Δεν έπεισε ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο που συνήλθε ως Εφετείο η Νομική Υπηρεσία, που ζητούσε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία Δικαστήριο ακύρωσε ένταλμα έρευνας σε λυόμενη κατοικία στη Λεμεσό, προσώπου υπόπτου για ναρκωτικά.
Το ένταλμα έρευνας της οικίας του υπόπτου εκδόθηκε στις 19.9.2023 σε σχέση με τη διερεύνηση των αδικημάτων της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, της παράνομης κατοχής και της παράνομης κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και Β (δηλαδή κοκαΐνη και κάνναβη).
Ο ενδιαφερόμενος ζήτησε και πέτυχε με αίτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο, την ακύρωση του εντάλματος έρευνας με την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε έφεση την οποία χειρίστηκε ο ίδιος ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας Σάββας Αγγελίδης.
Το Ανώτατο (τρεις δικαστές) επεσήμανε ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι από την ένορκη δήλωση που συνόδευε το αίτημα της Αστυνομίας για την έκδοση του εντάλματος έρευνας, «δεν φαίνεται να αποκαλύπτονται στοιχεία ή μαρτυρία, ικανά να οδηγήσουν στη διασύνδεση, κατά τον χαλαρό έστω τρόπο που απαιτείται στις περιπτώσεις του είδους, της συγκεκριμένης λυόμενης κατοικίας, με τις ναρκωτικές ουσίες ή τα άλλα τεκμήρια που η αστυνομία παρουσιάζεται να αναζητούσε στα πλαίσια της διερεύνησης των αδικημάτων που την απασχολούσαν».
Συνεπώς κατέληξε πως δεν στοιχειοθετείτο «η ύπαρξη εύλογης αιτίας σε συνάρτηση με τα αντικείμενα των οποίων επιδιωκόταν η ανεύρεση, ως προβλέπεται τούτο στο άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155».
Περαιτέρω σημειώνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επισημάνει πως η μαρτυρία που τέθηκε προς υποστήριξη της αίτησης για την έκδοση του εντάλματος έρευνας, δεν ήταν ικανή να συνδέσει την οικία με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, υπό την έννοια ότι «πέραν από την αναφορά ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο θεάθηκε το όχημα που οδηγούσε ο αιτητής να έρχεται στην οικία και στη συνέχεια να αναχωρεί από αυτήν, δεν αναφέρεται οτιδήποτε για είσοδο ή έξοδο του αιτητή ή της κοπέλας που τον συνόδευε στην συγκεκριμένη οικία, για τον τρόπο που οι τελευταίοι εκινούντο, εάν κατέβηκαν από το όχημα στο οποίο επέβαιναν, εάν μετέφεραν οτιδήποτε στην οικία, εάν παρέλαβαν ή άφησαν οτιδήποτε σε αυτή».
Ορθή κρίνεται και η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η αναφορά στο ότι ο εφεσίβλητος με τη συνοδηγό του θεάθηκαν να «έρχονται» στην οικία και να αναχωρούν από εκεί 15 λεπτά αργότερα, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε άλλη πληροφόρηση αναφορικά με τις κινήσεις, τη συμπεριφορά τους εκεί και τυχόν είσοδο και έξοδο τους από την οικία, δεν ισοδυναμεί δίχως άλλο με την είσοδο του ενός ή και των δύο στην οικία.
Πρόκειται, προστίθεται, για μια γενική και αόριστη αναφορά η οποία, στη συνήθη έννοια και ερμηνεία της, αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, σε αντιδιαστολή με τη μετέπειτα περιγραφή των κινήσεων τους στο κοιμητήριο, όπου αναφέρθηκε ρητώς πως εισήλθαν εντός του χώρου του κοιμητηρίου, καθ’ ον χρόνο η Αστυνομία δεν είχε πλέον οπτική επαφή μαζί τους, και αφού εξήλθαν του χώρου και το όχημα ανακόπηκε, ανευρέθηκαν ναρκωτικά και τα υπόλοιπα αντικείμενα και χρήματα εντός αυτού.
Μετά τα ευρήματα αυτά το Ανώτατο απέρριψε την έφεση.