο σκάνδαλο του ΣΑΠΑ εργοληπτικών εταιρειών και των τεχνικών τους διευθυντών. Τους απάλλαξε από κάθε ευθύνη λόγω κατάχρησης διαδικασίας.

Όπως είχε επεξηγηθεί και πέρσι, το Συμβούλιο ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απαρτίζεται από στελέχη που έχουν θητεία 30 μηνών, ενώ έκαστος αξιωματούχος μπορεί να έχει μέχρι και δυο θητείες. Το εν λόγω γεγονός προβλήθηκε ως ελαφρυντικό, για να επεξηγηθεί ότι δεν μπορούσε η πειθαρχική διαδικασία να συνεχιστεί με διαφορετική σύνθεση του συμβουλίου (βλ. διάρκεια θητείας και περιορισμό στους επαναδιορισμούς).

Οι βουλευτές-μέλη της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών εξέφρασαν δυσαρέσκεια για το γεγονός, δεν απέφυγαν την αυτοκριτική, ενώ μίλησαν για εξέταση ενδεχομένου να δημιουργηθεί άλλο Σώμα, ώστε να μπορεί να επέμβει σε τέτοιες περιπτώσεις.

Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του Ζαχαρία Κουλία, ο οποίος έκανε λόγο για ίδρυση μόνιμου πειθαρχικού οργάνου ώστε να χειρίζεται τέτοια ζητήματα. Τα ίδια ανέφερε και ο βουλευτής και πρόεδρος της επιτροπής Θεσμών, Δημήτρης Δημητρίου. «Να νομοθετήσουμε να γίνει ενιαίο όργανο να τα εξετάζει όλα και να τελειώνουμε. Γιατί κοροϊδευόμαστε; Η αξιοπιστία όλων πάει περίπατο. Και βγαίνουν και οι ιδιώτες και μας κοροϊδεύουν. Μας λένε ότι είναι τα θύματα της υπόθεσης (σ.σ. του ΣΑΠΑ). Μας λένε ότι βοήθησαν τους θεσμούς…», είπε χαρακτηριστικά προς το τέλος της συνεδρίασης.

Με βάση την επίμαχη υπόθεση του Κακουργιοδικείου για το ΣΑΠΑ, οι καταδικασθέντες Βέργας και Μαληκίδης είχαν λάβει από τις εργοληπτικές εταιρείες που συμβλήθηκαν με το ΣΑΠΑ το συνολικό ποσό των €520.000 και €498.000, αντιστοίχως (μετά τη σύλληψή τους, τα περισσότερα είχαν επιστραφεί). Τα συνδεδεμένα με αυτές τις εταιρείες πρόσωπα, ήταν μάρτυρες κατηγορίας στην υπόθεση. Τότε, είχε ξεκαθαριστεί πως έστω κι αν δεν κατηγορηθούν ποινικά, θα λογοδοτήσουν πειθαρχικά.