Η Συμφωνία της Πράσινης «Γραμμής», λήγοντος του 1963, η οποία, όπως είδαμε στο προηγούμενο, διχοτομούσε τους Δήμους και ανέθετε στους Άγγλους την επιτήρηση των «συνόρων», δεν ήταν, δυστυχώς, η μόνη τοποθέτηση σε μόνιμη βάση εκρηκτικών στα θεμέλια του κράτους. Ακολούθησε και δεύτερη εθνικά απαράδεκτη κίνηση του Μακαρίου: Δέχτηκε αγγλική πρόταση, για σύγκληση «Πενταμερούς Διασκέψεως», από την οποία, μάλιστα, θα απουσίαζε η Κυπριακή Δημοκρατία!..Θα έπαιρναν μέρος σ’ αυτήν μόνο οι τρεις «εγγυήτριες δυνάμεις» -Αγγλία, Ελλάδα και Τουρκία- μαζί με τις δύο κοινότητες, την ελληνική και την τουρκική, με τη δεύτερη να εκπροσωπείται από τον Ρ. Ντενκτάς, τον οποίο η Κυπριακή Κυβέρνηση κατονόμαζε, εκείνο ειδικά το διάστημα,«αρχιτρομοκράτη που ήταν πίσω από όλες τις αιματηρές επιθέσεις των Τούρκων στασιαστών ανά την Κύπρο».

 Όμως, πριν πάμε στην «Πενταμερή», να δούμε ακόμα μια ατυχή κίνηση του  Μακαρίου, την οποία, όμως, έσπευσε αμέσως να διορθώσει: Με ενθάρρυνση του Ρώσου πρέσβη στη Λευκωσία Πάβελ Γερμόσιν, κατάγγειλε τις «Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας», λέγοντας ότι αυτές «ήτο εξ αρχής άκυρες, διότι ευρίσκονται εις αντίθεσιν με σαφείς διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», και ότι «ουδέν, συνεπώς, δικαίωμα επεμβάσεως παρέχουν εις την Τουρκίαν». Ξεχνώντας, προφανώς, ότι και οι Συνθήκες αυτές περιλαμβανόταν στις Συμφωνίες Ζυρίχης, οι οποίες συνομολογήθηκαν και με τη δική του υπογραφή. Δεν πρόλαβε, όμως, να κάνει τη δήλωση για άκυρες Συνθήκες, και οι απειλές της Τουρκίας για εισβολή, σε συνδυασμό προς την ενδοκυπριακή ρήξη που ήταν σε εξέλιξη, οδήγησαν σε ενεργοποίηση -κι όχι σε αποδυνάμωση- της «Συνθήκης Εγγυήσεως». Ακολούθησε αυστηρή υπόδειξη του Βρετανού υπουργού Κοινοπολιτειακών Σχέσεων Ντάγκαν Σαντς προς αυτόν, οπότε ο Μακάριος, σε νέα του δήλωση, είπε πως «δεν επεδίωκε την κατάργηση των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας», αλλά επιθυμούσε «την εξασφάλισιν της διακοπής των Συνθηκών αυτών διά των καταλλήλων μέσων»!..

Προσθέτω πως, ότι η υπόδειξη Σαντς στον Μακάριο έγινε σε εσπευσμένη έκτακτη συνάντησή τους, κατά την οποία ο Σαντς του είπε: «Δεν μπορείτε να το κάμετε αυτό!..Αν δεν υποχωρήσετε, οι Τούρκοι θα βρίσκονται εδώ σε 24 ώρες και όλοι θα τους δικαιολογήσουν.!..Πρέπει να μασήσετε τα λόγια σας!..Εγώ θα σας βοηθήσω να βρείτε μια φόρμουλα»…

 Και, πράγματι, ο Μακάριος μάσησε τα λόγια του. Παρακινήθηκε από τη Ρωσία να κάνει κάτι, αλλά, παράλληλα, έσπευσε να συμπλεύσει με τα σχέδια των Δυτικών, που απέβλεπαν σε νατοποίηση της Κύπρου. Για να δεχθεί, ταυτόχρονα, τις έντονες επικρίσεις της Ενωτικής Παράταξης για την αποδοχή της «Πενταμερούς», όπως και του ΑΚΕΛ. Σε άρθρο της η «Χαραυγή», εκφραστικό όργανο του κόμματος, υπενθύμιζε, μεταξύ άλλων στον Μακάριο (3/1/64), ότι «μόλις την περασμένη Κυριακή είχε δηλώσει ότι η Κυβέρνηση δεν θα μετάσχει οποιασδήποτε Πενταμερούς»!..

Τι λέχθηκε στη Διάσκεψη

Η «Πενταμερής» άρχισε την Τετάρτη 15 του Γενάρη 1964, στο «Λάγκαστερ Χάουζ» στο Λονδίνο. Χωρίς ημερήσια διάταξη, με την κρατική οντότητα της Κ.Δ., που ήταν απούσα, να αμφισβητείται διεθνώς, αφού οι Τούρκοι του 18% εξισώνονταν με το 82% των Ελλήνων. Τις εργασίες της Διάσκεψης άνοιξε ο Σαντς, με προειδοποιήσεις, που εύκολα ερμηνεύονται ως κινδυνολογίες. Είπε: «Αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, τότε θα δημιουργηθεί κλίμα απελπισίας, που θα σπρώξει τις δύο πλευρές στην επιβολή της θελήσεώς τους με τη βία. Οι  μάχες θα επεκτείνονται και οι εξωτερικοί κίνδυνοι θα αυξάνονται. Εμείς, όμως, δεν θα μπορέσουνε να διαδραματίζουμε για πολύν ακόμα καιρό το ρόλο του αστυνομικού». Σαν «λύση», μάλιστα, στην τραγική κατάσταση που δημιουργήθηκε στο νησί, πρότεινε «πρακτικά μέτρα», τα οποία οδηγούσαν ευθέως προς τη διχοτόμηση: Τη μετακίνηση 35.000 Ελλήνων και 45.000 Τούρκων και την πλήρη εξάλειψη των μικτών χωριών, με την εθελοντική μετακίνηση 14.000 Τούρκων και 4.700 Ελλήνων!

  – Ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Χρήστος Ξανθόπουλος Παλαμάς, προσπάθησε να δικαιολογήσει τις ενέργειες του Μακαρίου, λέγοντας ότι «το Σύνταγμα έχει αποδειχθεί ανεφάρμοστο», με την επισήμανση ότι «η Ελλάδα παρέμενε προσηλωμένη στις ειρηνικές διαδικασίες» και ότι «υπήρχε άμεση ανάγκη εκτόνωσης της κατάστασης που δημιουργήθηκε μεταξύ των Ελλήνων και των φίλων Τούρκων».

  – Ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας Φερνιντούν Ερκίν, επέμεινε στην ύπαρξη της «Συνθήκης Εγγυήσεως» και ισχυρίστηκε ότι «οι θέσεις της Τουρκίας εξυπηρετούσαν όχι μόνο το λαό της Κύπρου, αλλά και τα στρατηγικά συμφέροντα της Δύσης». Άνοιξε, επίσης, τα διχοτομικά χαρτιά της χώρας του, εισηγούμενος «τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού καθεστώτος στην Κύπρο».

  – Ο Σπύρος Κυπριανού, ως εκπρόσωπος της ε/κ κοινότητας, «στάθηκε στην ανάγκη ύπαρξης ενός πραγματικά ανεξάρτητου κυπριακού κράτους», τονίζοντας ότι, «τόσο η «Συνθήκη Εγγυήσεως», όσο και οι απειλές της Τουρκίας για εισβολή, συγκρούονται με το Διεθνές Δίκαιο». Εκτός του ΥΠΕΞ Κυπριανού, την αντιπροσωπία της ε/κ πλευράς αποτελούσαν, οι  Γλαύκος Κληρίδης, Πρόεδρος της Βουλής, Τάσσος Παπαδόπουλος, υπουργός Εργασίας, Στέλλα Σουλιώτη, υπουργός Δικαιοσύνης και Πασχάλης Πασχαλίδης. Με νομικό σύμβουλο, τον Παναγιώτη Κακογιάννη.

  – Ο Ρ. Ντενκτάς, ως εκπρόσωπος των Τ/κ, ισχυρίστηκε ότι «η συνύπαρξη Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο είναι αδύνατη, γι’ αυτό και επιβάλλεται μετακίνηση πληθυσμών ώστε η ε/κ κοινότητα να χάσει κάθε δικαίωμα ή ευκαιρία ανάμειξης στις υποθέσεις των Τ/κ».

  Η Διάσκεψη συνεχίστηκε και τις επόμενες δύο ημέρες με αλληλοσυγκρουόμενες συνεχώς θέσεις από τους συζητητές, πλην όμως, στις 18 του Γενάρη, ο Σαντς άφησε κατά μέρος τα μισόλογα και τις πλαγιοδρομήσεις, και εισηγήθηκε την άμεση ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, με την ταυτόχρονη δημιουργία στην Κύπρο «ενιαίων τ/κ θυλάκων». Η πάγια, δηλαδή, επιδίωξη των Βρετανών για διχοτόμηση, σε απόλυτη σύμπλευση με τους Τούρκους, ήταν πλέον φανερή. Όπως εμφανής ήταν και η σκοπιμότητα πραγματοποίησης της «Πενταμερούς». Υποκίνησαν τον Μακάριο να ζητήσει αλλαγές στο Σύνταγμα, παρουσιαζόμενοι σαν, δήθεν, μετριοπαθείς μεσολαβητές, και τώρα αυτοαποκαλύπτονται ζητώντας διχοτόμηση, για να «λύσουν» μια για πάντα το Κυπριακό, εκβιάζοντας για το σκοπό αυτό, μάλιστα, ένα γρήγορο διακανονισμό. Την ώρα που οι Τούρκοι στην Κύπρο, συνέχιζαν με έντονους ρυθμούς τη μετακίνηση ομοφύλων τους και δημιουργώντας κλειστά γκέτο, ισχυριζόμενοι, μάλιστα, χωρίς ντροπή ενώπιον της «Πενταμερούς», ότι, «για λόγους ασφαλείας, οι μετακινήσεις Τ/κ πρέπει να ολοκληρωθούν το συντομότερο»!..

Χατζηδημητρίου: «Νέα Ζυρίχη η Πενταμερής»

ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (Τότε πτυχιούχος οδοντιατρικής στην Αθήνα-Εφημερίδα «Εθνική» 5/1/64): «Η συγκατάνευση της Κυπριακής Κυβέρνησης για Πενταμερή, θεωρείται ενέργεια που περικλείει νέους θανάσιμους κινδύνους. Προβλέπουμε τη χρεοκοπία της από την πρώτη στιγμή, γιατί κάθε διαπραγμάτευση θ’ αποδειχθεί ολέθρια για το εθνικό μέλλον του τόπου μας. Μία νέα Ζυρίχη προβάλλει μπροστά μας σαν φάντασμα. Και φοβούμαστε πως, η αποδοχή και μόνο της ιδέας της Πενταμερούς, θ’ αποδειχθεί ευνοϊκή για τους Τούρκους, γιατί τους αποκαθιστά στην παγκόσμια κοινή γνώμη. Δεν θα μπορούμε να μιλούμε πια για στασιαστές, μιας και δεχόμαστε με την Πενταμερή, τη διακοινοτική εμπλοκή του Κυπριακού. Και είναι επίσης γνωστό, πώς θ’ αντιμετωπίσουμε, μέσα στον κλειστό χώρο των διαπραγματεύσεων, έναν τυφλό εξτρεμισμό, που θα επιζητά τη διχοτόμηση της Κύπρου και αντλεί τη δύναμη του από τις ευνοϊκές γι’ αυτόν συμφωνίες του Λονδίνου-Ζυρίχης.

 (…) Έκπληξη προκάλεσε στον καθένα η εγκατάλειψη του ΟΗΕ και η αποδοχή της πενταμερούς. Υπάρχουν όμως ορισμένα γεγονότα-κλειδιά, που ερμηνεύουν πλήρως την κατάσταση. Και πρώτ’ απ’ όλα, η στάση ορισμένων κύκλων κατά της Ελλάδας. Οι «κύκλοι» αυτοί απέκρυψαν από τους αγωνιστές την αποφασιστική στάση της Ελλάδας, που εμπόδισε την τουρκική εισβολή και θεμελίωσε έτσι τη νίκη του λαού μας. Είδαν τις Συμφωνίες της Ζυρίχης να «κρεμμάζονται» κι ένιωσαν το έδαφος να κλονίζεται κάτω από τα πόδια τους. Τα προνόμια, η εξουσία, οι περιουσίες των, βάρυναν στην συνείδησή τους και αποδύθηκαν σε μια πρωτοφανή προσπάθεια αποξένωσης του αγωνιζόμενου λαού από το εθνικό Κέντρο».

Και η διχοτόμηση ήταν στο τραπέζι, πλην όμως…

Ο Ραούφ Ντενκτάς σχολίασε ως εξής (10/1/64) δήλωση του Μακαρίου, ότι «η ελληνική πλευρά θα αποχωρήσει της Πενταμερούς Διασκέψεως εάν τεθεί θέμα διχοτομήσεως της Κύπρου»: «Ο Μακάριος», είπε, «θέτει προϋποθέσεις δια την συμμετοχήν του εις την Διάσκεψιν. Εγνώριζεν, όμως, όταν προσεκλήθη εις αυτήν, ότι όλα τα μέτρα δια την διευθέτησιν του Κυπριακού, συμπεριλαμβανομένης και της διχοτομήσεως, θα συζητηθούν εις Λονδίνον. Πρόκειται περί νέου δείγματος της ατιμίας και του εκβιασμού του Μακαρίου».

 Γνώριζε, δηλαδή, ο Μακάριος,ότι στο Λονδίνο θα συζητείτο και η διχοτόμηση, κι όμως συγκατατέθηκε να μετάσχει σ’ αυτήν ως «ε/κ πλευρά» και όχι ως Κυβέρνηση της Κ. Δημοκρατίας. Ούτε, βέβαια φρόντισε να αποχωρήσει από τη Διάσκεψη η ε/κ αντιπροσωπία, όταν στο τραπέζι ήταν και η διχοτόμηση. Όπως κακώς δέχτηκε μονομερώς και την εκεχειρία στις 26/12/1963, με τους Τούρκους να συνεχίζουν να σφάζουν. Ούτε και ζήτησε την άμεση απόσυρση των αγγλικών στρατευμάτων όταν διαπιστώθηκε η μεροληπτική στάση τους υπέρ των Τούρκων και η απροθυμία τους να αποκαταστήσουν την τάξη.

Δυτικό «Σχέδιο ειρηνεύσεως» και παρέμβαση της Σ. Ένωσης

Μετά από αυτά, κι ενώ η «Πενταμερής» έβαινε προς αποτυχία, ο Σαντς τερμάτισε τις κοινές συσκέψεις και καθιέρωσε χωριστές επαφές με τους άλλους συμμετέχοντες, επειγόμενος δε να επιβάλει δεσμευτικές  ρυθμίσεις για το μέλλον της Κύπρου, σκόπιμα σχεδίασε και πέτυχε να αναμείξει και τις ΗΠΑ στο Κυπριακό. Αυτό, μετά από δήλωση του Βρετανού πρεσβευτή στην Ουάσιγκτον, ότι «η Μ. Βρετανία δεν μπορεί να σηκώνει επ’ άπειρο το οικονομικό κόστος που έχει η προσπάθεια για ειρήνευση στην Κύπρο», φράση που συνδυαζόταν με την απειλή, ότι «αν αποτύχει η Διάσκεψη, θα φέρουμε το θέμα ενώπιον του ΟΗΕ».

 Το αγγλικό κόλπο, στο οποίο συνεργός ήταν ασφαλώς και η Τουρκία, είχε άμεσο αποτέλεσμα: Μόλις την επομένη, ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Μπολ επικοινώνησε με τον Σαντς και συνεννοήθηκαν, την ώρα που ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ιζμέτ Ινονού ζητούσε τη βοήθεια των ΗΠΑ, «για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των Τ/κ», απειλώντας, παράλληλα, ότι η χώρα του «θα επέμβει μονομερώς μόλις επαναληφθούν τα επεισόδια στην Κύπρο».  Ως αποτέλεσμα της εκβιαστικής αυτής κίνησης, στις 31/1/64, Μπολ και Σαντς παρουσίασαν στην «Πενταμερή» «Σχέδιο ειρηνεύσεως», το οποίο προνοούσε βασικά, «την αποστολή στην Κύπρο «ειρηνευτικής δύναμης από χώρες του ΝΑΤΟ για ένα τρίμηνο, κατά το οποίο οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις θα ανέστελλαν το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης». Στη δύναμη αυτή, με Άγγλο διοικητή, θα μετείχαν ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ, ενώ για τη λύση των διαφορών που υπήρχαν, θα διοριζόταν μεσολαβητής κοινής αποδοχής. Η Τουρκία έσπευσε να χαιρετίσει το Σχέδιο, η Ελλάδα εξέφρασε επιφυλάξεις για τις αρμοδιότητες του μεσολαβητή και για το ότι «αγνοείτο η ύπαρξη του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους», ενώ ο Μακάριος το απέρριψε ασυζητητί, παρά τις πιέσεις που ασκήθηκαν σ’ αυτόν. Κράτησε, μάλιστα, την ίδια θέση, και μετά από τις βελτιώσεις που προθυμοποιήθηκαν να κάμουν οι Αγγλοαμερικανοί. Ταυτόχρονα, έστρεψε το ενδιαφέρον του για υποστήριξη από χώρες αντίθετες προς τη δυτική πρωτοβουλία, αλλά και με σκοπό να πετύχει διεθνοποίηση του Κυπριακού, γεγονός που καταγράφεται ως αποτυχία των ΗΠΑ, γιατί, ακριβώς, επικεφαλής των χωρών αυτών ήταν η Σοβιετική Ένωση. Η ΕΣΣΔ, που είχε κάθε συμφέρον να προωθήσει στη ΝΑ΄ Μεσόγειο τις δικές της επιδιώξεις, εκμεταλλευόμενη τη μεγάλη δυσαρέσκεια του Ελληνισμού απέναντι στη Δύση.     

 Οι εξελίξεις που ακολούθησαν στο θέμα νατοποίησης της Κύπρου, υπήρξαν ραγδαίες. Στις 27/1/64, ο Κύπριος αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Ανδρέας Αραούζος, ζήτησε από το Ρώσο πρεσβευτή στη Λευκωσία τη συμπαράσταση της ΕΣΣΔ, ενώ, δύο μέρες αργότερα, ο Μακάριος ζήτησε επίσημα σοβιετική βοήθεια. Ακολούθησε μήνυμα του Ρώσου Πρωθυπουργού Ν. Χρουτσιόφ προς όλους που είχαν ανάμειξη στο Κυπριακό, με το οποίο: Η ΕΣΣΔ αποδοκίμαζε και καταδίκαζε τα σχέδια επεμβάσεως στην Κύπρο,  τόνιζε ότι δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχη στα όσα συνέβαιναν στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και ότι, «η αποχή από κάθε ενέργεια που θα επιδείνωνε την κατάσταση στην περιοχή και θα καταπατούσε τα νόμιμα δίκαια του λαού της Κύπρου, θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Κύπρου, όπως και τα ευρύτερα τοιαύτα».

Μετά από τις εξελίξεις αυτές, η «Πενταμερής» που καρκινοβατούσε μετά και την απόρριψη του σχεδίου Μπολ-Σαντς από τον Μακάριο, ελπίδα νεκρανάστασης δεν είχε. Ακολούθησε το επόμενο διάστημα εσπευσμένη επίσκεψη Μπολ στην Κύπρο, με συγκλονιστικούς και ιλαροτραγικούς διαλόγους μεταξύ αυτού και του Μακαρίου, περιστατικά που θα μας απασχολήσουν σε άλλη περίπτωση.

Το σαράκι της διχόνοιας, «δούλεψε» και το 1963-64

Τα μίση, πάθη, εγωισμοί, μικρότητες, διχόνοιες και άλλα καταστροφικά συναισθήματα, που διαχρονικά χαρακτηρίζουν τους Έλληνες, δεν έλειψαν ούτε και κατά την κρίσιμη εκείνη για την Κύπρο περίοδο, του Δεκέμβρη 1963-Γενάρη 1964.

Έτσι το γεγονός ότι, ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ στρατηγός Γρίβας Διγενής, ανακοίνωσε αρχές του Γενάρη ’64, την πραγματοποίηση στην Αθήνα ευρείας Διάσκεψης αγωνιστών και αντιπροσωπευτικών παραγόντων της νήσου για ανασκόπηση των δραματικών εξελίξεων που επικρατούσαν την Κύπρο, εξόργισε τον Πρόεδρο Μακάριο. Δημοσιοποίησε αυτός, μάλιστα, την οργή του, με δηλώσεις στα ΜΜΕ, με τις οποίες επιτέθηκε δριμύτατα κατά του στρατηγού, φτάνοντας στο σημείο να τον αποκαλέσει…«σύμμαχο των Τούρκων»! Σε μια περίοδο, που η αρραγής ενότητα του κυπριακού Ελληνισμού ήταν περισσότερο από απαραίτητη.

Ο στρατηγός δεν απάντησε στον Μακάριο. Προχώρησε στην πραγματοποίηση της Διάσκεψης, στην οποία η συμμετοχή ήταν ευρύτατη, σ’ αυτήν δε επικράτησε μεγάλος εθνικός ενθουσιασμός και αγωνιστικό πνεύμα. Εγκρίθηκε ψήφισμα υπέρ της αυτοδιαθέσεως ως λύσης του Κυπριακού και συστάθηκαν Επιτροπές, για ηθική και αγωνιστική συμβολή στον μαχόμενο κυπριακό Ελληνισμό.

ΒΛΑΧΟΣ: «Αέρας αλλοφροσύνης στη Λευκωσία»!..

Στις 30 Δεκεμβρίου ’63, ο Έλληνας Πρωθυπουργός Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του και ανάλαβε ως υπηρεσιακός ο Ι. Παρασκευόπουλος, για τη διεξαγωγή των νέων εκλογών στις 16 Φεβρουαρίου. Πριν από την παραίτηση, όμως, ο ΥΠΕΞ Σ. Βενιζέλος, με υπόδειξη Παπανδρέου και σε συνεννόηση και με τον Αρχηγό της ΕΡΕ, Π. Κανελλόπουλο, έστειλε στον Μακάριο (28/12/1963), μια πολύ αιχμηρή επιστολή. Με μια αυστηρότατη προειδοποίηση του πολιτικού κόσμου της Ελλάδας ως συνόλου ουσιαστικά, όπως ο Κύπριος Πρόεδρος «σταματήσει πλέον τους επικίνδυνους πειραματισμούς του» και ότι «όσα συνέβαιναν στην Κύπρο δεν μπορούσαν να γίνουν πια κατανοητά από την Ελλάδα». Ταυτόχρονα εκφραζόταν η έντονη ανησυχία, για το γεγονός ότι ο Μακάριος, εκτός από τη συνεργασία του με τους Άγγλους, άρχισε συνεννοήσεις και με τους Ρώσσους!..

Με βάση αυτά, κατά το διπλωμάτη Άγγελο Βλάχο: «Ένας αέρας αλλοφροσύνης φυσούσε ήδη στη Λευκωσία, όμως τι μπορούσε να ελπίζει ο Αρχιεπίσκοπος και με ποια στηρίγματα άνοιγε μια δεύτερη φάση εθνικής περιπέτειας;».