Επιστρεπτέες κρίθηκε και σε δεύτερο και τελεσίδικο βαθμό, ότι είναι οι εισφορές που κατέβαλλαν στο ταμείο χηρών και ορφανών 11 δημόσιοι υπάλληλοι που τις διεκδίκησαν κατά την αφυπηρέτησή τους, αλλά το Γενικό Λογιστήριο τους αρνήθηκε.

Οι 11 αιτητές διετέλεσαν δημόσιοι υπάλληλοι και διορίστηκαν κατά τη χρονική περίοδο από το 1973  έως και το 1992. Κατά την αφυπηρέτηση τους, υπέβαλαν ο καθένας ξεχωριστά, αίτημα για επιστροφή των περιοδικών εισφορών τους που κατέβαλλαν μηνιαίως στο Ταμείο Χηρών και Ορφανών, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 43 του περί Συντάξεων Νόμου, επικαλούμενοι πλήρωση των προϋποθέσεων για επιστροφή τους, επειδή κατά την αφυπηρέτηση τους ήταν είτε χήρες, είτε μη νυμφευμένοι/ες, είτε διαζευγμένοι/ες και χωρίς εξαρτώμενα τέκνα.

Το Γενικό Λογιστήριο, με επιστολές του απάντησε αρνητικά στα εν λόγω αιτήματα, επεξηγώντας ότι το δικαίωμα επιστροφής είχε καταργηθεί με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 6 του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου του 2012  ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1.1.2013, που αφορούσε οικονομική περισυλλογή των οικονομικών του κράτους.

Παράλληλα, στη συμφωνία κυβέρνησης και Τρόικας ψηφίστηκε νόμος στον οποίο μεταξύ άλλων ρυθμίσεων περιλήφθηκε πρόνοια που αφορά την μη επιστροφή των περιοδικών εισφορών που κατέβαλλε ο υπάλληλος για σκοπούς μεταβίβασης της σύνταξης στη χήρα ή τα εξαρτώμενα τέκνα σε περίπτωση θανάτου και η οποία επηρέαζε τις αφυπηρετήσεις της κρατικής υπηρεσίας και ευρύτερου δημόσιου τομέα, από 1.1.2013 και μετά.

Οι αιτητές μετά την άρνηση του Γενικού Λογιστηρίου να τους επιστρέψει τις εισφορές προσέφυγαν στο Διοικητικό Δικαστήριο το οποίο και τους δικαίωσε. Το Γενικό Λογιστήριο καταχώρησε έφεση και σήμερα το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (δικαστές Ψαρά-Μιλτιάδους, Χατζηγιάννη και Γεωργίου) συμφώνησε με την πρωτόδικη απόφαση, πως οι εφεσίβλητοι δημόσιοι υπάλληλοι, είχαν αποκρυσταλλώσει δικαίωμα σε περιουσιακό στοιχείο που προστατεύεται από το Άρθρο 1 του Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο διαχώρισε την υπόθεση αυτή από άλλες που αφορούσαν μνημονιακές αποκοπές μισθών και ωφελημάτων. Και τούτο γιατί, οι άλλες υποθέσεις που εκδικάστηκαν, αφορούσαν αποκοπές και μειώσεις μισθών, συντάξεων και επιδομάτων, ως και αναστολή καταβολής σύνταξης λόγω της νόμιμης προσδοκίας απόκτησης του στο μέλλον. Στην προκειμένη όμως περίπτωση, η απαίτηση των εφεσίβλητων συνίσταται στην επιστροφή των περιοδικών εισφορών που ήδη κατέβαλλαν μηνιαίως στο ταμείο χηρών και ορφανών και έχουν ήδη αποκρυσταλλωθεί.

Ως εκ τούτου, αναφέρεται στην απόφαση, με βάση τα γεγονότα  της υπόθεσης, δεν τίθεται ζήτημα νόμιμης προσδοκίας καταβολής περιουσιακού δικαιώματος στο μέλλον, αλλά αυτή αφορά ήδη καταβληθέντα και αποκρυσταλλωμένα ποσά εισφορών, τα οποία αποκόπτονταν από το μισθό τους μηνιαίως και τα οποία δικαιούντο, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από την πρώτη ημέρα έναρξης της καταβολής των εισφορών τους, υπό τον όρο πλήρωσης των προϋποθέσεων και με μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού στο μελλοντικό σημείο της ημέρας της αφυπηρέτησης.

Με αυτά τα δεδομένα, κατέληξε το Συνταγματικό Δικαστήριο, κρίνουμε ότι οι εφεσίβλητοι, από την έναρξη καταβολής των μηνιαίων εισφορών τους, κατέστησαν δικαιούχοι περιουσιακού στοιχείου που αδιαμφισβήτητα, συνίσταται σε ήδη καταβληθέντα ποσά εισφορών προς όφελος τους. Ως εκ τούτου, η αντίθετη θέση του Γενικού Λογιστηρίου ότι το ζήτημα της επιστροφής των εισφορών θα μπορούσε να λάβει υπόσταση μόνο κατά την ημέρα της αφυπηρέτησης των εφεσίβλητων, χρόνο κατά τον οποίο το δικαίωμα επιστροφής είχε καταργηθεί με βάση του Άρθρο 6 του Ν216(1)2012 δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

Για τους αιτητές εμφανίστηκαν οι δικηγόρο Δ. Στεφανίδης, Δ. Καλλής, Στ. Σάββα και Ξ. Ευγενίου.