Κατηγορούνται ενώπιον Δικαστηρίου ότι κτύπησαν τις συντρόφους τους, ασκούν πίεση στις τελευταίες παρακούοντας δικαστικά διατάγματα και αστυνομικοί δεν κάνουν τίποτα.

Αν κάποιοι πιστεύουν ότι η πρόταση που μόλις καταγράψαμε εμπεριέχει δόση υπερβολής, σίγουρα θα αναθεωρήσουν βλέποντας τα όσα φέρνει στο φως της δημοσιότητας το σημερινό δημοσίευμα του «Φ». Στις αρχές του πρώτου δεκαημέρου του 2025 εσωτερικό σημείωμα υψηλόβαθμου αστυνομικού της Αστυνομίας, διαλύει την όποια αμφιβολία για του λόγου το αληθές. Στο σχετικό έγγραφο καταγράφεται ξεκάθαρα πως πρόσωπα τα οποία αντιμετωπίζουν κατηγορίες ενώπιον Δικαστηρίου για βία στην οικογένεια, παραβιάζουν δικαστικά διατάγματα παρενοχλώντας τις παραπονούμενες. Κι όταν αυτές το καταγγέλλουν σε οικείο αστυνομικό σταθμό, τα μέλη της Δύναμης δεν προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες.

 «Στις πλείστες περιπτώσεις»

Το εσωτερικό αυτό σημείωμα έχει ημερομηνία αποστολής 7 Ιανουαρίου, φέρει την υπογραφή υψηλόβαθμου αξιωματικού και στάλθηκε εκ μέρους της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λευκωσίας προς όλους τους προϊστάμενους σταθμών και τμημάτων της Επαρχίας Λευκωσίας.  Το θέμα είναι οι «παρακοές διαταγμάτων» σε σχέση με υποθέσεις βίας στην οικογένεια, ένα καυτό κοινωνικό φαινόμενο που μαστίζει την κοινωνία μας. Αυτό που προκαλεί έκπληξη είναι η σύσταση/παραδοχή για αστυνομικούς, οι οποίοι δεν πράττουν τα δέοντα σε περιπτώσεις καταγγελιών σε βάρος υπόπτων όταν αυτοί καταγγέλλονται.

Ο αξιωματικός ενημερώνει ότι κατόπιν ελέγχου που έγινε διαπιστώθηκε πως «στις πλείστες των περιπτώσεων» παραπονούμενα πρόσωπα που μεταβαίνουν στους οικείους αστυνομικούς σταθμούς για να προβούν σε καταγγελία παρακοής διατάγματος Δικαστηρίου, «που αφορά είτε απαγόρευση του κατηγορούμενου να διαμένει στην οικία του θύματος, είτε να τον/την ενοχλεί», οι αστυνομικοί δεν προβαίνουν στις δέουσες ενέργειες.

«Κίνδυνος για θύμα»

Σύμφωνα με την επισήμανση που γίνεται, τα μέλη του Σώματος περιορίζονται μόνο στην καταγραφή της καταγγελίας, κάτι το οποίο, σύμφωνα πάντα με την επισήμανση του αξιωματικού, έχει ως αποτέλεσμα «να ελλοχεύει σοβαρός κίνδυνος για το θύμα».

Δυο χρόνια φυλάκιση

Υποδεικνύεται το σχετικό άρθρο του Ποινικού Κώδικα προκειμένου να αποδοθεί η σοβαρότητα του αδικήματος, το οποίο σε περίπτωση καταδίκης ενός προσώπου επισύρει ποινή φυλάκισης δυο χρόνων. Πρόκειται για το άρθρο 137, το οποίο αναφέρει τα ακόλουθα: «Όποιος ανυπακούει σε διάταγμα, ένταλμα, ή Διαταγή που εκδόθηκε από Δικαστήριο, λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε επίσημη ιδιότητα και κανονικά εξουδιοδοτημένο γι’ αυτό, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δυο χρόνων, εκτός όταν καθορίζεται ρητά κάποια άλλη ποινή ή διαδικασία σε συνάφεια με τέτοια ανυπακοή».

«Άμεσα ένταλμα σύλληψης»

Στο σημείωμα δίδονται οδηγίες για το πώς πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού καταγγελίες για παρακοή διαταγμάτων. Βάσει των όσων αναφέρονται, σε περιπτώσεις που παραπονούμενο πρόσωπο καταγγείλει τον ύποπτο για βία στην οικογένεια για παρακοή τέτοιου διατάγματος, οι αστυνομικοί «να αιτούνται άμεσα την έκδοση εντάλματος σύλληψης του υπόπτου και την άμεση καταχώρηση της υπόθεσης ενώπιον Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, εάν ο κατηγορούμενος κρίνεται επικίνδυνο πρόσωπο και κατά επανάληψη έχει παραβεί το σχετικό διάταγμα, να ζητείται η παραμονή του ως υποδίκου».

Δεν χωρούν υπεραπλουστεύσεις

Το πιο πάνω σημείωμα φανερώνει από τη μια την παθητική στάση μελών της Αστυνομίας να επιτελέσουν το έργο τους (βλ. συστάσεις αξιωματικού), από την άλλη δείχνει ότι υπάρχει και βούληση και από την ηγεσία για αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων. Την ίδια στιγμή, θέσεις που εκφράστηκαν στον «Φ» στο πλαίσιο του ρεπορτάζ και στην προσπάθειά μας να εμβαθύνουμε στο θέμα, υποδεικνύουν πως το ζήτημα της αντιμετώπισης της βίας στην οικογένεια και ειδικότερα το ζήτημα παρακοής διαταγμάτων, δεν πρέπει να υπεραπλουστεύεται.

Σύγκρουση διαταγμάτων

Η επιστημονική διευθύντρια του Συνδέσμου για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Βίας στην Οικογένεια (ΣΠΑΒΟ), δρ Άντρη Ανδρονίκου, απαντώντας σε ερωτήματά μας, έκανε λόγο για κενά κι αδυναμίες στην «διαδρομή» που ακολουθείται από τη στιγμή που ένα πρόσωπο καταγγέλλει παρακοή διατάγματος. Με τις επισημάνσεις της, μέσα από τη δική της εμπειρογνωμοσύνη, απέδωσε ένα πολυσύνθετο ζήτημα. Χωρίς να παραγνωρίσει τα βήματα που έχουν γίνει από όλους τους εμπλεκόμενους για την εγκαθίδρυση αποτελεσματικού μηχανισμού για στήριξη θυμάτων, έδωσε απτά παραδείγματα για να στηρίξει τις θέσεις της περί κενών στον χειρισμό των διαταγμάτων.

Ένα απ΄ αυτά αφορά το Δικαστικό σύστημα και διατάγματα που εκδίδονται από διαφορετικά δικαστήρια προκαλώντας σοβαρές επιπλοκές. Έδωσε το παράδειγμα παραπονουμένων γυναικών που φιλοξενούνται με τα παιδιά τους σε καταφύγιο και οι οποίες εξασφάλισαν διατάγματα περιοριστικών μέτρων για τους υπόπτους συντρόφους τους. Ωστόσο, όπως εξήγησε, δεν είναι λίγες οι φορές που καταγγελλόμενοι εξασφάλισαν από άλλο Δικαστήριο διατάγματα επικοινωνίας με τα παιδιά τους, χωρίς να αποκαλύψουν τα σε βάρος τους μέτρα για υπόθεση βίας στην οικογένεια. Όπως γίνεται αντιληπτό, σε αυτές τις περιπτώσεις ύποπτοι παραβίασαν τα περιοριστικά μέτρα που τους επέβαλε ένα Δικαστήριο, προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τα παιδιά τους στη βάση ενός άλλου διατάγματος (επικοινωνίας). «Δίδεται πρόσβαση σε φερόμενο δράστη να εκτελέσει ένα διάταγμα επικοινωνίας ενώ τα παιδιά του είναι στο καταφύγιο. Χρειάζεται ρύθμιση στο δικαστικό σύστημα» σχολίασε η κ. Ανδρονίκου και πρόσθεσε: «Χρειάζεται να δοθούν οδηγίες στα οικογενειακά Δικαστήρια ούτως ώστε για να εκδώσουν διάταγμα επικοινωνίας για ένα πρόσωπο, να πρέπει να ακούσουν και την άλλη πλευρά. Στο εξωτερικό αυτό γίνεται. Είναι αλήθεια ότι στην Κύπρο κάποιοι Δικαστές ζητούν να ακούσουν και τις δυο πλευρές γιατί είναι ευαισθητοποιημένοι. Αλλά δεν είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν. Δεν τους υποχρεώνει ο Νόμος να ακούσουν και την άλλη πλευρά για να εκδώσουν διάταγμα επικοινωνίας».

Σε άλλο σημείο, η επιστημονική διευθύντρια του ΣΠΑΒΟ, αναφέρθηκε σε μια θέση που εξέφρασε και σε πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή: «Δεν υπάρχει επαρκής μηχανισμός για να μπορέσει να διαχειριστεί αποτελεσματικά η Αστυνομία την παρακοή των διαταγμάτων. Σε χώρες του εξωτερικού, όταν εκδοθούν περιοριστικά μέτρα σε βάρος κάποιου προσώπου υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου και πρόληψης. Μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση ή για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τοποθετείται βραχιολάκι στον φερόμενο δράστη, το οποίο καταγράφει τις κινήσεις του μέσω ενός συστήματος που παρακολουθεί η Αστυνομία. Εάν γίνει παραβίαση και ο ύποπτος πλησιάσει την παραπονούμενη σε απόσταση μικρότερη απ΄ αυτή που καθορίζει το διάταγμα, ενεργοποιείται αμέσως το σύστημα. Έτσι, η Αστυνομία σπεύδει στο σημείο και τον συλλαμβάνει».

Η δρ Άντρη Ανδρονίκου, απαντώντας σε σχετικό μας ερώτημα, είπε: «Πολλές γυναίκες οι οποίες έχουν θέματα με τα διατάγματα επικοινωνούν με λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας που τις παρακολουθεί, αλλά ο λειτουργός έχει περιορισμένες αρμοδιότητες. Επίσης, έχει περιορισμένες αρμοδιότητες η Αστυνομία όταν, για παράδειγμα, ένας πατέρας έχει τα παιδιά του στο σπίτι του κι έκανε παρακοή διατάγματος. Η Αστυνομία δεν μπορεί να προσέλθει στο χώρο του σπιτιού, ούτε μπορεί να προβεί σε ενέργεια για να απομακρυνθούν τα παιδιά. Γιατί τα παιδιά είναι με νόμιμο κηδεμόνα».

Οι απόψεις της επιστημονικής διευθύντριας του ΣΠΑΒΟ

Η επιστημονική διευθύντρια του ΣΠΑΒΟ, κληθείσα να μας μιλήσει για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να καλυφθούν τα κενά, αναφέρθηκε σε ενδεχόμενη εγκαθίδρυση πρωτοκόλλου μεταξύ των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) και της Αστυνομίας Κύπρου για το θέμα της παρακοής διαταγμάτων. Είπε πως άτυπα υπάρχει συνεργασία των ΥΚΕ με την Αστυνομία σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα, ωστόσο, ανέφερε ότι η εγκαθίδρυση πρωτοκόλλου μεταξύ Υπουργείου Δικαιοσύνης και Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, θα καθορίσει επ΄ ακριβώς τη μορφή συνεργασίας και τις αρμοδιότητες κάθε πλευράς για τον χειρισμό παρακοής διαταγμάτων, πάντα σε πλήρη εναρμόνιση με τη νομοθεσία. Το δεύτερο σημείο που κατά την άποψή της θα βελτιώσει την κατάσταση, είναι η έκδοση αστυνομικών διατάξεων από την ηγεσία του αστυνομικού Σώματος, «τις οποίες», όπως σχολίασε, «η Αστυνομία ακολουθεί κατά γράμμα». Εξήγησε πως «αυτό που έχουμε δει είναι ότι μια αστυνομική διάταξη που δίνει κατευθύνσεις σε αστυνομικούς πάντα ενεργοποιεί σε ικανοποιητικό βαθμό το Σώμα της Αστυνομίας». Τέλος, η κ. Ανδρονίκου, μίλησε για νομοθετικές ρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν.

Ρητή πρόνοια για εκτέλεση διαταγμάτων από Αστυνομία και ΥΚΕ

Ήδη έχει δρομολογηθεί προσπάθεια για βελτίωση του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου για τη βία στην οικογένεια. Η Επίτροπος Νομοθεσίας, Λουΐζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, έχει συντάξει τροποποιητικό νομοσχέδιο και από το φθινόπωρο το έχει διαβιβάσει στο Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, το οποίο από την πλευρά του το έθεσε σε δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση (ολοκληρώθηκε στα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου).

Σύμφωνα με επίσημη θέση που έλαβε ο «Φ» από το Υφυπουργείο, το εν λόγω νομοθέτημα τυγχάνει επεξεργασίας: «Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας προχωρούν με την επεξεργασία του νομοσχεδίου για τροποποίηση του Περί Βίας στην Οικογένεια Νόμου ούτως ώστε να συνάδει με τις πρόνοιες του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών Νόμου. Σκοπός είναι να είναι στην ίδια κατεύθυνση για να καλύπτουν σφαιρικά τις ανάγκες των θυμάτων είτε αυτό αφορά θέματα βίας στην οικογένεια, είτε αφορά βία ενάντια στις γυναίκες».

Η ανάγκη για προώθηση του τροποποιητικού νομοσχεδίου προέκυψε μετά τη διαπίστωση ότι οι δυο σχετικές νομοθεσίες (119(Ι)/2000 και 115(Ι)/2021) δεν ήταν συμβατές. Επιπλέον, αυτό αποσκοπεί στην συμμόρφωση με τις επισημάνσεις της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων για τη Δράση κατά της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας του Συμβουλίου της Ευρώπης (GREVIO), οι οποίες έγιναν με βάση τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.

Στο δια ταύτα, το τροποποιητικό νομοσχέδιο περιλαμβάνει ρητή πρόνοια προκειμένου η εκτέλεση όλων των διαταγμάτων να διενεργείται από την Αστυνομία με τη συμβολή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.

Επιπλέον, το τροποποιητικό νομοθέτημα προνοεί ότι το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από μονομερή (ex parte) αίτηση του θύματος, της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, οικογενειακού συμβούλου ή, όπου το θύμα είναι παιδί, πέραν των προαναφερόμενων, επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου για να ασκεί γονικά δικαιώματα για το παιδί, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, με το οποίο να απαγορεύει στον κατηγορούμενο ή ύποπτο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή και να το πλησιάζει στον χώρο εργασίας του ή άλλο χώρο που θα αποφασίσει το Δικαστήριο, μέχρις ότου καταχωριστεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του υπόπτου για αδίκημα βίας.

Η επίσημη θέση της Αστυνομίας

Ο «Φ» ζήτησε σχόλιο από την εκπρόσωπο Τύπου της Αστυνομίας, Κυριακή Λαμπριανίδου για το θέμα ανυπακοής στα συγκεκριμένα δικαστικά διατάγματα. Περιορίστηκε να αναφέρει ότι έχουν γίνει ουσιαστικές ενέργειες από την Αστυνομία Κύπρου, ώστε να γίνονται οι προβλεπόμενες ενέργειες από τα στελέχη της Δύναμης. Πρόσθεσε πως το όλο ζήτημα είχε απασχολήσει και στο πρόσφατο παρελθόν την ηγεσία του Σώματος και έχουν δοθεί γραπτές οδηγίες και καθοδήγηση στους αστυνομικούς ως προς τη διαχείριση και διερεύνηση παρακοής τέτοιων διαταγμάτων. Μετά από διευκρινιστικό μας ερώτημα, μίλησε για εγκυκλίους που στάλθηκαν από τον περασμένο χρόνο και παρέπεμψε σε αλληλογραφία που υπήρξε και με το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα για τον όσο το δυνατόν καλύτερο χειρισμό του ζητήματος της παρακοής τέτοιων διαταγμάτων. Κατέληξε λέγοντας ότι τα θέματα διαχείρισης υποθέσεων ευάλωτων προσώπων είναι ύψιστης σημασίας και ως τέτοια αντιμετωπίζονται από την Αστυνομία. Να σημειωθεί ότι η κ. Λαμπριανίδου, μέχρι πρότινος ήταν επικεφαλής της υποδιεύθυνσης Διαχείρισης Υποθέσεων Ευάλωτων Προσώπων και υποδιευθύντρια στο Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος (ΤΚΕ) Αρχηγείου.

Υποθέσεις καταλήγουν στις μικροπαραβάσεις

Η πρόεδρος του Παγκυπρίου Συνδέσμου Μονογονεϊκών Οικογενειών, Αργεντούλα Ιωάννου, τοποθετούμενη γενικότερα για τα θύματα βίας στην οικογένεια, έκανε λόγο για αδυναμίες του υπάρχοντος συστήματος, παρά τις όποιες προσπάθειες έχουν γίνει. Επικαλέστηκε την υφιστάμενη νομοθεσία και περιστατικά που γνωρίζει για να καταλήξει ότι «δεν υπάρχουν αποτελεσματικά μέτρα προστασίας για ένα παραπονούμενο πρόσωπο, το οποίο καταγγέλλει βία στην οικογένεια και καταλήγει σε καταφύγιο». Εξήγησε πως ακόμη και όταν η υπόθεση αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, εντούτοις δεν μπορεί κανείς να εγγυηθεί για την ασφάλεια του ατόμου που κάνει την καταγγελία. «Θα μπορούσε ο κίνδυνος για το παραπονούμενο πρόσωπο να περιοριστεί αν ο κατηγορούμενος κρατείτο ως υπόδικος, ωστόσο, δεν είναι δεδομένο» είπε. Μίλησε, μάλιστα, για μεγάλη συχνότητα παραβιάσεων περιοριστικών μέτρων από ύποπτο ή κατηγορούμενο πρόσωπο για βία στην οικογένεια. Όταν την καλέσαμε να σχολιάσει το γεγονός ότι μέλη της Αστυνομίας δεν αντιδρούν όταν καταγγελλόμενοι για βία στην οικογένεια παραβιάζουν περιοριστικά μέτρα και σχετικά διατάγματα, έθεσε θέμα εκπαίδευσης στελεχών του Σώματος. «Έχουν γίνει βήματα προόδου και πρέπει να το αναγνωρίσουμε, αλλά η αλήθεια είναι ότι αρκετά μέλη της Αστυνομίας δεν έχουν την κατάρτιση για να χειριστούν υποθέσεις που έχουν να κάνουν με βία στην οικογένεια» είπε χαρακτηριστικά. Εξήγησε ότι καταγγελίες αντιμετωπίζονται ακόμα και με απαξίωση από αστυνομικούς και ότι σχετικές υποθέσεις αντί να εξεταστούν από καταρτισμένα μέλη του Σώματος, καταλήγουν να εξετάζονται από το τμήμα μικροπαραβάσεων. Μίλησε, επιπλέον, γενικότερα για αδυναμία του συστήματος ώστε να στηριχθούν θύματα. «Όταν κάποιο θύμα αποτείνεται στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας για βοήθεια και του κλείνουν ραντεβού μετά από τρεις μήνες, τότε δεν μπορείς να μιλάς για στήριξη» είπε και κατέληξε ότι πρέπει να υπάρχει «αριθμητική και ποιοτική στελέχωση» ώστε να φτάσουμε σε ικανοποιητικά επίπεδα.

Τρομάζουν οι αριθμοί για βια κατά γυναικών

Όπως έχουμε σημειώσει, μεγάλος αριθμός υπόπτων για βία στην οικογένεια μετά τη σε βάρος τους καταγγελίες πετυχαίνουν έκδοση διαταγμάτων επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα τους και προσπαθούν να τα εκτελέσουν ενώ τα παιδιά βρίσκονται με τη μητέρα τους σε καταφύγιο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παραβιάζουν διάταγμα που έχει εκδοθεί σε βάρος τους για να μην προσεγγίζουν τη γυναίκα και συνάμα παραπονούμενη. Κατά μέσο όρο, κάθε χρόνο 10 φερόμενοι δράστες για βία στην οικογένεια εκδίδουν διατάγματα επικοινωνίας με τα παιδιά τους μετά τη σε βάρος τους καταγγελία, χωρίς το Δικαστήριο που εγκρίνει το αίτημά τους, να έχει γνώση για την σε βάρος τους καταγγελία. Αυτό προκύπτει από επίσημα στοιχεία του ΣΠΑΒΟ. Επιπλέον, κάθε χρόνο -κατά μέσο όρο- εκδίδονται 78 διατάγματα για περιοριστικά μέτρα σε βάρος καταγγελλόμενων για βία στην οικογένεια. Σύμφωνα με στοιχεία που κατατέθηκαν τον περασμένο Απρίλιο στη Βουλή, ο ΣΠΑΒΟ κλήθηκε να ανταποκριθεί σε 3.300 περιστατικά βίας κατά γυναικών τον χρόνο. Μάλιστα, απ΄ αυτά τα περιστατικά, περίπου 800 αφορούν γυναίκες και με βάση τις συνθήκες των υποθέσεων διατρέχουν κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους. Εξάλλου, σύμφωνα με ανακοίνωση του ΣΠΑΒΟ τον περασμένο Νοέμβριο, το 2022-2023 καταγράφηκαν 999 περιστατικά βίας κατά των γυναικών, ενώ το 2021-2023 καταγγέλθηκαν 147 βιασμοί και 20 απόπειρες βιασμών. Παράλληλα, την περίοδο 2014-2024 υπήρξαν 41 γυναικοκτονίες. Τον Απρίλιο του 2024 η νυν εκπρόσωπος Τύπου της Αστυνομίας, Κυριακή Λαμπριανίδου, μιλώντας στη Βουλή υπό την ιδιότητα της βοηθού διευθύντριας του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματων, είχε αναφέρει πως τα τελευταία πέντε χρόνια σημειώθηκαν 22 γυναικοκτονίες ως ακολούθως: 9 το 2019 (7 αφορούν την υπόθεση του κατά συρροήν δολοφόνου), 5 το 2020, 5 το 2021, 2 το 2022 και 1 το 2023 (φόνος εκ προμελέτης).