Το Εφετείο απέρριψε στις 8 Ιανουαρίου και τις δύο εφέσεις που καταχώρησε ο Ισραηλινός Σιμόν Μιστριέλ Αϊκούτ κατά δύο αποφάσεων του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας το οποίο απέρριψε ισάριθμες προδικαστικές ενστάσεις του.
Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι στο παρόν στάδιο ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα έφεσης και τον παρέπεμψε μετά το πέρας της δίκης αν επιθυμεί ν’ ασκήσει έφεση.
Ο Αϊκούτ αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργοδικείου Λευκωσίας 242 κατηγορίες οι οποίες αφορούν δόλιες συναλλαγές σε ακίνητη περιουσία άλλων, παράνομη κατοχή και νομή γης άλλων, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και συνωμοσίες εν σχέσει με τα προαναφερθέντα αδικήματα.
Προτού απαντήσει στο κατηγορητήριο, ο 74χρονος προέβαλε προδικαστικές ενστάσεις ισχυριζόμενος ότι επειδή οι επίδικες περιουσίες ευρίσκονται στα κατεχόμενα, άρα σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, έπεται ότι η Δημοκρατία δεν έχει κανονιστική δικαιοδοσία ή δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με τα ακίνητα, οπότε η άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας από το Κακουργοδικείο είναι παράνομη αφού αρμοδιότητα έχουν μόνο τα ούτω καλούμενα «δικαστήρια» της κατοχικής δύναμης, η δε ανάληψη δικαιοδοσίας από το Κακουργοδικείο παραβιάζει τα δικαιώματα του Εφεσείοντος (Άρθρα 5, 6 και 18 της ΕΣΔΑ).
Αφού άκουσε αγορεύσεις, το Κακουργοδικείο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση στις 8.11.24, απορρίπτοντας τις προδικαστικές ενστάσεις. Εναντίον της απόφασης ο Εφεσείων καταχώρισε την υπ’ αρ. 278/24 έφεση στις 18.11.24.
Σε επόμενη δικάσιμο, και πάλι προτού απαντήσει στο κατηγορητήριο, ο Εφεσείων ήγειρε και άλλη ένσταση, ισχυριζόμενος ότι η υπόθεση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και αιτούμενος την αναστολή ή τη διακοπή της σε αυτό το στάδιο. Το Κακουργοδικείο εξέτασε αυθημερόν την ένσταση και την απέρριψε, στις 20.12.24 με ενδιάμεση απόφασή του. Εναντίον αυτής της απόφασης ο Εφεσείων καταχώρισε την υπ’ αρ. 317/24 στις 30.12.24.
Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι δεν εντοπίζει καμιά διάταξη του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, η οποία να επιτρέπει ή να δίδει δικαίωμα έφεσης εναντίον ενδιάμεσης απόφασης ποινικού Δικαστηρίου, με εξαίρεση τις πρόνοιες του Άρθρου 137Α, οι οποίες έχουν θεσπίσει το δικαίωμα έφεσης εναντίον απόφασης σε σχέση με την προφυλάκιση ή απόλυση ενός κατηγορουμένου μέχρι εκδίκασης της υπόθεσής του
«Ούτε συμφωνούμε ότι υπάρχει οποιοσδήποτε επηρεασμός δικαιώματος ή παραβίαση της δίκαιης δίκης, καθότι όλα αυτά τα ζητήματα δύνανται να εγερθούν στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας και να τύχουν εξέτασης στην όποια τελική απόφαση, εναντίον της οποίας ούτως ή άλλως υφίσταται δικαίωμα έφεσης», κατέληξε το Δικαστήριο.