Το Εφετείο ανέτρεψε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία αρνήθηκε την κράτηση αστυνομικού υπόπτου για υπόθεση δεκασμού, ωστόσο η απόφαση δεν έχει πλέον αντίκρισμα αφού οι έρευνες έχουν ολοκληρωθεί.

Πέραν του γεγονότος ότι έγινε δεκτή η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα, το Εφετείο επέκρινε πλειστάκις το πρωτόδικο Δικαστήριο για την κρίση του σε σειρά ζητημάτων που τέθηκαν κατά τη διαδικασία προσωποκράτησης.

Η υπόθεση αφορά στην καταγγελία γυναίκας κατά μέλους της Αστυνομίας ότι του έδωσε ποσό €600 για τη ζημιά σε πινακίδα που προξένησε μετά από τροχαίο με σκοπό να αποζημιωθεί ο καταστηματάρχης, ενώ τέτοια ζημιά, όπως υπάρχει ισχυρισμός, δεν υπήρξε.

Ο εν λόγω αστυνομικός συνελήφθη προς διευκόλυνση των ανακρίσεων για σοβαρά αδικήματα από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και ζητήθηκε η κράτησή του, αίτημα όμως που απορρίφθηκε από Δικαστήριο στην Πάφο, επί τω ότι δεν κατεδείχθη η ύπαρξη εύλογης και γνήσιας υπόνοιας για διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και ο κίνδυνος επηρεασμού του ανακριτικού έργου.

Στην απόφαση των τριών δικαστών του Εφετείου σχολιάζεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εξής: Θα πρέπει να πούμε πως θεωρούμε τουλάχιστον ατυχές, το κατά τα άλλα σαφές υπονοούμενο, ότι η κατάθεση της παραπονούμενης ήταν «απλές κουβέντες».

Για σκοπούς ενός τέτοιου σταδίου ως «κουβέντες» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οποιεσδήποτε τυχόν διαδόσεις, φήμες ή και προφορικοί ενδεχομένως ισχυρισμοί κάποιου, χωρίς προοπτική γραπτής κατάθεσης. Εδώ όμως η εκδοχή της παραπονούμενης είχε υπερβεί αυτό το επίπεδο. Η κατάθεσή της ήταν γραπτή, απέδιδε σοβαρά αδικήματα σε μέλος της Αστυνομίας μετά από την εμπλοκή της ίδιας σε τροχαίο και η καταγγελία της διερευνάτο από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της Αστυνομία.

Ούτε βέβαια, συνεχίζει το Εφετείο, είχε οποιαδήποτε σχέση ή σημασία το ότι αυτό που είχε στην κατοχή της η Αστυνομία ήταν «μόνον η κατάθεση ενός προσώπου». Ποτέ δεν έχει τεθεί ή αναγνωριστεί τέτοιος κανόνας ή προϋπόθεση για την παραπομπή υπόπτου σε αστυνομική κράτηση. Όπως έχουμε εξηγήσει πρόσφατα, ο παλιός κανόνας «εις μάρτυς, ουδείς μάρτυς» έχει καταργηθεί και εκτός εξαιρέσεων, δεν ισχύει πλέον ούτε καν σε κανονική ακροαματική διαδικασία, πόσω δε μάλλον σε μια διαδικασία προσωποκράτησης.

Η κάθετη διαφωνία του Εφετείου με το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεχίζεται και περαιτέρω, αφού τονίζεται ότι «με κάθε σεβασμό, έχουμε την άποψη πως οι πιο πάνω καταγεγραμμένες αντιλήψεις επηρέασαν την κρίση της πρωτόδικης Δικαστού. Σε βαθμό μάλιστα που προχώρησε σε αξιολογικές κρίσεις τόσο της μαρτυρίας όσο και της αξιοπιστίας της παραπονούμενης, ασφαλώς ανεπίτρεπτες σε ένα τέτοιο στάδιο.

Τέτοιες είναι κατ’ αρχάς η, (με παραπομπή στην παραπονούμενη), αναφορά της πρωτόδικης Δικαστού ότι «η ίδια υποτίθεται πως άφησε πάνω στο γραφείο του υπόπτου €600» και κατά δεύτερον η αμέσως επόμενη φράση ότι η παραπονούμενη έλεγε το πιο πάνω «χωρίς να θυμάται και οτιδήποτε άλλο σχετικά».

Μετά τις διαπιστώσεις αυτές ακύρωσε την απόφαση να αφεθεί ελεύθερος ο αστυνομικός, ωστόσο εξέλειπε πλέον ο λόγος της κράτησης του, αφού οι έρευνες έχουν προχωρήσει.