«Η μεταχείριση των παιδιών που είναι θύματα των συνθηκών που ζουν και των παιδιών που έχουν παραβιάσει το νόμο, αντανακλά τον πολιτισμό μίας κοινωνίας και το σύστημα αξιών της» (Junger-Tas, 2006). Τη φράση αυτή επέλεξε ο δρ Ανδρέας Καπαρδής, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου, τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών,επίτιμος καθηγητής Έρευνας στο Ινστιτούτο Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ και ισόβιο μέλος του Clare Hall στο Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ, για να εστιάσει στο πολύ ενδιαφέρον θέμα, το οποίο το τελευταίο διάστημα έχει βρεθεί εκ νέου στο προσκήνιο: τη νεανική αντικοινωνική συμπεριφορά και το πώς αυτή αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά.
Ο δρ Καπαρδής ξεκαθάρισε πως ο σωστός όρος δεν είναι «παιδιά με παραβατική συμπεριφορά» αλλά «παιδιά που εκδηλώνουν αντικοινωνική συμπεριφορά». Αυτή η διευκρίνιση έγινε από τον Καθηγητή με αφορμή τα όσα τον τελευταίο καιρό βλέπουν το φως της δημοσιότητας όσον αφορά επεισόδια που καταγράφονται εντός κι εκτός σχολείων με πρωταγωνιστές μαθητές αλλά και τη συζήτηση που γίνεται τους τελευταίους μήνες γύρω από την απόφαση του υπουργείου Παιδείας να λειτουργήσει εναλλακτική δομή φοίτηση για μαθητές που εκδηλώνουν «ακραίες παραβατικές συμπεριφορές».
Στο ρεπορτάζ αυτό, ο δρ Καπαρδής αναλύει ενδιαφέροντα σημεία που άπτονται του σημαντικού αυτού ζητήματος, το οποίο δεν αφορά μόνο τα σχολεία και το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά την κοινωνία γενικότερα και κατ’ επέκταση και την Πολιτεία. Εξηγεί βασικές έννοιες που αφορούν το νομικό πλαίσιο που υπάρχει και το οποίο ενεργοποιείται όταν ένα παιδί έρθει σε σύγκρουση με το Νόμο, τη νεανική αντικοινωνική συμπεριφορά που εκδηλώνουν παιδιά κάτω των 18 ετών και φυσικά, ποιοι παράγοντες χτυπάνε καμπανάκι στην οικογένεια και στους γονείς ώστε να προλάβουν ανεπιθύμητες καταστάσεις και συμπεριφορές.

Από τη συζήτηση μας με τον δρα Καπαρδή δεν θα μπορούσε να λείψει η αναφορά σε ένα απτό παράδειγμα που έφερε πολύ θετικά αποτελέσματα. Στις «Κοινότητες που νοιάζονται». Ένα πολύ πετυχημένο παρεμβατικό πρόγραμμά που εφαρμόστηκε στο Δήμο Λατσιών πριν μερικά χρόνια και που αξιολογήθηκε πολύ θετικά από εμπειρογνώμονές διεθνώς. Όσον αφορά στο γιατί είχε θετικά αποτελέσματα και δη, στην πράξη και όχι στη θεωρεία, ο δρ Καπαρδής εξηγεί γιατί αυτό αντιμετώπισε την αντικοινωνική συμπεριφορά των παιδιών χωρίς αποκλεισμό αλλά ταυτόχρονα και στο επίπεδο του παιδιού, της οικογένειας, του σχολείου και της τοπικής κοινωνίας σε συνεργασία με την τοπική αστυνομία.
Νομικό πλαίσιο που έλαβε υπόψη διάφορες παραμέτρους
Σύμφωνα με το δρα Καπαρδή, στο Νόμο «περί Παιδιών σε Σύγκρουση με το Νόμο», Νόμο του 55(I)/2021) κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση ειδικού θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τη μεταχείριση παιδιών σε σύγκρουση με το νόμο, στο πλαίσιο του οποίου να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικές ανάγκες και τα δικαιώματα των παιδιών που βρίσκονται σε ιδιαίτερα ευάλωτη θέση λόγω:
>> Της ηλικίας τους
>> Του βαθμού ωριμότητάς τους
>> Της εξάρτησής τους από τους ενήλικες
Το πλαίσιο αυτό στηρίχτηκε στο να λειτουργεί προληπτικά και αναμορφωτικά, παρέχοντας τη δυνατότητα στα παιδιά αυτά για αποκατάσταση και επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο, με προοπτική να μην περιπέσουν εκ νέου σε συμπεριφορές που απαγορεύονται από το νόμο.
Όπως μας εξηγεί ο ειδικός, ο ίδιος νόμος προβλέπει και την εγκαθίδρυση συστήματος ποινικής δικαιοσύνης φιλικού προς τα παιδιά το οποίο να λαμβάνει υπόψη: (α) τις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, (β) το Γενικό Σχόλιο Αρ. 10 της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού ημερομηνίας 25 Απριλίου 2007, Αναφορικά με τα Δικαιώματα των Παιδιών στο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης για Παιδιά, (γ) τους στοιχειώδεις κανόνες των Ηνωμένων Εθνών του 1985 για την Απονομή Δικαιοσύνης σε Ανηλίκους, γνωστούς ως «κανόνες του Πεκίνου», (δ) τους κανόνες των Ηνωμένων Εθνών του 1990 για την Προστασία των Ανηλίκων που έχουν Καταδικαστεί σε Στέρηση της Ελευθερίας τους, γνωστούς ως «κανόνες της Αβάνας», (ε) τις Κατευθυντήριες Γραμμές των Ηνωμένων Εθνών του 1990 για την Πρόληψη της Εγκληματικότητας των Νέων, γνωστές ως «κατευθυντήριες γραμμές του Ριάντ», (στ) τις Κατευθυντήριες Γραμμές των Ηνωμένων Εθνών του 2005 για τη Δικαιοσύνη σε Υποθέσεις με Ανήλικα Θύματα και Ανήλικους Αυτόπτες Μάρτυρες και, τέλος, (ζ) τις Κατευθυντήριες Γραμμές του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2010 αναφορικά με τη Φιλική προς το Παιδί Δικαιοσύνη.
Στον περί Παιδιών σε Σύγκρουση με το Νόμο, «παιδί» σημαίνει πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, το οποίο έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα ή θεωρείται ύποπτο διάπραξης ποινικού αδικήματος και κατ’ εξαίρεση πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του για αξιόποινες πράξεις τις οποίες τέλεσε πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του.

>Και προβληματικές σχέσεις με γονείς και σχολεία
«Η νεανική παραβατικότητα, η αντικοινωνική συμπεριφορά και η εγκληματικότητα και η επιστημονική έρευνα της στην Κύπρο έχει μία ιστορία 40 χρόνων. Τέτοιες μελέτες αυξήθηκαν σημαντικά την δεκαετία του 1990. Οι έρευνες αυτές εντόπισαν σοβαρές μορφές αντικοινωνικής συμπεριφοράς, εντοπίστηκαν μικρά μεν ποσοστά αλλά ανησυχητικά, δεδομένης της έλλειψης αποτελεσματικών παρεμβατικών προγραμμάτων στη Μέση Εκπαίδευση και στην οικογένεια», αναφέρει ο δρ Καπαρδής.
Συμπληρώνει μάλιστα, πως οι ίδιες μελέτες εντόπισαν επίσης ένα σχετικά μικρό ποσοστό μαθητών γυμνασίου που είχαν μία προβληματική σχέση με τους γονείς τους που εγκυμονούσε σοβαρό κίνδυνο να καταλήξουν «πελάτες» του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Όσον αφορά στη σχέση των παιδιών με το σχολείο τους, εντοπίστηκε ένα σχετικά μικρό ποσοστό μαθητών γυμνασίου που είχαν μία προβληματική σχέση με το σχολείο τους
Οποιαδήποτε σοβαρή επιστημονική προσπάθεια αντιμετώπισης της αντικοινωνικής συμπεριφοράς παιδιών και εφήβων, αξιοποιώντας γνώσεις στην εγκληματολογία διεθνώς, πρέπει να επενδύσει στην αύξηση των προστατευτικών παραγόντων που μειώνουν την εφηβική αντικοινωνική συμπεριφορά και στην μείωση των παραγόντων υψηλού κινδύνου που οδηγούν στην εκδήλωση της, επισημαίνει ο δρ Καπαρδής.
Αναφορικά με το ποιοι είναι οι παράγοντες υψηλού κινδύνου σε σχέση με την οικογένεια, ο δρ Καπαρδής αναφέρει ότι αυτοί περιλαμβάνουν: Να μη ζουν τα παιδιά με τους γονείς, να έχουν γονείς που καυγάδιζαν, να μη μοιράζονταν καμιά δραστηριότητα με τους γονείς τους, να μη λένε στους γονείς τους τι ώρα θα γυρίσουν σπίτι και οι γονείς ούτε καν γνώριζαν που πηγαίνουν τα παιδιά τους στον ελεύθερο τους χρόνο.
Οι δε, παράγοντες κινδύνου σε σχέση με το σχολείοπεριλαμβάνουν: Να μη αρέσει στα παιδιά το σχολείο, να απουσιάζουν από την τάξη χωρίς δικαιολογία, να επαναλαμβάνουν την ίδια τάξη, να μη τους λείπει το σχολείο τους όταν αλλάζουν γειτονιά και να φοιτούν σε σχολείο που δεν τους προσφέρει άλλες δραστηριότητες τον ελεύθερο τους χρόνο. Πιο αναλυτικά, οι παράγοντες υψηλού κινδύνου αναφέρονται και στα εξής σημεία:
- Όταν ένα γυμνασιόπαιδο βγαίνει συχνά έξω τα βράδια.
- Δεν περνά χρόνο με τους γονείς του, αλλά με φίλους του σε παρέα με τέσσερα ή περισσότερα άτομα.
- Δεν του αρέσει το σχολείο και δεν διαβάζει βιβλία.
- Συναναστρέφεται με συνομήλικους που παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά.
- Η παρέα του/της αποτελείται από άτομα που αποτελούν «κλίκα».
- Διαπράττει και αντικοινωνικές αλλά και εγκληματικές πράξεις στον ελεύθερο του χρόνο.
«Τα ίδια χαρακτηριστικά συχνά αποτελούν προγνωστικά ότι ένας ανήλικος/μία ανήλικη θα κάνει κατάχρηση αλκοόλ, χρήση ναρκωτικών ή θα κάνει κοπάνα από το σχολείο», σημειώνει ο Καθηγητής, προσθέτοντας πως παράγοντες κινδύνου όπως η αποδιοργάνωση της κοινωνίας, η στάση των γονιών που είναι ευνοϊκή στη χρήση αλκοόλ, ναρκωτικών, η σχολική αποτυχία, η χρήση ναρκωτικών από τους φίλους και η ανυποταξία έχουν βρεθεί ότι σχετίζονται θετικά με τη χρήση ναρκωτικών και την αντικοινωνική συμπεριφορά κατά την εφηβεία.
Ο πιο σημαντικός προστατευτικός παράγοντας είναι ο οικογενειακός δεσμός. Ο προστατευτικοί παράγοντες που περιλαμβάνουν ευκαιρίες και ανταμοιβές για κοινωνική συμμετοχή και δέσιμο με τους γονείς, τεκμηριωμένα συνδέονται με λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς στους εφήβους.

>Η σημασία των παρεμβατικών προγραμμάτων
Αξιοποιώντας τη γνώση και την εμπειρία του ο δρ Καπαρδής κάνει ξεκάθαρα λόγο για τη σημασία που έχουν τα σωστά παρεμβατικά προγράμματα σε αυτές τις περιπτώσεις παιδιών. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει «αν με ένα παρεμβατικό πρόγραμμα κατορθώσουμε να μειώσουμε τους κινδύνους ή/και να αυξήσουμε την προστασία, τότε τα μελλοντικά προβλήματα θα έχουν μειωμένες πιθανότητες να δημιουργηθούν».
Με αφορμή αυτή τη θέση, αναφέρθηκε σ’ ένα πολύ πετυχημένο παρεμβατικό πρόγραμμά που εφαρμόστηκε πριν μερικά χρόνια στο Δήμο Λατσιών και που αξιολογήθηκε πολύ θετικά από εμπειρογνώμονές διεθνώς. Το πρόγραμμα έγινε γνωστό με τον τίτλο «Κοινότητες που Νοιάζονται/ Communities that care/ CTC».
Σύμφωνα με το δρα Καπαρδή, το πρόγραμμα αυτό αντιμετωπίζει την αντικοινωνική συμπεριφορά παιδιών και εφήβων ταυτόχρονα στο επίπεδο του παιδιού, της οικογένειας, του σχολείου και της τοπικής κοινωνίας σε συνεργασία με την τοπική αστυνομία. Επίσης, το πρόγραμμα αυτό έχει ως αιχμή του δόρατος τον αθλητισμό, αξιοποιεί εκπαιδευτές με μερική απασχόληση και προσφέρει ποικιλία εποικοδομητικών ενασχολήσεων για τα παιδιά και τους εφήβους κατά τον απογευματινό τους χρόνο. Εφαρμόστηκε στη συνέχεια στη Γερμανία και σήμερα εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των νέων σε Σκανδιναβικές χώρες.
«Αναμφίβολα, υπάρχουν τρόποι αποτελεσματικής αντιμετώπισης της αντικοινωνικής συμπεριφοράς των παιδιών και εφήβων μας για ένα καλύτερο μέλλον για όλους», δηλώνει ο δρ Καπαρδής.