Το συγχωροχάρτι του Γενικού λογιστή στην κυβέρνηση για τον τερματισμό συμβάσεων έργων του δημοσίου, η έμμεση μετάθεση της ευθύνης στους τεχνοκράτες και η εκτόξευση του κόστους της πρώτης φάσης του δρόμου Πάφου-Πόλεως κατά €20 εκατ. ήταν από τα βασικά σημεία που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίας της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Μεταφορών.

Ο Γενικός Λογιστής του κράτους κ. Ανδρέας Αντωνιάδης, σχολιάζοντας κριτική την οποία άσκησαν βουλευτές για διακοπή συμβολαίων έργων του δημοσίου (από το Βασιλικό μέχρι και τον ποταμό στο Λιοπέτρι) ανέφερε και τα ακόλουθα:

«Έχουμε κάνει ανάλυση των τελευταίων έργων τα οποία τερματίστηκαν και οφείλω να πω ότι δεν οφείλονται καθόλου σε πολιτικούς παράγοντες αλλά σε καθαρά τεχνοκρατικούς και να προσθέσω, πως κάθε έργο έχει τερματιστεί υπό διαφορετικές συνθήκες.

Δεν  θα πρέπει να θεωρείται αδυναμία από την αναθέτουσα αρχή και την κυβέρνηση ο τερματισμός ενός έργου, επειδή ο τερματισμός αποτελεί τον πιο δύσκολο δρόμο. Το πιο εύκολο είναι να δείξουν επαγγελματισμό τόσο ο ανάδοχος όσον και η αναθέτουσα αρχή και να υλοποιηθεί το κάθε έργο στο πλαίσιο του χρονοδιαγράμματος και στην ανάλογη ποιότητα, οπόταν πρέπει να εξαντλούνται όλα τα περιθώρια προς την κατεύθυνση ολοκλήρωσης τους. Αυτό προϋποθέτει πως η επίβλεψη πρέπει να γίνεται από τα αρχικά στάδια της προώθησης ενός έργου και όχι να στοιβάζονται. Αυτή είναι μία κουλτούρα που είχε αναπτυχθεί στο παρελθόν και ίσως οδήγησε κάποιους αναδόχους να θεωρούν ότι μπορούν να εκμεταλλευθούν το δημόσιο. Αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει γι’ αυτό οφείλουμε να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τα χρήματα του κράτους και του φορολογούμενου, οπόταν πρέπει να τα έχουμε στο μυαλό μας προτού πάρουμε αποφάσεις».

Σημειώνεται, πως ο υπουργός Μεταφορών κ. Αλέξης Βαφεάδης, από την πρώτη στιγμή τερματισμού της σύμβασης (αλλά και χθες ενώπιον της Βουλής) παρείχε πλήρη στήριξη στους υπηρεσιακούς και επέμεινε και επιμένει αταλάντευτα πως το Τμήμα Δημοσίων Έργων ακολούθησε κατά γράμμα τις πρόνοιες του συμβολαίου και ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή από τον τερματισμό της σύμβασης.

Σχετικά με το κόστος της πρώτης φάσης του δρόμου Πάφου-Πόλεως, ο υπουργός Μεταφορών απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή Βαλεντίνου Φακοντή, ανέφερε και τα ακόλουθα:

«Όσον αφορά το κόστος και χωρίς να έχει προηγηθεί αναλυτική εκτίμηση, αλλά λαμβάνοντας υπόψιν τα σημερινά δεδομένα, γνωρίζουμε ότι λόγω του πληθωρισμού των τελευταίων ετών όλα παραπέμπουν σε αύξηση της τάξης του 20-30% σε σχέση με τα ισχύοντα το έτος 2019 (όταν κατακυρώθηκε το έργο).

Συνεπώς, μια λογική προσέγγιση λέει, πως ένα έργο των €70 εκατ. με βάση το 30% δυνητικά θα μας στοιχήσει επιπλέον €20 εκατ. Δηλαδή αναμένουμε ότι μία λογική τιμή θα ήταν γύρω στα €90 εκατ.

Στο σημείο αυτό ο υπουργός πρόσθεσε και τα εξής:

Να ξέρουμε, όμως ότι η σύμβαση δίνει το δικαίωμα στην εργοδοτική πλευρά, όταν η σύμβαση τερματιστεί εξ υπαιτιότητας του εργολάβου, να ζητήσει από το δικαστήριο όπως το επιπλέον αυτό κόστος καταβληθεί από τον εργολάβο.

Συνεπώς, ναι μεν θα έχουμε αυξημένο κόστος, αλλά εμείς λέμε πως θα το διεκδικήσουμε δικαστικώς και θεωρούμε πως έχουμε καλή υπόθεση να τα κερδίσουμε.

Επιπλέον στην εξίσωση αυτή πρέπει να λάβουμε υπόψιν και τα €30 εκατ. τα οποία ζήτησε ο εργολάβος (και τώρα έχουν αυξηθεί στα €50 εκατ.) για ολοκλήρωση του έργου, ώστε να κάνουμε τη σύγκριση έχοντας ολοκληρωμένη εικόνα ενώπιον μας.

Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψιν και τους ρυθμούς με τους οποίους εργαζόταν ο εργολάβος τους τελευταίους 8-9 μήνες και να διερωτηθούμε κατά πόσον το έργο θα ολοκληρωνόταν ή θα ανέκυπταν και άλλα προβλήματα. Προχωρώ να θέσω ως προβληματισμό το ερώτημα κατά πόσον θα ολοκληρωνόταν τελικά το έργο με βάση τα ενώπιον μας δεδομένα. Περαιτέρω πρέπει να απαντήσουμε: Είχαμε ενώπιον μας άλλη επιλογή; Και αν ναι, ποια ήταν αυτή; Να πούμε στον εργολάβο, συνέχισε και όποτε τελειώσεις, τελείωσες; Και αν το έργο ολοκληρωνόταν σε 5-10 χρόνια, θεωρούμε ότι θα διαφυλάτταμε το δημόσιο συμφέρον αν αγνοούσαμε τους όρους της σύμβασης που επιβάλλουν πως αν ο εργολάβος δεν προχωρεί με τους προβλεπόμενους ρυθμούς εργασίας έχουμε υποχρέωση να τερματίσουμε τη σύμβαση;

Επίσης, αν ολοκληρώσουμε εμείς το έργο σε 2-3 χρόνια, ήταν σωστή η απόφαση να τερματίσουμε τη σύμβαση, ναι ή όχι;

Θεωρούμε ότι έχουμε πράξει το καθήκον μας και εφαρμόσαμε κατά γράμμα  τη σύμβαση. Αναγνωρίζουμε ότι πρόκειται για πισωγύρισμα. Αναγνωρίζουμε ότι ταλαιπωρούμε το κόσμο αλλά την ίδια στιγμή θεωρούμε πως αν δεν τερματίζαμε τη σύμβαση δεν θα εξυπηρετούσαμε το δημόσιο συμφέρον.

Στο 50% του χρόνου η εκτελεσθείσα εργασία ήταν 11,6%

Σημειώνεται, πως σε υπόμνημα του Γενικού Ελεγκτή αναφέρεται, πως το έργο παρουσίαζε εξ αρχής σοβαρές καθυστερήσεις αφού η οικονομική πρόοδος της εκτελεσθείσας εργασίας ανερχόταν σε ποσοστό μόλις 11,6%. Και αυτό παρόλο ότι μέχρι τότε είχε παρέλθει περίπου το 50% (47,6%) του συνολικού χρόνου ολοκλήρωσης του έργου.

Ο Γενικός Ελεγκτής κ. Ανδρέας Παπακωνσταντίνου ανέφερε ότι παρά τα πιο πάνω, επί δύο χρόνια δίνονταν διαβεβαιώσεις πως όλα εξελίσσονταν ομαλά, πλην όμως, η διαδικασία φαίνεται να έπασχε. Ανέφερε επίσης, πως περί το τέλος 2023 και αρχές του 2024 ο εργολάβος ζήτησε να γίνουν αλλαγές  οι οποίες ωστόσο δεν έγιναν αποδεκτές, ενώ οι προσπάθειες για φιλικό διακανονισμό μεταξύ των δύο πλευρών δεν ευοδώθηκαν. Με δεδομένο ότι ο εργολάβος δεν ήταν σε θέση να υλοποιήσει το έργο, οδηγηθήκαμε στη διακοπή τους συμβολαίου.

Ο Γενικός Ελεγκτής διαπίστωσε ότι μέχρι να διαπιστωθεί ότι ο εργολάβος δεν προχωρούσε με τους αναμενόμενους ρυθμούς χάθηκε αρκετός χρόνος. Εξέφρασε δε τη θέση, πως έπρεπε να υπάρχει στενή παρακολούθηση του έργου από την αρχή.

Σχετικά με το χαμηλό ποσοστό εκτέλεσης εργασιών, ο υπουργός Μεταφορών ανέφερε ότι το Τμήμα Δημοσίων Έργων είχε εγείρει το ζήτημα στον εργολάβο, ο οποίος για οκτώ μήνες αδρανούσε. Αναφερόμενος σε κάποιες από τις διαφωνίες που προέκυψαν επικαλέστηκε την απαίτηση του εργολάβου να τοποθετήσει στο υπόστρωμα του δρόμου ακατάλληλα υλικά, τα οποία δεν ήταν σίγουρο ότι στο μέλλον δεν θα προκαλούσαν καθιζήσεις.

Βουλευτές της Πάφου καθώς και ο Δήμαρχος Πόλεως Χρυσοχούς αλλά και εκπρόσωποι κοινοτήτων της περιοχής, τόνισαν την ανάγκη να αρχίσουν οι εργασίες το συντομότερο δυνατό προκειμένου να ολοκληρωθεί ο δρόμος. Αυτό, όπως είπαν, θα στηρίξει την περιοχή, η οποία τα τελευταία χρόνια υποβαθμίζεται.