Δεκτή έγινε η έφεση που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας εναντίον πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (μονομελής σύνθεση) με την οποία είχε ακυρωθεί διάταγμα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας υπόπτου.
Το εν λόγω ένταλμα είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αναφορικά με υπόθεση εμπορίας ναρκωτικών και συγκεκριμένα κάνναβης και κοκαΐνης τον Σεπτέμβριο του 2023. Συγκεκριμένα, στις 19/9/2023 όχημα που οδηγούσε ο εφεσίβλητος ανακόπηκε για έλεγχο από μέλη της ΥΚΑΝ, όταν το αυτοκίνητο εξερχόταν από το κοιμητήριο του χωριού Πέρα Ορεινής. Σε ελέγχους στο αυτοκίνητο, αλλά και στην οικία του οδηγού εντοπίστηκαν τα ναρκωτικά και άλλα τεκμήρια.
Το προαναφερθέν διάταγμα πρόσβασης σε επικοινωνία ακυρώθηκε, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ΥΚΑΝ δεν έθεσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου οτιδήποτε από το οποίο να προέκυπτε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι ιδιωτική επικοινωνία του υπόπτου συνδέεται ή είναι συναφής με το υπό διερεύνηση αδίκημα.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, εκπροσωπούμενος από τους Δικηγόρους της Δημοκρατίας Α΄ Ανδρέα Αριστείδη και Έρια Παπαλοίζου, άσκησε έφεση υποστηρίζοντας ότι δεν θα μπορούσε εκ των προτέρων και χωρίς προηγούμενη πρόσβαση στην επικοινωνία, κάτι για το οποίο ήταν απαραίτητη η έκδοση του εντάλματος, να υφίστατο μαρτυρία που να εξειδίκευε την αναζητούμενη επικοινωνία, ώστε να ετίθετο από την Αστυνομία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Η υποθεση δικάστηκε ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, που λειτουργούσε ως Εφετείο με τριμελή σύνθεση. Σήμερα με απόφαση της πλειοψηφίας των Δικαστών Ιωάννη Ιωαννίδη και Έλενας Εφραίμ, η πρωτόδικη απόφαση ακυρώθηκε και το ακυρωθέν Ένταλμα Πρόσβασης σε Επικοινωνία του υπόπτου αναβίωσε.
Στην απόφαση της πλειοψηφίας σημειώνεται, ανάμεσα σ΄ άλλα: «Να σημειώσουμε πως η ιδιωτική επικοινωνία, κατ΄ αντίθεση με την δημόσια, δεν είναι επικοινωνία που αναμένεται να είναι γνωστή στις ανακριτικές αρχές εκ των προτέρων, για να την συγκεκριμενοποιούν στο μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει το αίτημα για την έκδοση δικαστικού εντάλματος πρόσβασης σε καταγεγραμμένο ιδιωτικής επικοινωνίας (…) Ως ελέχθη, ο εφεσίβλητος φέρεται την ίδια ώρα να κατείχε εντός του εν κινήσει αυτοκίνητού του, τόσο τα ναρκωτικά με σκοπό την προμήθειά τους σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα, όσο και το κινητό τηλέφωνο με δυο κάρτες sim (…)».
Και συνεχίζει η απόφαση για το επίδικο ζήτημα: «Το ερώτημα τώρα που εγείρεται είναι κατά πόσο από το μαρτυρικό υλικό, προέκυπτε η ισχυρή εντύπωση ότι υπήρχε η πιθανότητα ο εφεσίβλητος να χρησιμοποίησε το κινητό του τηλέφωνο για σκοπούς της κατοχής των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα. Με άλλα λόγια, ήταν επιτρεπτό για το κατώτερο Δικαστήριο, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιόν του, να καταλήξει εκεί που κατέληξε, ότι δηλαδή συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του νόμου για έκδοση του συγκεκριμένου εντάλματος; Επαναλαμβάνουμε, εν προκειμένω, η συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία αφορά στην επικοινωνία του ίδιου του εφεσίβλητου, δηλαδή του προσώπου που κατείχε, μαζί με τα ναρκωτικά, κινητό τηλέφωνο εντός του εν κινήσει αυτοκινήτου του για όχι ευκαταφρόνητο χρονικό διάστημα».
Οι Δικαστές Ιωανννίδης και Εφραίμ, καταλήγουν, σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα: «Θεωρούμε όμως πως αθροιστικά αποτιμόμενα αποκάλυπταν εύλογη υποψία ή πιθανότητα ο εφεσίβλητος να είχε με τη συνεπιβάτιδά του (η οποία, επαναλαμβάνουμε, είχε κατείχε δυο κινητά τηλέφωνα) είτε με τρίτο είτε με τρίτα πρόσωπα, μέσω του κινητού τηλεφώνου που αυτός κατείχε τη δεδομένη χρονική στιγμή, ιδιωτική επικοινωνία η οποία να συνδέεται ή να είναι συναφής με το σοβαρό αδίκημα της κατοχής, εντός του εν κινήσει αυτοκινήτου, της μεγάλης ποσότητας των ναρκωτικών, με σκοπό την προμήθεια αυτών σε τρίτο ή τρίτα πρόσωπα».
Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης, η Αστυνομία δύναται να έχει πρόσβαση στην ιδιωτική επικοινωνία του υπόπτου, το περιεχόμενο της οποίας μπορεί πλέον να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον του.