Ένα μείζον θέμα που αφορά στον δικηγορικό κόσμο κρίνεται σύντομα από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το ζήτημα αφορά στο κατά πόσον οι δικηγόροι μπορούν να αμφισβητούν στο Δικαστήριο ποινές που τους επιβάλλονται από το Συμβούλιο τους που ενεργεί ως εποπτική αρχή.
Δικηγορική εταιρεία προσέφυγε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ζητώντας άδεια για ν’ ακυρώσει ποινή που της επέβαλε το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, ο Σύλλογος ενεργώντας ως εποπτική αρχή εξέδωσε απόφαση εναντίον των αιτητών (δικηγορικής εταιρείας), με την οποία κρίθηκε ότι παραβίασαν πρόνοιες του Νόμου, επιβάλλοντας σε αυτούς χρηματική ποινή ύψους €16.000. Οι αιτητές, αντιδρώντας, προσέφυγαν στο Διοικητικό Δικαστήριο, αξιώνοντας την ακύρωση του υπό αναφορά προστίμου, καθώς επίσης και οποιασδήποτε πράξης προηγήθηκε της επιβολής του.
Κρίθηκε, πρωτοδίκως, ότι το Συμβούλιο δεν ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έτσι ώστε να μπορεί να ασκήσει δικαιοδοσία το Διοικητικό Δικαστήριο, κρίση που επικυρώθηκε κατ΄ έφεσιν. Το Εφετείο, θέτοντας ως κεντρικό ζητούμενο, το κατά πόσον η προσβληθείσα απόφαση προερχόταν από όργανο, αρχή ή πρόσωπο εν τη εννοία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, η οποία να είναι δεκτική ελέγχου από το Διοικητικό Δικαστήριο και παραθέτοντας σχετική επί του θέματος νομολογία, σημείωσε ότι έχει επανειλημμένα κριθεί πως ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος δεν ενεργεί στο χώρο του δημοσίου δικαίου και, ως εκ της φύσεώς του, δεν είναι όργανο ή αρχή που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, εμπίπτουσα στα όρια του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δικαιολογείται η παρεμβολή του προς καθορισμό της φύσης των πράξεων του Συμβουλίου ως Εποπτικής Αρχής υπό το πρίσμα και εν τη εννοία των Άρθρων 2 και 59(ε) του Νόμου και του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Κατά προέκταση, το όλο θέμα συνιστά και ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, δεδομένου ότι αφορά το σύνολο των μελών του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και, ιδίως, αφού άπτεται του δικαιώματος παροχής ένδικου μέσου προς αμφισβήτηση καταδίκης και ποινής που επιβάλλεται από το Συμβούλιο. Ως απόρροια των πιο πάνω, αναφέρουν οι εννιά δικαστές του Συνταγματικού, κρίνεται ότι τεκμηριώθηκαν οι προϋποθέσεις παροχής άδειας προς ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 9(2)(γ), ούτως ώστε να ακουστεί επί της ουσίας η αίτηση. Η ακρόασή της ορίστηκε για τις 2 Απριλίου 2024.