Το επανάνοιγμα πειθαρχικής υπόθεσης κατά δικηγόρου η οποία αθωώθηκε διέταξε το Εφετείο, μετά από έφεση παραπονούμενης και πελάτισσας της, με το Δικαστήριο να αφήνει σαφείς αιχμές για τον χειρισμό της υπόθεσης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων.

Η παραπονούμενη με έφεσή της προσέβαλε την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων με την οποία απορρίφθηκε καταγγελία, την οποία με τον σύζυγο της είχαν υποβάλει κατά δικηγόρου, επειδή κρίθηκε ότι δεν είχε καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

Η εφεσείουσα προβάλλει ουσιαστικά τη θέση ότι αναγκάστηκε να παρευρεθεί μόνη της στην ακρόαση ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και ότι το αποτέλεσμα επίπληξης που της έγινε εκεί ήταν να αγχωθεί και να μην απαντήσει όπως ήθελε («να αγχωθώ και να μην μπορώ να εκφραστώ σε σημείο που ξεχνούσα ονόματα σημαντικά ως προς την υπόθεση και έτσι αναγκάστηκα να απαντώ μονολεκτικά στις ερωτήσεις που μου έκαναν»).

Η δικηγόρος αντιμετώπιζε ενώπιον του Πειθαρχικού δύο κατηγορίες, ήτοι για ασυμβίβαστη διαγωγή προς το επάγγελμα του δικηγόρου και τη δεύτερη για επονείδιστη διαγωγή προς το επάγγελμα του δικηγόρου. Σημασία έχουν και οι λεπτομέρειες αδικημάτων όπως αυτές καταγράφηκαν στο κατηγορητήριο.

Συγκεκριμένα με την πρώτη κατηγορία αποδίδετο στη δικηγόρο ότι: «…ενώ σας ανατέθηκε από τους παραπονούμενους εντολή για την οποία είχατε προπληρωθεί με το ποσό των 512,50 ευρώ, ώστε να εγείρετε αγωγή για αποζημιώσεις εναντίον του ιδιοκτήτη του εστιατορίου που οι παραπονούμενοι ενοικίαζαν, δεν το πράξατε με αποτέλεσμα οι παραπονούμενοι να ζημιωθούν».

Με την δεύτερη κατηγορία αποδίδετο στη δικηγόρο ότι: «…ενώ σας ανατέθηκε η υπόθεση που αναφέρεται στην 1η κατηγορία από τους παραπονούμενους, τους ενημερώνατε ψευδώς ότι εκκρεμεί υπόθεση στο Δικαστήριο ενώ δεν είχατε καταχωρίσει τέτοια υπόθεση».

Όπως αναφέρει το Εφετείο, «δυστυχώς η πορεία που η υπόθεση είχε ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν περιποιεί τιμή σε αυτό. Η αρχική καταγγελία φαίνεται να έγινε στις 2.11.2012. Στις 5.6.2014 στάληκε επιστολή από το Πειθαρχικό προς την εφεσείουσα (παραπονούμενη) ότι το Συμβούλιο είχε αποφασίσει πως δεν δικαιολογείται η διεξαγωγή έρευνας σε σχέση με την καταγγελία της.

Στις 8.7.2014, όμως, απεστάλη νέα επιστολή με την οποία ανακλήθηκε το περιεχόμενο της προηγούμενης και το Πειθαρχικό ενημέρωσε την εφεσείουσα ότι είχε αποφασίσει πως δικαιολογείτο η διεξαγωγή έρευνας. Η ακρόαση άρχισε το 2018 και υπήρξε ακροαματική διαδικασία σε τρεις δικασίμους, ήτοι στις 4.7.2018, 12.12.2018 και 17.1.2019. Ακολούθως δεν υπάρχει κάποια συνέχεια στο ζήτημα μέχρι τις 14.2.2022 που η υπόθεση ορίζεται εκ νέου (de novo) για απάντηση λόγω του ότι είχε αλλάξει η σύνθεση του Συμβουλίου. Δυστυχώς στο μεσοδιάστημα ο ένας παραπονούμενος (σύζυγος της εφεσείουσας) είχε αποβιώσει».

Η ακρόαση διεξήχθη για δεύτερη φορά στις 28.4.2022 όπου το Πειθαρχικό αφού άκουσε μόνο την παραπονούμενη αθώωσε τη δικηγόρο. Το Εφετείο αφού επισημαίνει τους δύο λόγους για να κριθεί ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, παρατηρεί πως το Πειθαρχικό εν προκειμένω δεν καταγράφει οποιαδήποτε τέτοια διαπίστωση ως προς την αναξιοπιστία των όσων δήλωσε η εφεσείουσα.

Προέβη, συνεχίζει, από μόνο του σε κατάληξη ότι το παράπονο της εφεσείουσας εστιάστηκε σε εσφαλμένο χειρισμό των υποθέσεων κρίνοντας ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί συστατικό στοιχείο των κατηγοριών. «Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορούσε να είχε εξαχθεί στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, αναφέρει το Εφετείο, ειδικά αφού από μέρους της εφεσείουσας είχε προβληθεί άλλη εκδοχή η οποία θα έπρεπε να είχε αφεθεί να αξιολογηθεί στο τέλος της δίκης, μετά την κλήση της δικηγόρου να προβάλει την υπεράσπιση της».

Μετά τη διαπίστωση αυτή η έφεση έγινε αποδεκτή και ακυρώθηκε η αθωωτική απόφαση. Δόθηκε παράλληλα διαταγή για συνέχιση της διαδικασίας ενώπιον του ίδιου κλιμακίου του Πειθαρχικού Συμβουλίου με την κλήση της καταγγελλόμενης να προβάλει την υπεράσπιση της, πράγμα που αναμένεται να λάβει χώρα το συντομότερο.