«Κατά την τελευταία εικοσαετία, η τέχνη του δρόμου και άλλες δημιουργικές πρωτοβουλίες στη Λευκωσία, στη Βηρυτό και στην Ιερουσαλήμ, έχουν αλληλοεπιδράσει με τις Πράσινες Γραμμές στις πόλεις αυτές, με διαφορετικούς τρόπους, καθώς τις ξαναβάφουν με τις αλήθειες των δημιουργών, των πολιτών, του αστικού ιστού και των επίμονων συνδέσεων που ακόμη ενώνουν τους ποικιλόμορφους πληθυσμούς των πόλεων» επεσήμανε ο δρ Πάνος Λεβέντης, Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Frederick, σε διάλεξη του στο Πανεπιστήμιο Frederick στη Λευκωσία.

«Ξαναβάφοντας τις Πράσινες Γραμμές: Αστική Ταυτότητα και Τέχνη του Δρόμου στη Βηρυτό, την Ιερουσαλήμ και τη Λευκωσία» ήταν ο τίτλος της διάλεξης που συνδιοργάνωσαν στις 20 Νοεμβρίου 2024 το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Frederick με επικεφαλής τον πρόεδρο του Τμήματος Καθηγητή Βύρωνα Ιωάννου και ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Κύπρου με επικεφαλής τον πρόεδρο του Συλλόγου Άλκη Δίκαιο. «Θα ακούσετε μία ερμηνεία, βασισμένη σε περιπατητικές μου εμπειρίες και εξερευνήσεις, συνεντεύξεις και μελέτες πρωτογενών και δευτερογενών πηγών», τόνισε ο δρ Λεβέντης, που είναι Καθηγητής Αρχιτεκτονικής στη Σχολή Αρχιτεκτονικής Hammons του Πανεπιστημίου Drury στην πόλη Springfield της Πολιτείας Missouri των ΗΠΑ.

Εναλλακτικές φωνές σε τόπους διαίρεσης και οδύνης

Όπως επεσήμανε ο δρ Λεβέντης, «η Βηρυτός, η Ιερουσαλήμ και η Λευκωσία, έχουν συχνά βιωθεί και συνεχίζουν να βιώνονται, σαν κατακερματισμένα τοπία σύγκρουσης». Πρόσθεσε τα εξής: «Οι Πράσινες Γραμμές σε αυτές τις τρεις πόλεις, δεν παρέμειναν απλά όρια σε προτεινόμενους χάρτες μετα-αποικιοκρατικών «λύσεων», αλλά βιώθηκαν και βιώνονται σαν τόποι διαίρεσης και οδύνης.

αραμένουν φυσικά τραύματα στους αστικούς ιστούς και ψυχολογικά σημάδια για τους πολίτες που, επιπλέον του όρου «Πράσινη Γραμμή», χρησιμοποιούν όρους, όπως «Σημεία Επαφής» στη Βηρυτό, «Ραφή» στην Ιερουσαλήμ και «Νεκρή Ζώνη» στη Λευκωσία. Ξέρουμε πολύ καλά – και ζούμε – τις πολλές και διακεκομμένες γραμμές, στους χάρτες της Ανατολικής Μεσογείου. Από τη δημιουργία του Λιβάνου (1943), του Ισραήλ (1948) και της Κύπρου (1960) στο τέλος(;) της αποικιοκρατίας, μέσω συνταγματικών, πολιτικών και στρατιωτικών κρίσεων, αντίπαλες πλευρές έχουν συνυπάρξει με δυσκολία στους αστικούς ιστούς των τριών πόλεων, εμπλεκόμενες συχνά σε εχθροπραξίες. Τις τελευταίες δεκαετίες, εναλλακτικές φωνές, μέσω δημιουργικών πρωτοβουλιών, έχουν υφάνει ενοποιητικές αστικές δράσεις και ιστορίες. Θα ερμηνεύσω αυτές τις πρωτοβουλίες, σαν σημαντικές προσπάθειες συνδυασμού ταυτοτήτων, που παρεμβαίνουν στις διαδικασίες δημιουργίας ιστορικών αφηγημάτων, αλλά και στην ίδια τη μνήμη των συγκρούσεων και των προσπαθειών, από διάφορες δυνάμεις, διαγραφής της μνήμης αυτής. Θα συζητήσω παραδείγματα τέχνης του δρόμου που δημιουργήθηκαν κοντά ή μέσα στις «Πράσινες Γραμμές», ζώνες των τριών πόλεων που χωρίζουν συγκρουόμενες ομάδες, κατακερματίζοντας περαιτέρω τους αστικούς ιστούς. Θα δούμε πώς το αρχιτεκτονικό πλαίσιο, διαδραματίζει έναν συμπληρωματικό, αλλά σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία των μηνυμάτων που τα παραδείγματα αυτά μεταφέρουν στους πολίτες. Είναι σαφές ότι και στις τρεις περιπτώσεις, επιβάλλονται, με δημιουργικές δράσεις, πολιτικές διαγραφής της πραγματικότητας των Πράσινων Γραμμών. Αυτές οι πολιτικές, τις οποίες αποκαλώ, όχι τοιχογραφίες, αλλά «αποικιογραφίες», φυτρώνουν στους αστικούς ιστούς, συχνά μέσω άνωθεν πρωτοβουλιών από κρατικά ή διεθνή ιδρύματα. Οι «αποικιογραφίες» ξαναβάφουν τις Πράσινες Γραμμές με μια απλοϊκή αφήγηση τύπου «όπως πριν, που όλοι ζούσαν ευτυχισμένοι», καλύπτοντας άτσαλα τη γκρίζα πραγματικότητα των ανεπίλυτων συγκρούσεων. Από την άλλη, δράσεις τοπικών δημιουργών, χρησιμοποιούν το γκράφιτι και την τέχνη του δρόμου κοντά στις Πράσινες Γραμμές, όχι σαν πράξεις λήθης ή κατευνασμού, αλλά αντίστασης και μνήμης, τόσο των περιόδων πριν, όσο και διαμέσου των συγκρούσεων. Αντίθετες προς τις πρωτοβουλίες διαγραφής, οι φωνές αυτές ξαναβάφουν τις Πράσινες Γραμμές με μαρτυρίες και βιώματα από διάφορους και διαφορετικούς δημιουργούς και αστικούς πληθυσμούς».

Λευκωσία – οι υπενθυμίσεις της ανεπίλυτης σύγκρουσης

Σύμφωνα με τον δρα Π. Λεβέντη, «μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003, επιχορηγούμενες τοιχογραφίες στη Λευκωσία, εγκαινίασαν μια διαδικασία διαγραφής, μέσω μιας αυτοαποκαλούμενης «αστικής αναγέννησης», καλύπτοντας το συνεχιζόμενο πολιτικο-στρατιωτικό αδιέξοδο. Ενέργειες που καλύπτουν τις πραγματικότητες του πολέμου, των μνημονίων και της ανισότητας, συνεχίστηκαν με ψευδο-ανακατασκευές που πραγματοποιήθηκαν την τελευταία δεκαετία, κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής. Φρεσκοβαμμένες πόρτες και όψεις, κρύβουν ερειπωμένα κτίρια και οικοδομικά τετράγωνα πίσω τους.

Kρατικοί και διεθνείς θεσμοί, προσπαθούν να κρύψουν την Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας. Μυθοποιούν τα όρια και τις προσόψεις των ερειπίων της, δημιουργώντας ένα θεατρικό σκηνικό, όπου μια εικονική Λευκωσία επιβιώνει ευτυχισμένη και ελεύθερη από συγκρούσεις. Στην πόλη, μεγάλες τοιχογραφίες που έχουν τολμήσει να ασχοληθούν με την ανεπίλυτη σύγκρουση, παραμένουν ανύπαρκτες. Στην Εντός των Τειχών Πόλη, κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής, μια σειρά από οδοφράγματα μπλοκάρουν την πρόσβαση στην περιοχή της οδού Ερμού, η οποία επικαλύπτεται στο μεγαλύτερο μέρος της από την Πράσινη Γραμμή. Αλλά, καθώς οι αποκαταστάσεις προσόψεων, βρίσκονταν σε εξέλιξη, τέχνη του δρόμου πάνω σε κάποια από αυτά τα οδοφράγματα, επισήμανε την παρουσία και τη διαταρακτική λειτουργία τους.

Έργα καλλιτεχνών όπως o Cacao Rocks, η Astraki Strikes και ο Twenty Three, λειτούργησαν σαν υπενθυμίσεις της ανεπίλυτης σύγκρουσης. Χαρακτηριστικές οι έντονες πινελιές του Cacao Rocks το 2013 στο οδόφραγμα της οδού Επτανήσου και σε έναν παρακείμενο τοίχο στην οδό Λιδίνης που, συνειδητά ή όχι, τράβηξαν την προσοχή στα αδιέξοδα της Λευκωσίας. Με παρόμοιο τρόπο, οι τοιχογραφίες της Astraki Strikes νότια της Γραμμής στην, ευτυχώς «ξεχασμένη», περιοχή μεταξύ του Προμαχώνα Podocattaro και της Παλιάς Αγοράς, φτιαγμένες από το 2014 μέχρι και την πανδημία, κάτω από τον τίτλο «Mapping The Old City», έδωσαν ταυτότητα και βιώθηκαν από τους κατοίκους, σαν μια μορφή αντίστασης στη νεοφιλελευθεροποίηση της γειτονιάς τους. Εκτελεσμένη επίσης το 2013 για ένα πάρτυ δρόμου της έκδοσης Avant Garde, μια τοιχογραφία του Twenty Three, που απεικονίζει έναν ηλικιωμένο μουστακαλή να διαβάζει εφημερίδα σε έναν τοίχο, ακριβώς επάνω στο οδόφραγμα της οδού Τάλου, έδωσε ζωή στην περιοχή, προσθέτοντας ένα πρόσωπο-σφραγίδα μιας κυπριακής ταυτότητας, ανθρωποποιώντας έναν εχθρικό χώρο, χωρίς να κρύβει την αληθινή του φύση-αυτή ενός φράγματος. Ενώ λοιπόν οι «αποικιογραφίες» επιχειρούν να κρύψουν την Πράσινη Γραμμή της Λευκωσίας, έργα καλλιτεχνών όπως οι Cacao Rocks, Astraki Strikes και Twenty Three, κοντά ή εφαπτόμενα στη Γραμμή, αναφέρονται καθαρά σε υπάρχοντα ζητήματα τοπικής ταυτότητας και σύγκρουσης, δουλεύοντας τις αστικές ρωγμές και τονίζοντας την παρουσία, τη μορφή, την υλικότητα, τον ιστό και τις γεωμετρίες της Γραμμής».

Ο Ρινόκερος και ο Βουφάγος της Βηρυτού

Στην αναφορά του για την περίπτωση της Βηρυτού, ο δρ Λεβέντης υπέμνησε μεταξύ άλλων, ότι το 1994, το κεντρικό τμήμα της Πράσινης Γραμμής της πόλης, δόθηκε στην Solidère, μια εταιρεία που ιδρύθηκε με κυβερνητικό διάταγμα για την ανακατασκευή του κέντρου της πόλης. «Τοιχογραφίες και άλλες πρωτοβουλίες δημόσιας τέχνης στη Βηρυτό της Solidère, είναι λίγες και βρίσκονται μακριά από την αναμορφωμένη περιοχή», είπε και πρόσθεσε: «Εξαίρεση είναι το «Ρινόκερος και Βουφάγος», ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «αποικιογραφίας», που υποστηρίζει τους στόχους της Solidère.

Δημιουργήθηκε το 2017 από τον Κουβανο-Αμερικανό καλλιτέχνη Έρνέστο Μαράνχε, σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ Λιβάνου και τη διεθνή ΜΚΟ AptArt. Το «Ρινόκερος και Βουφάγος» βρίσκεται στον νότιο τοίχο ενός μεσοπολεμικού κτιρίου διαμερισμάτων, σπάνιο κατάλοιπο στην Οδό Λόγχων νοτιοδυτικά του κέντρου της Πράσινης Γραμμής. Το έργο ήταν μέρος της δράσης «Ζωγράφισε Εκτός των Γραμμών», με διεθνείς καλλιτέχνες και παιδιά της πόλης να ολοκληρώνουν τοιχογραφίες σε διάφορα σημεία της Βηρυτού. Για το αφήγημα της συμβιωτικής σχέσης των δύο ζώων, ο Μαράνχε δήλωσε πως «το Ρινόκερος και Βουφάγος», «λειτουργεί ως υπενθύμιση πώς η διαφορετικότητα μπορεί να είναι ωφέλιμη και όχι βάρος». Η δράση ίσως χαροποίησε στιγμιαία τα παιδιά, που όμως είχαν σαφείς οδηγίες να ζωγραφίσουν μόνο «συμβιωτικές σχέσεις στη φύση». Ωστόσο, η θεματική της πολύχρωμης τοιχογραφίας, σε συνδυασμό με την τοποθεσία της στην άκρη των «Σούκ της Βηρυτού» της Solidère, όχι μόνο δεν ξέφυγε από πολιτικές διαγραφής της Ιστορίας, αλλά έγινε μέρος των πολιτικών αυτών. Μια «αισθητική» χρησιμοποιήθηκε εδώ για να αναισθητοποιήσει την πόλη, στερώντας της το δικαίωμα να συνομιλήσει με το δικό της παρελθόν και παρόν. Η «αποικιογραφία» αυτή, είναι δημόσια τέχνη που εναντιώνεται στο δικαίωμα του πληθυσμού στην πόλη του. Οι τραυματικές ιστορίες της πόλης, παραμένουν ανείπωτες και ο ζωγραφισμένος τοίχος φαντάζει σαν μια ρομαντική, εξωτική εικόνα αποκομμένη από το περιβάλλον της».

Μάτια που κοιτάζουν επίμονα στην Ιερουσαλήμ

«Κατά μήκος της ανατολικής άκρης της «Ραφής», βρίσκεται το Σιλουάν, ένα παλαιστινιακό χωριό που κρέμεται από τους λόφους νοτιοανατολικά της Παλαιάς Πόλης», ανέφερε ο δρ Λεβέντης. «Εδώ και χρόνια – συνέχισε – οι κάτοικοι του απειλούνται και εκδιώκονται από το χωριό, σε μια προσπάθεια αλλαγής της εθνοτικής σύνθεσης της περιοχής. Στη γειτονιά Batn al-Hawa, πραγματοποιείται από το 2019, μια δράση που ονομάζεται «I Witness Silwan». Η δράση είναι μια συνεργασία της Αμερικανίδας καλλιτέχνιδας και διευθύντριας της ομάδας «Art Forces» Σούζαν Γκριν, του τοπικού Κέντρου Τεχνών Madaa και των κατοίκων του χωριού. Η δράση χρησιμοποιεί τοιχογραφίες που απεικονίζουν ανθρώπινα μάτια σαν μαρτυρία και διαμαρτυρία. Θραύσματα προσώπων, αφορισμοί με τη μορφή ματιών που ανήκουν σε απλούς πολίτες και σε γνωστούς ακτιβιστές και αναγνωρίσιμες φιγούρες της πολιτιστικής σφαίρας, κοιτούν επίμονα, πίσω προς την Περιτειχισμένη Πόλη και πέρα από τη «Ραφή», προς τη Δυτική Ιερουσαλήμ. Η Γκριν παρατηρεί ότι με αυτό το «ριζοσπαστικό και επικίνδυνο» έργο, θέλει «το Σιλοάν να κοιτάει σε κάθε κατεύθυνση», αντιστρέφοντας τη ματιά παρακολούθησης, σε μια «πράξη οπτικής απο-αποικιοποίησης.»

Ο Τζαουάντ Σιγιάμ από το Κέντρο Τεχνών Madaa, προσθέτει: «Τα μάτια λένε στους ανθρώπους ότι τους βλέπουμε και θα έπρεπε και αυτοί να μας βλέπουν. Θέλουμε να πούμε ότι είμαστε εδώ, αγαπάμε το σπίτι μας, αγαπάμε τη γη μας». Το έργο είναι σπάνιο παράδειγμα τέχνης του δρόμου στην Ιερουσαλήμ, που προβάλλει μη κυρίαρχες απόψεις, καθιστώντας ορατές πάνω στον αστικό ιστό, άβολες αλήθειες. Δεν απεικονίζει σύμβολα ειρήνης, ούτε επιμένει σε μια απλή «ύπαρξη» ή επιβίωση. Αυτής της μορφής έργα, η μελλοντική τύχη των οποίων είναι αβέβαιη, αντιτίθενται ενεργά στον τοιχογραφικό και πολιτισμικό α(ε)ποικισμό».

*Ο δρ Πάνος Λεβέντης σημείωσε ότι η διάλεξή του, είναι μέρος έρευνας που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του διεπιστημονικού προγράμματος «Αμφισβητούμενα Αστυτοπία», του οποίου οι επιτόπιες μελέτες χρηματοδοτήθηκαν από το Σουηδικό Ίδρυμα για τη Διεθνή Συνεργασία στην Έρευνα και την Ανώτατη Εκπαίδευση. Η ερευνητική ομάδα στελεχώθηκε από τη Σχολή Αρχιτεκτονικής, Καλών Τεχνών και Επικοινωνιών του Πανεπιστημίου Drury και τη Σχολή Γεωγραφίας, Τουρισμού και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Κεντρικής Σουηδίας. Πρόσθεσε ότι το κείμενο της έρευνας του, έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο Architectures of Resistance, έκδοση του 2024 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Leuven και έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά για την παρούσα διάλεξη.