Απορρίφθηκε χθες η έφεση γνωστής δικηγόρου από τη Λεμεσό και της νομικής εταιρείας συμφερόντων της σε σχέση με διάταγμα που εξασφάλισε η Αστυνομία στο πλαίσιο ερευνών της για τις πολιτογραφήσεις.

Οι διωκτικές Αρχές μετά από δεύτερο ένταλμα έρευνας που εκτέλεσαν στις εγκαταστάσεις της δικηγορικής εταιρείας στις 9 και 10/10/2024, αιτήθηκαν και πέτυχαν την έκδοση διατάγματος (14/10/2024) κατακράτησης των τεκμηρίων που εξασφάλισαν κατά την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, για περίοδο τριών μηνών.

Η δικηγορική εταιρεία και η νομικός προσέφυγαν με αίτημα στο Εφετείο ζητώντας την ακύρωση του εν λόγω διατάγματος από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Μέσω του δικηγόρου τους πρόβαλαν τη θέση ότι η Αστυνομία στην αίτηση για να εξασφαλίσει διάταγμα κατακράτησης τεκμηρίων δεν επισύναψε την απόφαση για έκδοση του εντάλματος έρευνας. Με βάση τη θέση των Εφεσειουσών σ’  αυτή την απόφαση τέθηκαν και οι όροι εκτέλεσης της έρευνας και κατ΄ επέκταση το διάταγμα για κατακράτηση δεδομένων εκδόθηκε σε ελλιπή βάση.

Επιπλέον, πρόβαλαν τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος για έκδοση διατάγματος κατακράτησης τεκμηρίων, θα έπρεπε να διαπιστώσει και κατά πόσον τηρήθηκαν από την Αστυνομία οι ασφαλιστικές δικλίδες και, πιο συγκεκριμένα, κατά πόσον τα τεκμήρια που παραλήφθηκαν ήταν εκείνα για τα οποία εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας και μόνο.

Το Εφετείο, όπως σημειώσαμε, απέρριψε χθες το αίτημα των Εφεσειουσών, τονίζοντας μεταξύ άλλων στην απόφασή του ότι δεν αποστερούνται της πρόσβασης σε δικαστική θεραπεία, αφού, όπως εξηγεί «είχαν δικαίωμα να εγείρουν την προβαλλόμενη παραβίαση των ασφαλιστικών δικλίδων και των όρων εκτέλεσης του δεύτερου εντάλματος». Σημειώνει, ακόμη, ότι οι εφεσείουσες «διατηρούν το δικαίωμα να προβάλουν ένσταση στην κατάθεση των παραληφθέντων τεκμηρίων και στο πλαίσιο της δίκης επί της ουσίας» και «περαιτέρω διατηρούν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτημα για επιστροφή των κατασχεθέντων τεκμηρίων δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 32(3) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, κεφ. 155, το οποίο όμως γεννάται μετά την τυχόν έγερση κατηγοριών εναντίον τους». Να σημειωθεί ότι για τον Γενικό Εισαγγελέα εμφανίστηκε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, Ανδρέας Αριστείδης.

Το δικηγορικό γραφείο ερευνήθηκε αρχικά στις 5/4/2024 (στη βάση εντάλματος έρευνας που εξασφαλίστηκε στις 3/4/2024) με την Αστυνομία να παραλαμβάνει σε έντυπη μορφή τέσσερις φακέλους που αφορούσαν συγκεκριμένους επενδυτές, καθώς και αρχεία κι αλληλογραφία από τον κεντρικό εξυπηρετητή (server) που εντοπίστηκαν με τη χρήση λέξεων «κλειδιών». Επειδή, όμως, μετά από τις αστυνομικές εξετάσεις κρίθηκε πως ενδεχομένως κάποια δεδομένα να είχαν αλλοιωθεί, εξέδωσαν δεύτερο ένταλμα έρευνας που εκτελέστηκε στις 9 και 10/10/2024 στην παρουσία εκπροσώπων του δικηγορικού γραφείου και εξήγαγε αντίγραφα από τον κεντρικό υπολογιστή, τον γενικό εξυπηρετητή, τους υπολογιστές οκτώ υπαλλήλων του δικηγορικού γραφείου και της δικηγόρου ιδρύτριας της νομικής εταιρείας.

Επιχειρήθηκε η ακύρωση του εντάλματος της Αστυνομίας (Certiorari), ωστόσο, δεν υπήρξε έγκριση του αιτήματος. Στην κατακλείδα της χθεσινής απόφασής του, το Εφετείο σημειώνει: «Με δεδομένη την αυξημένη χρήση της τεχνολογίας η Αστυνομία οφείλει να προχωρήσει και αυτή με τη χρήση πιο προχωρημένων μεθόδων για εκτέλεση ενταλμάτων έρευνας που αφορούν σε στοιχεία από ηλεκτρονικούς υπολογιστές και άλλες παρόμοιες συσκευές».