Υπάρχουν λογοτέχνες που όσο και ν’ αγγίξει η ψυχή τους την τέχνη του πεζού λόγου, ο ρυθμός και η ποιητική αισθητική διεισδύουν διάχυτα στην όποια δημιουργία τους. Είναι ίσως αυτή η ενέργεια της αρμονίας και της ολότητας που αγκαλιάζει την υπαρξιακή αναζήτηση της Λογοτέχνιδας  Λίλης Μιχαηλίδου.

«Παντού υπάρχει ομορφιά όταν έχεις τα μάτια σου ανοιχτά» (σελ. 43) γράφει. Με το πόνημα της το οποίο τιτλοφορείται Αυτοπροσωπογραφία καταθέτει ολάκερη ζωή σε κάθε λέξη, κάθε πρόταση, σε ένα βιβλίο που δεν ξεπερνά τις 44 σελίδες. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια όσο περίτεχνα και να τα εκφράσει κανείς για ν’ αποδώσουν την ουσία της ύπαρξης μια γυναίκας που γνωρίζει πώς να ολοκληρώνεται μέσα από το ταξίδι, νικώντας τις σκιές του φόβου, υπερβαίνοντας τα όρια που κρατούν ακόμα στην εποχή μας την Άνθρωπο – Λογοτέχνη δέσμια στα υπόγεια του χρόνου. Η Λίλη Μιχαηλίδου ξεθάβει από το υποσυνείδητο την ελευθερία της.

Είναι από τις ποιήτριες της γενιάς μας που οφείλουμε να θαυμάσουμε και να ευχαριστήσουμε για τον συγκερασμό της θηλυκής αρχής με την αρχέγονη δύναμη του πνεύματος αλλά και με την ανάγκη της γείωσης, ώστε να αποδεχτεί ανώδυνα τις σκιές της ειμαρμένης. Μετουσιώνει το παράπονο σε γνώση για ν’ απαντήσει το αίνιγμα της ζωής ή να αντιμετωπίσει με σοφία ό,τι ο χρόνος φανερώνει, «Βλέπω τον κόσμο» αναφέρει, «μέσ’ από την εκπληκτική διαδικασία της γέννησης, βλέπω το μεγάλωμα, την ωρίμανση και την ανάγκη να κρατηθεί αέναα, σαν το νερό που οδηγεί στη θάλασσα της μέρας και της νύχτας ξανά και ξανά. Τον χρόνο δεν τον ανακαλύπτεις∙ οι χάρτες της ζωής έχουν ήδη προσχεδιαστεί» (σελ.43). Δεν φτάνει όμως κανείς σε μονοπάτια ανθηρά αν δεν ανακαλύψει ένα εσώτερο πνευματικό δρόμο κι αυτό ακριβώς μοιράζεται μαζί μας η συγγραφέας, «Δεν ήθελα να διαταράξω την κυοφορία των απαντήσεων / κάθισα σιωπηλά σε μια πυξίδα / που έδειχνε την Ανατολή» (σελ. 36) αποκαλύπτει. Κι ακολουθεί η αναγκαία ανάμνηση σαν στρέφεται στο παρελθόν, σε ένα κορίτσι «με όνομα λεπτού κρίνου» (σελ.39) για να προσδιορίσει όπως η ίδια αποκαλεί Ιθάκη, την αθωότητα που φαντάζει «σαν ένας φάρος πιστός στον προορισμό» (σελ. 39).

Πώς αλλιώς να αρνηθεί το Εγώ που χτίζει ο άνθρωπος μες στην ψευδαίσθηση; Μόνο με το φύσημα του άνεμου, το σκίρτημα δηλαδή του πνεύματος. Πόσο μεστά και ποιητικά εκφράζει την αλήθεια της σαν αποτυπώνει λυτρωτικά στο χαρτί «Θα γράψω το όνομα μου στον άνεμο να το τινάξει σαν κριθάρι, να μείνει πίσω η ανωνυμία μου και κάποια εύγεστα κτερίσματα για φτωχούς και πεινασμένους (σελ. 39). Η ποίηση για την Λίλη Μιχαηλίδου είναι το άγγιγμα και το μοίρασμα ψυχής κι ανάτασης σ’ ένα κόσμο που λίγοι ευδοκιμούν. Οι στίχοι της παραπέμπουν σε αγαπημένους στίχους του Έλληνα ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου από το ποίημα του, Διάλογος με την Ποίηση: «Θα το ξέρουνε αύριο: Κοιτώντας τον κόσμο / με μοίρασες δίκαια. Μ’ έκαμες χίλιες / σπίθες και μια – και με σκόρπισες». Αγκαλιάζοντας ο ποιητής το Εμείς δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από το να αφήσει παρακαταθήκη τους στίχους του. Άλλωστε η ποίηση γνωρίζει τον τρόπο να μοιράζει και να κοινωνεί το πνεύμα των ποιητών σε κάθε γενιά που θα ακολουθήσει.

Η Λίλη Μιχαηλίδου έχει το χάρισμα να εκφράζει τον πόνο με μια δική της χαρακτηριστική αισθητική γραφή και να τον μηδενίζει. Τον αισθάνεται ίσως ο αναγνώστης σαν σύννεφο που κινείται πάνω από τις λέξεις μέχρι που να εξαφανιστεί ανώδυνα στον ορίζοντα των στοχασμών του. Είναι αυτή η αλχημιστική διαδικασία εντός, που φωτίζει μέχρι και τα σκοτάδια των προγόνων της. Στο Αν μου δοθεί αυτή η πόλη θα σε δω, εκφράζει τον δρόμο που έχει επιλέξει, «Τόσο μελάνι έχυσα, τόση γομολάστιχα για να σβήσω και να ξαναγράψω και να ξανακτίσω» (σελ.41). Ολάκερο το βιβλίο είναι μια αποκάλυψη για τον αναγνώστη που δύναται να διαβάζει πίσω από τις γραμμές και που εκλαμβάνει τις πολυδιάστατες έννοιες του.

Αναφερόμενη η συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου της στις ιδέες του David Diop από το βιβλίο του Tην νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα, σχετικά με την ικανότητα του συγγραφέα να φανερώνει μια ιστορία μέσω μιας άλλης, την τεχνική δηλαδή της αλληγορίας, ο αναγνώστης της Αυτοπροσωπογραφίας θα θελήσει να «μεταμορφώσει τη ζωή του, θα μπορεί να κάνει μια αόριστη επιθυμία πράξη» καθότι η ταύτιση με την συγγραφέα φέρνει συνήθως μια προσωπική ιστορία που εμφωλεύει, στην επιφάνεια της μνήμης.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το δεύτερο είναι το περιεχόμενο του πρώτου μέρους σε μια εξαίρετη και εύστοχη μετάφραση στα Αγγλικά του David Connoly. Ίσως να είναι σημαντικό για τους δίγλωσσους αναγνώστες ν’ απολαύσουν ιστορίες που τους εντυπωσίασαν και στις δύο γλώσσες. Μ’ αυτό τον τρόπο το κείμενο στα ελληνικά αποκτά μια άλλη διάσταση αρκετά ενδιαφέρουσα. Είναι κατανοητό πως ο Connoly έχει το δικό του στυλ έκφρασης στη μετάφραση. Αναδεικνύει όμως τα γραφόμενα διατηρώντας το ύφος και το στυλ της γραφής της συγγραφέως∙ η βαρύτητα δε των εννοιών παραμένει αναλλοίωτη. Πόσο όμορφα αποδεικνύεται αυτό στο κείμενο ‘Αν μου δοθεί αυτή η πόλη, θα σε δω’ (σελ. 40), όπου η Λίλη Μιχαηλίδου γράφει «Ο χρόνος παγώνει την επιθυμία, παγώνει ακόμη και τη φωτιά που σιγοκαίει∙ στάχτη υγρή» και ο Connoly μεταφράζει, «Time freezes the desire, freezes also the fire that smoulders; damp ash” (page 73).

Συχνά, η συγγραφέας όταν δίνει έμφαση σε αξιοσημείωτα χωρία του βιβλίου εκφράζεται με ποιητικό λόγο τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις ακούγονται αποφθεγματικά: “Η σιωπή μας, όμως, βοηθά τη φύση να μεγαλώνει πέρα απ’ τα σώματα μας» (σελ. 19) και «Θα μεταφράσω τις προσευχές μου στη γλώσσα του Θεού, να τις καταλάβει, να μην πέσουν στο κενό ανάμεσα του και στον κόσμο» (σελ. 17). Στην αφήγηση ο πεζός λόγος εξυπηρετεί τη συγγραφέα στο να δώσει ροή στα κείμενα, να ελιχθεί νοηματικά αλλά και να κινηθεί περίτεχνα στον χώρο και στον χρόνο. Η ίδια παραδέχεται πως «για να κερδίσω την ελευθερία της γραφής θα πρέπει να παραβγώ τον ποιητικό λόγο» (σελ. 15). Ουσιαστικά, η συγγραφέας όπως αναφέρει στο προλογικό σημείωμα, αφήνει τις σκέψεις και τα συναισθήματα της να σχηματίσουν τον λόγο και τη μορφή των γραφομένων της. Δεν ακολουθεί τους προσδοκώμενους κανόνες γιατί αυτό το μήνυμα πιστεύω επιθυμεί να δώσει∙ να υπερβεί η δημιουργία της τα όρια και τις προσδοκίες που θέτει ο λογοτεχνικός ή και ακαδημαϊκός χώρος. Θα έλεγα λοιπόν πως η τόλμη αυτή στη γραφή ανοίγει νέο ορίζοντα στη νεοελληνική κυπριακή λογοτεχνία.

Η Αθηνά Τέμβριου

Η πνευματική ελευθερία μεταγγίζει τα αφηγήματα της προσφέροντας στον αναγνώστη μια νέα προοπτική, η οποία όμως υφίσταται μέσα στα πλαίσια της συλλογικής νοημοσύνης ώστε να υπάρχει η αποδοχή και η μέθεξη με τον Άλλον. Γεννιούνται συναισθήματα όπως η συμπόνια και η ανάγκη για κοσμική αλλαγή. Έκδηλη είναι επίσης η σύγκρουση του μεταφυσικού και του γήινου. Αυτό που συναρπάζει στην αφήγηση της είναι πως αυτές οι δύο έννοιες συναντιόνται λες και η μία συμπληρώνει την άλλη καθώς η συγγραφέας ανακαλύπτει τον κόσμο πέρα του φυσικού μέσα από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Το αποτέλεσμα είναι η εξύψωση της ανθρώπινης ύπαρξης από το χθόνιο στην αισθησιακή αντίληψη των πραγμάτων. Διεισδύει διακριτικά στη γραφή της η συνεχής ανίχνευση μιας εσώτερης αλήθειας διά μέσω των αισθήσεων, ώστε να γεφυρώσει το υποσυνείδητο με την συνειδητή πραγματικότητα, αναγκαίο μονοπάτι για αρκετούς εκλεκτούς δημιουργούς που στην ουσία οραματίζονται ένα ανώτερο εαυτό. «Θα γράψω τα πράγματα» δηλώνει, «θα μπω με τα μάτια ανοιχτά στο σκοτάδι, θα μυρίσω τους ανθούς των πορτοκαλιών να νιώσω τη γεύση τους, / … / ενώ έξω χιονίζει, κάθε νιφάδα και μια προσευχή, κι ο Θεός στέκεται πάνω από τα κεφάλια μας μέσα σε μια λαμπερή έκταση στον ξενώνα της ζωής μας» (σελ. 34).

Αν έθετε κανείς ως θέμα την ψυχογραφία στη Λογοτεχνία, η πολυδιάστατη Αυτοπροσωπογραφία της Λίλης Μιχαηλίδου θα μπορούσε να ήταν ένα από τα έργα για να αναδείξει ένας αναλυτής τις ενδόμυχες πτυχές της γυναικείας οντότητας και ιδιαίτερα την υπαρξιακή πολυπλοκότητα της ψυχοσύνθεσης της, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη την εποχή στην οποία ζει η συγγραφέας, όπως και την κουλτούρα του τόπου της. Ο λογοτεχνικός μας χώρος χρειάζεται να στραφεί με αναλυτική και κριτική ματιά στην γυναικεία λογοτεχνία, δίχως φεμινιστικές εμμονές αλλά με απαραίτητη προϋπόθεση να ελευθερωθεί και να ακουστεί η γυναικεία φωνή στην τέχνη, όπως η φωνή της Λίλης Μιχαηλίδου. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει άλλωστε πως «η καλλιτέχνης για να πετύχει πρέπει να διαθέτει θαρραλέα ψυχή, τη ψυχή, η οποία τολμά και αψηφά» (σελ. 86) σύμφωνα με την Αμερικανίδα συγγραφέα Κέιτ Σοπέν στο βιβλίο της Αφύπνιση, το οποίο η μνήμη επανάφερε κατά την ανάγνωση της Αυτοπροσωπογραφίας.

Η Λίλη Μιχαηλίδου