Εξαντλούνται τα ένδικα μέσα του 73χρονου Σιμόν Μιστριέλ Αϊκούτ για να αποφύγει την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στο πλαίσιο της οποίας κατηγορείται για μεγάλης κλίμακας σφετερισμό ελληνικής γης στις κατεχόμενες επαρχίες Αμμοχώστου και Κερύνειας.

Χθες τα τρία στελέχη του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, Χριστιάνα Παρπόττα (πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου), Χρίστος Ρασπόπουλος (ανώτερος επαρχιακός Δικαστής) και Παναγιώτης Σαββίδης (επαρχιακός Δικαστής), απέρριψαν ομόφωνα τις τρεις ενστάσεις που υπέβαλε η συνήγορος υπεράσπισης του Αϊκούτ για τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση.

Στην έκτασης 26 σελίδων ετυμηγορία που ανέγνωσε η πρόεδρος της έδρας και περιλάμβανε ακόμη δυο σελίδες με παραπομπές, καθίσταται σαφές ότι το τριμελές Κακουργιοδικείο θεωρεί πως η Κυπριακή Δημοκρατία όχι μόνο έχει δικαίωμα, αλλά και υποχρέωση να εκδικάσει την υπόθεση.

Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα και αφού πρώτα αναλύεται το αντικείμενο των ενστάσεων υπό νομική σκοπιά: «Συνακόλουθα, στην προκειμένη περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις λεπτομέρειες αδικήματος των κατηγοριών που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο, σύμφωνα με τις οποίες αυτός φέρεται να προέβη σε δόλιες συναλλαγές σε σχέση με ακίνητη περιουσία ιδιοκτησίας Ελληνοκυπρίων, παράνομη κατοχή και χρήση αυτής αλλά και νομιμοποίησης εσόδων από τις προαναφερόμενες φερόμενες παράνομες δραστηριότητες του, η Κυπριακή Δημοκρατία έχει δικαίωμα, καθώς και υποχρέωση, να εφαρμόσει τους νόμους της για να προστατεύσει το συνταγματικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία των προσώπων που φέρονται να είναι ιδιοκτήτες της εν λόγω ακίνητης περιουσίας. Συνεπάγεται, ως εκ τούτου ότι και τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με τα ποινικά αδικήματα που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο».

Το ουσιαστικό ερώτημα

Προηγουμένως το Κακουργιοδικείο, ασχολήθηκε με το ουσιαστικό ερώτημα που είναι «κατά πόσον τα Κυπριακά Δικαστήρια και κατ’ επέκταση το παρόν Κακουργιοδικείο κέκτηται δικαιοδοσίας να δικάσει τον Κατηγορούμενο για τα αδικήματα που αντιμετωπίζει, δεδομένου ότι αυτά εδράζονται σε νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ οι κατ’ ισχυρισμό αξιόποινες πράξεις αφορούν σε ακίνητη περιουσία που βρίσκεται στις κατεχόμενες Επαρχίες Κερύνειας και Αμμοχώστου».

Απαντώντας, λοιπόν, στο πιο πάνω ερώτημα το Δικαστήριο επικαλέστηκε:

>> Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας

>> Τον Περί Δικαστηρίων Νόμο

>> Τον ποινικό κώδικα

>> Το άρθρο εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ακολουθεί η παράθεση του ουσιαστικού ερωτήματος που για το Κακουργιοδικείο «δεν είναι άλλο από το κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κανονιστική δικαιοδοσία και δικαιοδοσία επιβολής σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία που βρίσκεται στις κατεχόμενες περιοχές, ανεξαρτήτως του ότι η κυριαρχία της εκτείνεται στο σύνολο της επικράτειας της χώρας, κάτι το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν έτυχε αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση».

«Σαφέστατα καταφατική»

Κι εν συνεχεία αφού προβαίνει στη διαπίστωση ότι «η απάντηση στο ερώτημα, είναι σαφέστατα καταφατική και οι λόγοι είναι πασιφανείς», παραθέτει νομολογία προς υποστήριξη των θέσεων του. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην υπόθεση της Λοϊζίδου:  «Όπως είναι πολύ καλά γνωστό αλλά και παραδεκτό από τις δύο πλευρές στα κατεχόμενα εδάφη λειτουργεί μια παράνομη μη αναγνωρισμένη διοίκηση, ήτοι η ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου» η οποία είναι υποτελής στην κατοχική δύναμη [βλ. Loizidou v. Turkey, (ανωτέρω)]. Η Τουρκία, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, το 1974 εισέβαλε και κρατά μέχρι σήμερα το 37% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Γνωμάτευση του Διεθνούς Δικαστηρίου στην υπόθεση Ναμίμπια, καθώς επίσης και η συλλογιστική της πλειοψηφίας του ΕΔΔΑ στην Τέταρτη Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας, αναφέρονται αποκλειστικά στην αναγνώριση οργάνων και πράξεων οι οποίες εξυπηρετούν τους κατοίκους της κατεχόμενης περιοχής[ 16]. Είναι επομένως σαφές ότι οποιεσδήποτε πράξεις της ούτω καλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείας Κύπρου» οι οποίες αποσκοπούν στη νομιμοποίηση συναλλαγών σε σχέση με ακίνητη περιουσία ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας που βρίσκεται στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις που, κατ’ εξαίρεση, δύναται να τύχουν κάποιας αναγνώρισης.

«Υφαρπάχθηκε»

Το Κακουργιοδικείο στην κατακλείδα του, σημειώνει, ανάμεσα σ΄ άλλα και τα ακόλουθα: «Στρεφόμενοι στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης και στη βάση όσων έχουν προαναφερθεί, η κατάσχεση ιδιωτικής ακίνητης περιουσίας από την «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου» μέσω της οποίας ενεργεί η Τουρκία, σαφώς παραβιάζει το διεθνές δίκαιο. Το διεθνές δίκαιο της κατοχής επιτρέπει στην κατοχική δύναμη μόνο ορισμένες κανονιστικές εξουσίες κατ’ εξαίρεση και για συγκεκριμένους λόγους, στους οποίους σαφώς δεν συγκαταλέγεται η πώληση, η αποξένωση ή η ανάπτυξη ιδιωτικής περιουσίας η οποία υφαρπάχτηκε από την κατοχική δύναμη. Καταλήγουμε, ως εκ των ανωτέρω, ότι η Κυπριακή Δημοκρατία σαφώς έχει κανονιστική δικαιοδοσία σε σχέση με τις κατεχόμενες περιοχές για όλα τα ζητήματα συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούν ακίνητη περιουσία στα κατεχόμενα. Συνακόλουθα, καταλήγουμε ότι ούτε η δεύτερη προδικαστική ένσταση μπορεί να παρέχει έρεισμα για απαλλαγή του Κατηγορουμένου από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει σε αυτό το στάδιο».

Απαντά στις 22/11 ο Σιμόν Αϊκούτ

  • Μετά από αίτημα της εκ των δικηγόρων του Αϊκούτ, Μαρίας Νεοφύτου, η οποία ανέλαβε το ποινικό κομμάτι της υπεράσπισης, η επόμενη δικάσιμος προγραμματίστηκε για τις 22 Νοεμβρίου. Η κ. Νεοφύτου είχε ζητήσει περιθώριο 15 ημερών για να μελετηθεί και η χθεσινή απόφαση. Η εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Έλενα Κλεόπα, η οποία εμφανίστηκε εκ μέρους της κατηγορούσας Αρχής με τον δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, Ανδρέα Αριστείδη, δεν είχε φέρει ένσταση στο εν λόγω αίτημα.
  • Στη χθεσινή διαδικασία παρευρέθηκαν συγγενείς και συνεργάτες του Αϊκούτ. Ωστόσο, δεν υπήρχε η «πολυκοσμία» που είχε παρατηρηθεί σε άλλες διαδικασίες. Κάποιοι εξ αυτών ζήτησαν να καθίσουν ακριβώς στις ίδιες θέσεις που κάθονταν και στις δικάσιμους που προηγήθηκαν.
  • Αισθητή, αλλά διακριτική ήταν η παρουσία μελών της Αστυνομίας, ενώ αυτή τη φορά προειδοποιήθηκαν όλοι όσοι  βρίσκονταν στη δικαστική αίθουσα να μην κάνουν χρήση του κινητού τους, γιατί αυτό θα δεσμευτεί. Έγινε επίκληση σε οδηγία του Πρωτοκολλητείου.
  • Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Αϊκούτ είναι 242 και αφορούν σφετερισμό 60 τεμαχίων γης που έχουν ως ιδιοκτήτες Ελληνοκύπριους. Ανάμεσα σ’ άλλα κατηγορείται για δόλιες συναλλαγές σε ακίνητη περιουσία, παράνομη κατοχή, νομή και χρήση γης, συνωμοσία προς καταδολίευση και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Οι μάρτυρες κατηγορίας ξεπερνούν τους 100.

Οι θέσεις που είχαν εκφράσει οι δυο πλευρές

  • Είχε διαχωρίσει κυριαρχία και δικαιοδοσία η Χαραλαμπίδου, μίλησε για υπονόμευση της Κυπριακή Δημοκρατίας η Κλεόπα

Στην προηγούμενη διαδικασία η υπεράσπιση και η κατηγορούσα Αρχή είχαν αγορεύσει επί των ενστάσεων. Η δικηγόρος του Αϊκούτ, Νικολέττα Χαραλαμπίδου, αφού πρώτα είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν έθεσε θέμα κυριαρχίας, αλλά δικαιοδοσίας, είχε επικαλεστεί -ανάμεσα σ΄ άλλα- αποφάσεις του ΕΔΑΔ, αλλά και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Στην κατακλείδα της αγόρευσής της είχε αναφέρει: «Κανένας δεν αμφισβητεί το ζήτημα της ευθύνης της Τουρκίας σε σχέση με τα περιουσιακά δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων. Η ευθύνη της Τουρκίας υπάρχει και οι Ελληνοκύπριοι ιδιοκτήτες έχουν κάθε δικαίωμα να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους έναντι της Τουρκίας, σύμφωνα με το αποτελεσματικό ένδικο μέσο που θεσπίστηκε ακριβώς γι΄ αυτό τον σκοπό. Την επιτροπή περιουσιών που ισχύει και εδρεύει στα κατεχόμενα. Εδώ, όμως, δεν συζητούμε την ευθύνη της Τουρκίας. Εδώ συζητούμε κανόνες ποινικού δικαίου, οι οποίοι οδηγούν στη φυλάκιση κάποιου ανθρώπου, επειδή ενήργησε νόμιμα σε εκείνες τις περιοχές. Αυτή είναι η ουσία. Δεν πρέπει να θεωρείται ότι τυχόν απόφαση, η οποία να συνάδει με τις αρχές που έχουμε (…) επηρεάζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων έναντι της Τουρκίας. Αυτό είναι διαφορετικό ζήτημα».

Η εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Έλενα Κλεόπα, διαβάζοντας 14σελιδο κείμενο-σύνοψη της αγόρευσης της κατηγορούσας Αρχής, έκανε δυνατές αναφορές για να επικρίνει το πνεύμα της ένστασης που ηγέρθη εκ μέρους του 73χρονου κατηγορούμενου. Είχε κάνει λόγο περί απαράδεκτων θέσεων της υπεράσπισης, χαρακτήρισε «άκρως παραπλανητική» θέση από την δικηγόρο του κατηγορούμενου σε σχέση με απόφαση διεθνούς δικαστικού σώματος, ενώ μίλησε και για παρερμηνείες. Αναφέρθηκε, ακόμη, σε υπονόμευση της Δημοκρατίας. «Το διεθνές δίκαιο της κατοχής επιτρέπει στην κατοχική δύναμη μόνο ορισμένες κανονιστικές εξουσίες κατ΄ εξαίρεση και για συγκεκριμένους λόγους, στους οποίους όμως δεν περιλαμβάνεται η ρύθμιση οικονομικών συναλλαγών που αφορά την ιδιωτική περιουσία των Ε/κ στα κατεχόμενα», είχε αναφέρει στην κατάληξή της.