Σοβαρές αμφιβολίες προκάλεσαν αναφορές αξιωματούχων κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών για την επάρκεια του μηχανισμού εντοπισμού αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Η συζήτηση για σχετική πρόταση Νόμου που αποσκοπεί στην καταπολέμηση του ξεπλύματος βρόμικου χρήματος ναι μεν χαρακτηρίστηκε ως εποικοδομητική, ωστόσο, η είδηση προέκυψε από επισήμανση της προϊστάμενης της Μονάδας Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης, ανώτερης δικηγόρου της Δημοκρατίας, Μαρίας Κυρμίζη Αντωνίου.

Η επικεφαλής της ΜΟΚΑΣ μιλώντας κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης διευκρίνισε ότι με βάση τα στοιχεία της μονάδας της κατά την τελευταία τριετία δεν αναφέρθηκε ούτε μια ύποπτη αναφορά για αγορά αγαθών άνω των €10.000, παρά τις πρόνοιες της κείμενης νομοθεσίας. Η κ. Κυρμίζη Αντωνίου επικαλέστηκε επίσημα στοιχεία.

Μετά την πιο πάνω αναφορά, η βουλευτής Αλεξάνδρα Ατταλίδου και ο συνάδελφός της, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών, Δημήτρης Δημητρίου, υπέβαλαν ερωτήματα και ζήτησαν διευκρινήσεις, μέσω των οποίων αναδείχθηκε πως δεν υπάρχει ισχυρός μηχανισμός για εντοπισμό ύποπτων αγορών και κατ΄ επέκταση καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Στο πλαίσιο αυτό και μετά τις παρεμβάσεις από Δημητρίου και Ατταλίδου, η κ. Κυρμίζη Αντωνίου επανέλαβε ότι δεν υπήρχε αναφορά στη δική της μονάδα για ύποπτη συνδιαλλαγή από έμπορο πώλησης προϊόντων.

«Δεν πήραμε αναφορά, για παράδειγμα, από έμπορο τέχνης ή έμπορο αυτοκινήτων για πώληση αγαθών πέραν των €10.000» είπε χαρακτηριστικά για να προσθέσει ότι αντίθετα με τους πιο πάνω κλάδους οι δικηγόροι και ελεγκτές/λογιστές, οι οποίοι έχουν εποπτεύουσα Αρχή (ΠΔΣ και ΣΕΛΚ, αντίστοιχα) κάνουν συχνά αναφορές.

Η επικεφαλής της Μονάδας έκανε, ακόμη, λόγο για ανάγκη νομοθετικής πρόνοιας, ώστε να υπαχθούν στη νομοθεσία και ταυτόχρονα να έχουν σχετική υποχρέωση και οι κτηματομεσίτες που κάνουν αγοραπωλησίες ακινήτων.

Σε κάποιο άλλο σημείο της συζήτησης, ο Έφορος Φορολογίας, Σωτήρης Μαρκίδης, διευκρίνισε ότι το τμήμα του που είναι η εποπτεύουσα Αρχή για τέτοιες συναλλαγές (σ.σ. η συζήτηση σε εκείνο το σημείο είχε ως επίκεντρο τη χρήση χρηματικών ποσών άνω των €10.000 για αγαθά όπως αυτοκίνητα, τιμαλφή και έργα τέχνης), έχει τον κατάλληλο μηχανισμό να εξετάσει τις πωλήσεις που γίνονται.

Εξήγησε ότι οι πωλητές τέτοιων αγαθών (σ.σ. τα οποία δύναται να αποτελούν μέσο για ξέπλυμα) είναι υπόχρεοι να κρατούν στοιχεία και είναι σε θέση το Τμήμα Φορολογίας να κάνει έλεγχο. Ωστόσο, παραδέχθηκε σε άλλο σημείο ότι υπάρχει αναχρονισμός και ότι οι έμποροι τέτοιων αγαθών υποβάλλουν δήλωση με 1,5 χρόνο καθυστέρηση.

Πάντως, ο κ. Μαρκίδης παρουσιάστηκε καθησυχαστικός σε κάποιο σημείο της συζήτησης, λέγοντας ότι το πρόβλημα δεν έχει τέτοιες διαστάσεις που να προκαλούν ανησυχία σε μεγάλο βαθμό.

Όπως σημειώσαμε, το θέμα στην ατζέντα της κοινοβουλευτικής επιτροπής Θεσμών που προκάλεσε και τις συζητήσεις ήταν η πρόταση Νόμου του Δημήτρη Δημητρίου που σκοπεί στην τροποποίηση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες της πρότασης του Δημητρίου, απαγορεύεται η καταβολή ποσών με μετρητά άνω των 10.000 ευρώ για πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά ή παρέχον υπηρεσίες, στη βάση ευρωπαϊκού κανονισμού που ψηφίστηκε φέτος και έχει ως τελική χρονολογία εφαρμογής το 2027.

Όλοι οι προσκεκλημένοι αρμόδιων σωμάτων συμφώνησαν με την πρόταση Νόμου (Κεντρική Τράπεζα, Σύνδεσμος Τραπεζών, Αστυνομία, ΣΕΛΚ, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ΜΟΚΑΣ, Νομική Υπηρεσία), ωστόσο, διατυπώθηκαν θέσεις για περαιτέρω διαβούλευση και βελτίωση των προνοιών του νομοθετήματος. Ενδεικτικό είναι ότι εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου. ο κ. Παναγίδης μίλησε για ανάγκη να υπάρξουν εξαιρέσεις για ακραία συμβάντα, όπως σοβαρά προβλήματα που μπορούν να παρουσιαστούν στο διαδίκτυο με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η πραγματοποίησης συνδιαλλαγών με συμβατικό τρόπο.

Ο μοναδικός που εξέφρασε ενδοιασμούς ήταν ο βουλευτής, Ζαχαρίας Κουλίας. Μάλιστα, προανήγγειλε ότι θα καταψηφίσει, εγείροντας πρακτικά ζητήματα που δεν θα επιτρέπουν σε παραγωγούς να συνδιαλλαγούν. Έθεσε και θέματα που αφορούν τον τραπεζικό τομέα κάνοντας λόγο για παράλογες πρακτικές και χρεώσεις από τραπεζικούς οργανισμούς.