Απορρίφθηκε η αίτηση μεγάλου δικηγορικού γραφείου της Λεμεσού που είχε εμπλακεί στην υπόθεση με τα χρυσά διαβατήρια και τώρα ερευνάται, με την οποία ζητούσε άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο, με σκοπό να αιτηθεί ακύρωση του εντάλματος έρευνας για συλλογή στοιχείων.

Προχθές δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε το αίτημα τόσο του δικηγορικού γραφείου όσο και 11 δικηγόρων ή υπαλλήλων του προς ακύρωση του εντάλματος έρευνας των γραφείων, που εκδόθηκε στις 8/10/2024 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Το ένταλμα εκδόθηκε επί τη βάσει ύπαρξης εύλογης υποψίας της Αστυνομίας ότι στο δικηγορικό γραφείο βρίσκονται τεκμήρια, όπως έγγραφα σε ηλεκτρονική μορφή, ηλεκτρονική αλληλογραφία και άλλα τεκμήρια, που σχετίζονται και θα παρέχουν απόδειξη για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, ήτοι,

1) Συνομωσία για καταδολίευση, Άρθρο 302 του Κεφ. 154,

2) Συνομωσία για διάπραξη κακουργημάτων, Άρθρο 371 του Κεφ. 154,

3) Αδικήματα κατά παράβαση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες,

5) Παράλειψη συμμόρφωσης στους Νόμους και Κανονισμούς κατά παράβαση του Άρθρου 88 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002),

6) Πλαστογράφηση Ταξιδιωτικών Εγγράφων κατά παράβαση του Άρθρου 89(1)(ε) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002).

Σύμφωνα με τον σχετικό όρκο, τα υπό διερεύνηση αδικήματα είχαν διαπραχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία από το 2015 μέχρι και την ημερομηνία έκδοσης του υπό έλεγχο εντάλματος και σχετίζονται με τις κατ’ εξαίρεση πολιτογραφήσεις ως Κύπριων πολιτών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος των ακολούθων προσώπων (επενδυτών) και των εξαρτώμενων τους: 1) E.K. και D. T., από τη Ρωσία, 2) L. G. D., από τη Βενεζουέλα, 3) V. D., από τη Ρωσία και 4) A. Z., από τη Ρωσία. Όπως αναφερόταν στον όρκο, η Αστυνομία για είχε εξασφαλίσει στις 3/4/2024 την έκδοση εντάλματος έρευνας για τα γραφεία της εταιρείας. Στο πλαίσιο εκτέλεσης του αρχικού εντάλματος έρευνας η Αστυνομία είχε λάβει σε έντυπη μορφή τέσσερις φακέλους οι οποίοι αφορούσαν τις αιτήσεις για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση ως Κύπριων πολιτών τεσσάρων προσώπων.

Επιπλέον παρελήφθησαν αρχεία και αλληλογραφία σε ηλεκτρονική μορφή που εντοπίστηκαν στον Server μέσω λέξεων κλειδιών που σχετίζονται με τις πιο πάνω υποθέσεις και τα οποία μεταφέρθηκαν σε ψηφιακό δίσκο. Όπως περαιτέρω αναφέρεται στον Όρκο, «διαπιστώθηκε ότι κάποια από τα ηλεκτρονικά δεδομένα πιθανόν να αλλοιώθηκαν δια διαγραφής από τον Κεντρικό εξυπηρετητή του δικηγορικού γραφείου με αποτέλεσμα να μην εντοπιστούν κατά την έρευνα που έγινε στις 5/4/2024».

Στον ίδιο Όρκο αναφέρεται ότι η έκδοση του εντάλματος έρευνας είναι ευλόγως αναγκαία για επαναφορά των δεδομένων που πιθανό να έχουν διαγραφεί/αλλοιωθεί και σχετίζονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Συγκεκριμένα, στον Όρκο γίνεται αναφορά ότι «υπάρχει η δυνατότητα μέσω της τεχνολογίας να επανακτηθούν διαγραφέντα/αλλοιωμένα αρχεία από τον κεντρικό εξυπηρετητή, με συγκεκριμένη διαδικασία όπου μπορούν να μεταφερθούν σε αποθηκευτική μονάδα, χωρίς να υπάρξει επιθεώρηση σε άλλα ηλεκτρονικά αρχεία, τα οποία δεν σχετίζονται με τις πιο πάνω υποθέσεις».

Η δικαστής Λένα Δημητριάδου Αντρέου αφού απέρριψε όλους τους λόγους που προβάλλονταν στην αίτηση, ανέφερε ότι το λεκτικό του εντάλματος ήταν σαφές, χωρίς να εντοπίζεται εξουσιοδότηση για οτιδήποτε που να παραβιάζει το δικαίωμα του απόρρητου της επικοινωνίας των αιτητών ή οποιουδήποτε συνταγματικού τους δικαιώματος. «Άλλο η έρευνα και η κατάσχεση αντικειμένων ως τεκμηρίων και άλλο η πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας. Στην υπό συζήτηση περίπτωση είναι σαφές ότι ζητήθηκε και εξασφαλίστηκε το πρώτο. Δεν ζητήθηκε και δεν εξουσιοδοτήθηκε πρόσβαση στην επικοινωνία», ανέφερε το Ανώτατο.

Περαιτέρω επισημαίνει ότι με βάση τα πιο πάνω και τις ασφαλιστικές δικλείδες που υπήρχαν ως προς την σκοπούμενη έρευνα, δεν είναι αντιληπτό πώς παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας. Τέλος τονίζει ότι η εξουσιοδότηση της Αστυνομίας ως προς το πρακτέο, οριοθετείτο αυστηρά και με σαφήνεια. Υπήρχε, εν προκειμένω, σαφής και συγκεκριμένη εξουσιοδότηση. «Να επαναφέρει τα δεδομένα που πιθανόν να διαγράφηκαν/αλλοιώθηκαν και δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν κατά την αρχική έρευνα, όπως αυτά προσδιορίζονταν στον Όρκο (ηλεκτρονικά δεδομένα που εξάχθηκαν με λέξεις κλειδιά κατά την αρχική έρευνα στις 5/4/2024), χωρίς να υπάρχει επιθεώρηση σε άλλα ηλεκτρονικά αρχεία που δεν σχετίζονται με τις υπό διερεύνηση υποθέσεις».