Πήραν τα πάνω τους τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα πανευρωπαϊκά, ενώ στην Κύπρο σε διάστημα πέντε ετών, ο αριθμός των περιστατικών που καταγράφονται σε ετήσια βάση, σε κάποιες περιπτώσεις, έχει τριπλασιαστεί με τη σύφιλη, τα χλαμύδια και τη γονόρροια να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή.

Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων (ECDC) σε έκθεση του που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές της περασμένης εβδομάδας, τονίζει, μάλιστα, ότι από τα δεδομένα που καταγράφονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο προκύπτουν και συμπεράσματα τα οποία προβληματίζουν καθώς σχετίζονται με την μικροβιακή αντοχή και την αποτελεσματικότητα των διαθέσιμων, αυτή τη στιγμή, για τη διαχείριση των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, αντιβιοτικών. Για την Κύπρο, οι σχετικοί πίνακες που περιλαμβάνονται στην έκθεση του ECDC καταδεικνύουν αύξηση σε τρία από τα πέντε συνολικά σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα για τα οποία γίνεται ετήσια καταγραφή περιστατικών.

Σε ό,τι αφορά τη σύφιλη, στην Κύπρο το 2019 καταγράφονταν 31 περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού. Το 2020 ο αριθμός των περιστατικών ανά 100.000 πληθυσμού ανέβηκε στα 43, το 2021 στα 92. Το 2022 παρουσιάστηκε μείωση με 72/100.000 ωστόσο το 2023 ο αριθμός των περιστατικών ανέβηκε στα 95/100.000.

Για τη γονόρροια, σύμφωνα με το δεδομένα, το 2019 στην Κύπρο καταγράφονταν 2 περιστατικά ανά 100.000 πληθυσμού. Το 2021 ο αριθμός των περιστατικών ανά 100.000 πληθυσμού ανέβηκε στα 7, το 2021 έπεσε στα 5, το 2022 ωστόσο ανέβηκε στα 13/100.000 και το 2023 στα 25/100.000.

Για τα χλαμύδια, στην Κύπρο, σύμφωνα με τον σχετικό πίνακα το 2019 καταγραφόταν ένα περιστατικό ανά 100.000 πληθυσμού, το 2020 ο αριθμός των περιστατικών ανά 100.000 πληθυσμού έφθασε τα 4, το 2021 τα 5, το 2022 παρουσιαστήκε σημαντική αύξηση με 10/100.000 και το 2023 ο αριθμός των περιστατικών ανά 100.000 πληθυσμού εκτοξεύθηκε στα 63.

Σε ό,τι αφορά την συγγενή σύφιλη και το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα η Κύπρος κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης πενταετίας παρουσίασε πολύ μικρό αριθμό περιστατικών.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με την έκθεση του ECDC καταγράφεται συνεχής αύξηση σε όλα τα κράτη της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Σημαντικές αυξήσεις παρατηρήθηκαν στις περιπτώσεις σύφιλης και γονόρροιας το 2023, σε σχέση με το 2022, συνεχίζοντας την αυξητική τάση που παρατηρήθηκε το 2022. Εκτός από την αύξηση του αριθμού των αναφερόμενων περιπτώσεων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων», τονίζει το ECDC, «ιδιαίτερη ανησυχία υπάρχει για την αυξανόμενη απειλή της μικροβιακής αντοχής (AMR) στη γονόρροια.  Η εμφάνιση ανθεκτικών στα φάρμακα στελεχών απειλεί την αποτελεσματικότητα των τρεχουσών θεραπειών, καθιστώντας ζωτικής σημασίας την έμφαση στην πρόληψη και την προώθηση της υπεύθυνης χρήσης αντιβιοτικών».

Σε ό,τι αφορά τα στατιστικά δεδομένα, «οι τάσεις για όλα τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα που επιτηρούνται καταδεικνύουν την ανάγκη για άμεση δράση για την πρόληψη περαιτέρω μετάδοσης και τον μετριασμό των επιπτώσεων των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων στη δημόσια υγεία». Το 2023, αναφέρθηκαν σχεδόν 100.000 επιβεβαιωμένα κρούσματα γονόρροιας σε χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ, σημειώνοντας αύξηση 31% σε σύγκριση με το 2022 και εντυπωσιακή αύξηση άνω του 300% σε σύγκριση με το 2014.

«Αυτή η αύξηση παρατηρήθηκε σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες και δημογραφικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων ανδρών που κάνουν σεξ με άνδρες και γυναίκες (MSXM)». Τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των γυναικών ήταν στην ηλικιακή ομάδα 20 έως 24 ετών και «αυτή είναι επίσης η ομάδα με τη μεγαλύτερη αύξηση το 2023 (46%)». Για τους άνδρες, «τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στην ηλικιακή ομάδα 25 έως 34 ετών».

Για τη σύφιλη, «το 2023, αναφέρθηκαν 41.051 επιβεβαιωμένα κρούσματα σε 29 χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ, που αντιπροσωπεύουν αύξηση 13% σε σύγκριση με το 2022 και διπλασιασμό σε σύγκριση με το 2014». Η σύφιλη είναι πιο συχνή στους άνδρες, «με επτά άνδρες να διαγιγνώσκονται για κάθε γυναίκα». Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στους άνδρες ηλικίας 25 έως 34 ετών.

Σε ό,τι αφορά τα χλαμύδια το ECDC αναφέρει ότι «παρά την επιβράδυνση της αύξησης των περιστατικών, η νόσος εξακολουθεί να είναι το πιο συχνά αναφερόμενο βακτηριακό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα στην Ευρώπη». Το 2023, «αναφέρθηκαν περισσότερα από 230.000 κρούσματα σε χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ, που αντιπροσωπεύουν αύξηση 13% από το 2014. Η μόλυνση συνεχίζει να επηρεάζει δυσανάλογα τους νέους, με τα υψηλότερα ποσοστά στις γυναίκες ηλικίας 20 έως 24 ετών.  

Κίνδυνοι για την υγεία ή την ανθρώπινη ζωή

Το ECDC τονίζει «τη σημασία των προληπτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων ποσοστών σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων. Η συνεχής χρήση προφυλακτικών για κολπικό, πρωκτικό και στοματικό σεξ είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη».

Τα άτομα που εμφανίζουν συμπτώματα σεξουαλικά μεταδιδόμενων λοιμώξεων, «συμπεριλαμβανομένου του πόνου κατά την ούρηση, των εκκρίσεων από το πέος, του κόλπου ή του πρωκτού ή πόνο στο κάτω μέρος του στομάχου, συνιστάται να υποβάλουν εξετάσεις. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν έλκος ή εξάνθημα γύρω από την περιοχή των γεννητικών οργάνων, το στόμα ή τον πρωκτό».

Καθώς είναι πιθανό ένα άτομο να πάσχει από κάποιοι σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα και να μην το γνωρίζει λόγω μη εμφάνισης συμπτωμάτων, αναφέρεται στην έκθεση, οι πολίτες «ενθαρρύνονται να υποβάλλονται σε εξετάσεις. Ειδικά οι νέοι με περιστασιακούς ή πολλαπλούς σεξουαλικούς συντρόφους. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία είναι απαραίτητες για την πρόληψη περαιτέρω μετάδοσης και πιθανών επιπλοκών».

Τα πέντε νοσήματα που επιτηρούνται και οι επιπτώσεις τους

Γονόρροια: Η γονόρροια προκαλείται από το βακτήριο Neisseria gonorrhoeae και αφορά όλα τα σεξουαλικά ενεργά άτομα. Μεταδίδεται κατά την σεξουαλική επαφή είτε από τη μητέρα στο νεογνό κατά τον τοκετό. Η λοίμωξη είναι συχνότερη σε νεαρά άτομα, άντρες που κάνουν σεξ με άντρες, άτομα με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους και άτομα που δεν χρησιμοποιούν προφυλακτικό. Μεταξύ 2014 και 2023, το ποσοστό μετάδοσης αυξήθηκε κατά 321%. Το ποσοστό που καταγράφηκε το 2023 «είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί από την έναρξη της ευρωπαϊκής επιτήρησης των σεξουαλικά μεταδιδόμενων λοιμώξεων το 2009».

Χλαμύδια: Τα χλαμύδια είναι μία ομάδα βακτηρίων. Είναι το συχνότερο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα και είναι ιδιαιτέρως συχνά ανάμεσα σε νεαρής ηλικίας άτομα. Μπορεί να προσβάλουν διάφορα όργανα του σώματος αναλόγως με το είδος τους. Εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα, στον φάρυγγα, στο στόμα, στον τράχηλο, στην ουρήθρα, στις σάλπιγγες, στην επιδιδυμίδα και στα μάτια (επιπεφυκίτιδα). Περίπου το 80% των γυναικών και το 50% των ανδρών παραμένουν ασυμπτωματικοί όταν κολλάνε τη λοίμωξη. Αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές, η κυριότερη των οποίων είναι η στειρότητα.

Σύφιλη: Η σύφιλη προκαλείται από το βακτήριο Treponema pallidum. Μεταδίδεται μέσω σεξουαλικής επαφής, μέσω επαφής με δερματικές βλάβες, από τη μητέρα στο νεογνό, μέσω παραγώγων αίματος ή κατά τη μεταμόσχευση συμπαγών οργάνων. «Τα αναφερθέντα ποσοστά σύφιλης ήταν επτά φορές υψηλότερα στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες και υψηλότερα στους άνδρες ηλικίας 25–34 ετών (43 περιπτώσεις ανά 100.000 πληθυσμού)».
Συγγενής σύφιλη: Η συγγενής σύφιλη αφορά τη μόλυνση του εμβρύου από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της κύησης – τοκετού. Μπορεί ανάλογα και το μήνα της εγκυμοσύνης που έγινε η μόλυνση να οδηγήσει σε αποβολή, ενδομήτριο θάνατο ή νόσηση του εμβρύου με συγγενή σύφιλη.

Αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα: Προκαλεί φουσκάλες στα γεννητικά όργανα και ακολούθως οδηγεί σε διογκωμένους, επώδυνους λεμφαδένες στη βουβωνική χώρα, τη λεκάνη ή το ορθό. Τα αντιβιοτικά μπορούν συνήθως να θεραπεύσουν το αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα, αλλά αν αφεθεί χωρίς θεραπεία, μπορεί να προκαλέσει μακροπρόθεσμη βλάβη στο λεμφικό σύστημα, ενώ αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης HIV και άλλων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.