Παρενέργειες άφησε πίσω της η απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε λύση της εργοδότησης του μηχανικού και του εργολάβου του έργου για τη διαμόρφωση του αλιευτικού καταφυγίου Ποταμού στο Λιοπέτρι, ύστερα και από σύσταση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.
Η πρώτη αφορά τους επαγγελματίες ψαράδες που ελλιμένιζαν τα σκάφη τους στο αλιευτικό καταφύγιο και λόγω των έργων που είναι σε εξέλιξη αναγκάζονται να ελλιμενίζονται σε άλλα αλιευτικά καταφύγια γεγονός το οποίο επιφέρει επιπλέον κόστος στην εργασία τους.
Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου την περασμένη εβδομάδα αποφασίστηκε να παραχωρηθεί ενίσχυση στους 11 συνολικά επηρεαζόμενους επαγγελματίες αλιείς για την αύξηση στα καύσιμα που απαιτούνται για τη μετάβαση των αλιευτικών σκαφών σε εναλλακτικά καταφύγια και την απώλεια του εισοδήματος από τη μη χρήση του συγκεκριμένου αλιευτικού πεδίου. Μετά την εκτίμηση της ετήσιας οικονομικής επιβάρυνσης από το Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών αποφασίστηκε να παραχωρηθεί για το 2024 ενίσχυση ύψους €12.100 για τους 11 επηρεαζόμενους ψαράδες.
Σε ότι αφορά το δεύτερο θέμα, υπεργολάβοι και προμηθευτές έμειναν κυριολεκτικά ξεκρέμαστοι μετά τη διακοπή της σύμβασης και διεκδικούν ποσά που αγγίζουν το €1 εκατ. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλοι υπεργολάβοι στο έργο (πχ προμήθεια/ τοποθέτηση που αφορά την ξυλεία, πέτρα, μεταλλικά κ.α.) που πιθανόν να έχουν απαιτήσεις από τον εργολάβο.
Συγκεκριμένα, στις 15/04/2024 έχει κατατεθεί αγωγή από εταιρεία σχετικά με την προμήθεια φωτιστικών. Για την εν λόγω απαίτηση έχει εκδοθεί απόφαση δικαστηρίου ημερομηνίας 12/07/2024 η οποία αναφέρει ότι το οφειλόμενο ποσό μέχρι τη δεδομένη στιγμή ανέρχεται στις €365.000 + ΦΠΑ. Στην απόφαση δικαστηρίου, αναφέρεται ότι από κάθε πιστοποιητικό πληρωμής του εργολάβου θα πρέπει να καταβάλλεται το 11% προς τον υπεργολάβο με ελάχιστο ποσό τις €20.000 + ΦΠΑ.
Σημειώνεται ότι μετά την έκδοση της απόφασης δικαστηρίου έγιναν δύο πληρωμές προς τον εργολάβο. Η πρώτη ύψους €248.614 για την οποία με βάση την απόφαση δικαστηρίου ο υπεργολάβος θα έπρεπε να λάβει το ποσό των €27.348 + ΦΠΑ και η δεύτερη ύψους €275.995 για την οποία ο υπεργολάβος θα έπρεπε να λάβει το ποσό των €30.360 + ΦΠΑ.
Δεύτερη αγωγή κατατέθηκε από εταιρεία στις 04/07/2024 σχετικά με την προμήθεια/κατασκευή και μεταφορά του μεταλλικού σκελετού της γέφυρας. Για την εν λόγω απαίτηση δεν έχει εκδοθεί απόφαση, ενώ η απαίτηση του υπεργολάβου όπως αναφέρεται στην αγωγή ανέρχεται στο ποσό των €265.000 + τόκους.
Μετά τη διακοπή της σύμβασης από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, από τη στιγμή που η ανταπόκριση του εργολάβου δεν ήταν η αναμενόμενη, αφού σύμφωνα με την αναθέτουσα Αρχή, καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου καταγράφονταν μειωμένοι και εξαιρετικά αργοί ρυθμοί προόδου, και άλλοι υπεργολάβοι αξιώνουν απαιτήσεις.
Ο υπεργολάβος που σχετίζεται με τις εργασίες που αφορούν την κατασκευή κρηπιδωμάτων με επιστολή του ημερομηνίας 20/11/2024, αιτείται το ποσό των €353.590 + ΦΠΑ. Περαιτέρω, ο υπεργολάβος ηλεκτρονικών είχε ενημερώσει τον εργολάβο ότι αποχωρεί από το έργο με μήνυμά του ημερομηνίας 26/04/2024, καθώς όπως αναφέρει μέχρι την δεδομένη στιγμή δεν είχε λάβει οποιοδήποτε ποσό από τα εγκεκριμένα πιστοποιητικά πληρωμής που πληρώθηκε ο εργολάβος. Με βάση υπολογισμούς μέχρι το πιστοποιητικό με ημερομηνία πληρωμής 08/02/2024, το ποσό που είχε πληρωθεί από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως προς τον εργολάβο για τις ηλεκτρολογικές εργασίες αντιστοιχούσε στο ποσό των €45.064. Συγκεντρωτικά, το συνολικό ποσό των απαιτήσεων των υπεργολάβων και προμηθευτών που αιτούνται από τον εργολάβο, ανέρχονται περί τις €970.946.
Οι εργασίες για την πρώτη φάση του έργου, σύμφωνα με τη σύμβαση, ξεκίνησαν στις 18 Σεπτεμβρίου 2020, με συμβατική ημερομηνία ολοκλήρωσης στις 18 Μαρτίου 2023 (διάρκεια έργου 30 μήνες), έναντι ποσού €8.117.000. Κατόπιν διαδοχικών παρατάσεων που παραχωρήθηκαν (συνολικά 22 μήνες πρόσθετα του αρχικού συμβατικού χρόνου), η ημερομηνία ολοκλήρωσης του έργου μετατέθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2025. Η ειδοποίηση τερματισμού στον εργολάβο έγινε στις 07/11/24. Σε έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για το θέμα, καταγράφονται, ανάμεσα σε άλλα, η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση του έργου και η ανάγκη λήψης δραστικών μέτρων προς την πλευρά του εργολάβου και του μηχανικού.