Δεν συμμορφώθηκε με τα διατάγματα για τον Covid-19, καταγγέλθηκε δυο φορές και για υπεράσπιση παρουσίασε μια βεβαίωση εξαίρεσης από πιστοποιών θεραπευτή χωρίς υπογραφή, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο.
Καταδικάστηκε τη δεύτερη φορά σε €1.800 πρόστιμο, ενώ ενεργοποιήθηκε και εγγύηση €400. Ο κρεοπώλης στο επάγγελμα, καταχώρησε έφεση η οποία απορρίφθηκε από το Εφετείο στην ολότητά της αφού δεν έπεισε ότι η ασθένειά του δεν του επέτρεπε να προβαίνει σε μια απλή εξέταση rapid test με μπατονέτα.
Αρχικά, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 8.4.22 έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα επί τω ότι παρέβη Διάταγμα του Υπουργού Υγείας εν σχέσει με τα μέτρα κατά του κορωνοϊού (covid-19), κατά παράβαση του Άρθρου 7 του περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμου, Κεφ. 260. Ο Εφεσείων είχε προηγούμενη καταδίκη ακριβώς για το ίδιο αδίκημα και ο πρωτόδικος Δικαστής, λαμβάνοντας την υπ’ όψιν, επέβαλε πρόστιμο ύψους €1.800 και επιπλέον κατέσχε την εγγύηση ύψους €400, με την οποία είχε παλαιότερα δεσμευθεί ο εφεσείων.
Η καταγγελία του είχε γίνει στις 20.8.21 όταν αυτός εργαζόταν σε κρεοπωλείο χωρίς να διαθέτει αποδεικτικό στοιχείο (safe pass), παραβαίνοντας έτσι το ισχύον Διάταγμα για την παρεμπόδιση εξάπλωσης του κορωνοϊού.
Ήταν παραδεκτό από τον εφεσείοντα ότι ο ίδιος δεν είχε οποτεδήποτε πριν την καταγγελία εμβολιαστεί ή νοσήσει ή υποβληθεί σε οποιαδήποτε από τις εξετάσεις (εργαστηριακή ή ταχεία). Ο κρεοπώλης προέβαλε τη θέση ότι λόγω θεμάτων υγείας είχε λάβει «Βεβαίωση Διαταγματικής Εξαίρεσης» και σύσταση από ιατρό ολιστικής ιατρικής να μην προβαίνει, μεταξύ άλλων, σε χημικά τεστ.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν είχε προβεί στην εν λόγω προβλεπόμενη εξέταση. Όπως είχε αναφέρει στον αστυνομικό που τον κατάγγειλε, είχε πρόβλημα με την καρδιά και δεν τού επέτρεπε ο γιατρός να προβεί στην εν λόγω εξέταση. Είπε περαιτέρω πως του είχε εξηγήσει ο ιατρός του ότι η εξέταση αυτή (rapid test) «έχει χημικές ουσίες μέσα που μπορεί να δημιουργήσουν πρόβλημα» και «ίσως να περιέχει κάποιαν ουσία, που είναι απαγορευμένη στην Ευρώπη».
Στο Δικαστήριο ο κατηγορούμενος είχε παρουσιάσει βεβαίωση από ολιστικό γιατρό για εξαίρεσή του. Όπως έκρινε το Εφετείο, «η φερόμενη ιατρική βεβαίωση είχε, στην παρούσα περίπτωση, προσκομιστεί μέσω άλλου προσώπου (ήτοι του εφεσείοντος) και όχι του φερόμενου ως συντάκτη της, γι’ αυτό και συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου, σε κανένα σημείο της βεβαίωσης δεν υπήρχε ένδειξη ότι είχε ετοιμαστεί από ιατρό. Στο κάτω αριστερό μέρος της υπήρχαν οι λέξεις «Πιστοποιών Θεραπευτής», δεν υπήρχε υπογραφή, ειδικά όταν αυτή χορηγήθηκε σε ασθενή του, ο οποίος εξ επαγγέλματος εμπλέκετο στην πώληση τροφίμων (κρεάτων) σε πολίτες και κατά συνέπεια η όποια εξαίρεση σχετίζετο πρωτίστως με την υγεία τρίτων προσώπων, ήτοι με ζήτημα υψίστης σοβαρότητας αφού άπτεται αντιστοίχως του υψίστου αγαθού της ζωής.
Με βάση τις διαπιστώσεις αυτές, η έφεση απορρίφθηκε τόσο για την μη ενοχή του όσο και για το ύψος του προστίμου που του επιβλήθηκε.