Στη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για την εξαγωγή της ταχύτητας, βασίστηκε η αντεξέταση του βασικού μάρτυρα, επικεφαλής της ανακριτικής ομάδας και εμπειρογνώμονα της Τροχαίας Λεμεσού, λοχία Σταύρου Κυριάκου, κατά την χθεσινή διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, όπου εκδικάζεται το τετραπλό θανατηφόρο δυστύχημα που σημειώθηκε πέρσι στη συμβολή των οδών Γιάννου Κρανιδιώτη και Αγίας Αναστασίας στα Πολεμίδια.

Η διαδικασία της αντεξέτασης από τον δικηγόρο του κατηγορουμένου οδηγού, Λάμπρο Πιερή, διήρκεσε περίπου μιάμιση ώρα. Ο μάρτυρας δέχθηκε πλήθος ερωτήσεων και υποβολών από τον δικηγόρο, με βασικό θέμα τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την εξακρίβωση της ταχύτητας του οδηγού. Η υπεράσπιση αμφισβήτησε τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε από τους εξεταστές, ειδικότερα από τον εμπειρογνώμονα, υποστηρίζοντας ότι η μέθοδος ήταν λανθασμένη.

Ο εμπειρογνώμονας ανέφερε αρχικά, ότι την ίδια μέθοδο εφάρμοσε και σε άλλο θανατηφόρο δυστύχημα στον αυτοκινητόδρομο, όπου Ρώσος οδηγός καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία.

Ένα από τα κύρια σημεία της αντεξέτασης επικεντρώθηκε στην ανάλυση του βίντεο που κατέγραψε τη μοιραία σύγκρουση, σε σύγκριση με το βίντεο της αναπαράστασης. Ο δικηγόρος υποστήριξε ότι η ανάλυση δεν έγινε με τη σωστή μέθοδο «frame by frame», ισχυριζόμενος ότι υπάρχει σφάλμα της τάξης του 20%.

Με υποβολές περί χρήσης της «κοινής λογικής» από τον εξεταστή, η υπεράσπιση ρώτησε τον μάρτυρα αν είχε προβεί σε άλλη εξέταση που να επιβεβαιώνει τη μέθοδο με φυσικούς ή μαθηματικούς όρους. Ο μάρτυρας απάντησε ότι η ταχύτητα είχε υπολογιστεί με ακρίβεια, καθώς επιβεβαιώθηκε και από συνάδελφό του που τη μέτρησε με τη χρήση ραντάρ.

Αναφέρθηκε ότι η εξαγωγή της ταχύτητας έγινε από την ΥΠΕΓΕ, η οποία χρησιμοποίησε το βίντεο από το πρατήριο καυσίμων για τη διαδικασία μέτρησης. Σε ερώτηση αν υπήρξε συνεννόηση με την ΥΠΕΓΕ για άλλες μεθόδους, ο μάρτυρας απάντησε ότι τους ενημέρωσε για την επιλεγείσα μέθοδο, η οποία θεωρήθηκε τεκμηριωμένη και ορθή. Ωστόσο, όταν ρώτησε αν μπορούσε να εφαρμοστεί επιπλέον η μέθοδος «frame by frame», η απάντηση ήταν ότι δεν μπορούσαν να του την παρέχουν.

Ο δικηγόρος της υπεράσπισης υπέβαλε στον μάρτυρα ότι σε κανένα στάδιο της διερεύνησης δεν υπήρχε επιστημονικός τρόπος επιβεβαίωσης της μεθόδου, χαρακτηρίζοντάς τη «επιστημονικά απαράδεκτη», ειδικά για μια τόσο σοβαρή υπόθεση που αφορά την κατηγορία της ανθρωποκτονίας. Ο μάρτυρας ερωτήθηκε για τις μετρήσεις της ταχύτητας, αν αυτές επαναλήφθηκαν και πόσες φορές πραγματοποιήθηκαν.

Όσον αφορά τον υπολογισμό της ταχύτητας, η υπεράσπιση ισχυρίστηκε ότι το αποτέλεσμα περιέχει λάθος 20% για μία μόνο μέτρηση. Επιπλέον, υποστήριξε ότι η εισήγηση για κατηγορία ανθρωποκτονίας βασίστηκε στο χρονικό διάστημα από την αλλαγή του σηματοδότη στο πορτοκαλί μέχρι τη διέλευση με κόκκινο. Ο μάρτυρας απέρριψε τους ισχυρισμούς περί λανθασμένων δεδομένων, τονίζοντας ότι τόσο ο ίδιος όσο και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκαλυφθεί η αλήθεια.

Η υπεράσπιση υποστήριξε επίσης ότι η επιστημονική ομάδα που διερεύνησε την υπόθεση είναι «επιστημονικά ανεπαρκής», με τον μάρτυρα να εκφράζει τη λύπη του για τον χαρακτηρισμό αυτόν.

Μεταξύ άλλων, ο μάρτυρας ρωτήθηκε για δηλώσεις του υπευθύνου της Τροχαίας Λεμεσού, κ. Χαραλάμπους, μετά τη νεκροψία των θυμάτων. Σύμφωνα με την υπεράσπιση, ο κ. Χαραλάμπους είχε αναφέρει ότι αν τα θύματα φορούσαν τις ζώνες ασφαλείας τους, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό.

Ο εμπειρογνώμονας απάντησε ότι «μέσα από τις έρευνές μας και ακόμη και μέσα από τη διαδικασία μεγίστης εμπλοκής που έκανε ο συνάδελφος, διαπιστώθηκε ότι το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου είχε εισχωρήσει 50 εκατοστά μέσα στο αυτοκίνητο των θυμάτων. Ουσιαστικά, ήταν σαν να ήρθε σε επαφή το ίδιο το όχημα με τα σώματα των θυμάτων. Με αυτή την ταχύτητα, είμαι της άποψης (αν και είναι υποθετικό το σενάριο αν φορούσαν ή όχι ζώνη) ότι το δικαίωμα ζωής των θυμάτων ήταν ελάχιστο. Ήταν τόσο τεράστια η ταχύτητα του οχήματος του κατηγορουμένου, που δεν δίνεις σχεδόν καμία πιθανότητα ζωής με 108 χλμ, όταν κτυπάς όχημα που στρίβει προς τα δεξιά».

Η Κατηγορούσα Αρχή ολοκλήρωσε την υπόθεσή της και απομένει πλέον η υπεράσπιση να καλέσει τους μάρτυρες που επιθυμεί να εξετάσει.