Πρωτοφανής αίτηση καταχωρήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία αιτήτριες ζήτησαν διάταγμα εκταφής της σορού του πατέρα τους, ο οποίος απεβίωσε το 2006, για να λάβουν γενετικό υλικό από τα οστά του. Η επαρχιακός Δικαστής, Ντόρια Βαρωσιώτου, απέρριψε το αίτημα υπογραμμίζοντας στην απόφασή της, ότι δεν παρέχεται σε επαρχιακό Δικαστή που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία, τέτοια εξουσία από τον νόμο. Οι αιτήτριες καταχώρησαν έφεση και αναμένεται εντός των επόμενων ημερών η απόφαση του Εφετείου στις αντικρουόμενες όπως φαίνεται αποφάσεις των επαρχιακών Δικαστών.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, ο παππούς των αιτητριών ήταν αγνώστου πατρός. Οι αιτήτριες και τα ξαδέρφια τους έλαβαν πληροφορία ότι ο παππούς τους ήταν κάποιος Τουρκοκύπριος. Κατά το 2024, καταχώρησαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και εξασφάλισαν διάταγμα εκταφής με σκοπό τη λήψη γενετικού υλικού από τα οστά του Τουρκοκύπριου για να εξακριβώσουν την πληροφορία αναφορικά με τη συγγένεια τους μαζί του. Οι γενετικές εξετάσεις έδειξαν πως ο Τουρκοκύπριος είναι 99.9% παππούς τους.
Οι αιτήτριες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο και ζήτησαν διάταγμα εκταφής των λειψάνων του πατέρα τους για να συγκριθεί το γενετικό του υλικό με το γενετικό υλικό του Τουρκοκύπριου, για να επιβεβαιώσουν ότι ο πατέρας τους είναι βιολογικό τέκνο του Τουρκοκύπριου. Οι αιτήτριες σύμφωνα πάντα με την απόφαση, προωθώντας την αίτηση τους, ανέφεραν ότι τη στιγμή που έμαθαν την ταυτότητα του παππού τους συγκινήθηκαν επειδή πλέον μπορούν να σχηματίσουν το γενεαλογικό τους δέντρο και να αποκατασταθεί η ρετσινιά που έφερε ο πατέρας τους ότι ήταν μπάσταρδος και εξώγαμο τέκνο. Παρόμοια αίτηση καταχώρησαν και τα ξαδέλφια των αιτητριών ενώπιον άλλου Δικαστηρίου το οποίο ενέκρινε το αίτημα.
«Η δικαιοδοσία, οι αρμοδιότητες και οι εξουσίες των Δικαστηρίων αρύονται από τους ισχύοντες Νόμους, Κανονισμούς και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τα Δικαστήρια δεν έχουν αρμοδιότητα έξω από το πλαίσιο που ορίζει ο Νόμος», ανέφερε στην απόφασή της, η δικαστής Ντόρια Βαρωσιώτου. Όπως υπογραμμίζει, αρμοδιότητα για έκδοση τέτοιου είδους διαταγμάτων έχει μόνο ο θανατικός ανακριτής στον οποίο δόθηκε αυτή η εξουσία για σκοπούς εξακρίβωσης των αιτιών θανάτου, όταν υπάρχουν υποψίες πως αφαιρέθηκε παράνομα μια ανθρώπινη ζωή. Μάλιστα, αυτή η εξουσία ασκείται μόνο όταν «υπάρχει εύλογη πιθανότητα» από την εκταφή να προκύψει «ουσιαστική πληροφορία» η οποία να συνδέεται με τα αίτια θανάτου.
«Τα Επαρχιακά Δικαστήρια ασκώντας πολιτική δικαιοδοσία δεν έχουν αρμοδιότητα έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων. Ούτε υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα πατρικής αναγνώρισης ή ταυτοποίησης συγγενικών σχέσεων στη σφαίρα της πολιτικής δικαιοδοσίας», ανέφερε η Δικαστής. Συνεχίζοντας, σημειώνει ότι η πατρική αναγνώριση τέκνου επιτυγχάνεται είτε με εκούσια αναγνώριση είτε με δικαστική αναγνώριση από το Οικογενειακό Δικαστήριο στο οποίο δόθηκε η συγκεκριμένη δικαιοδοσία. «Το Οικογενειακό Δικαστήριο δύναται να δώσει οδηγίες για τη διεξαγωγή γενετικών εξετάσεων για να διαπιστωθεί κατά πόσο διάδικος είναι ή όχι βιολογικός πατέρας του τέκνου». Αυτό, όπως τόνισε η Δικαστής, γίνεται ζώντος του πατρός και όχι μετά θάνατον. Επισημαίνει μάλιστα ότι η λήψη δείγματος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση του προσώπου αυτού.