Τρίτο «όχι» στο αίτημά του για ακύρωση της δίκης του, εισέπραξε ο πρώην Επίτροπος Εθελοντισμού Γιάννης Γιαννάκη ο οποίος αντιμετωπίζει κατηγορίες στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας που αφορούν πλαστογραφίες.

Αυτή τη φορά απορρίφτηκε έφεσή του από το Ανώτατο Δικαστήριο (δευτεροβάθμια διαδικασία) που στρεφόταν κατά απόφασης δικαστή του Ανωτάτου με την οποία είχε αρνηθεί να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να ακυρωνόταν η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για τερματισμό της δίκης του, λόγω παραβίασης του τεκμηρίου της αθωότητας.

Σύμφωνα με τα γεγονότα, στις 19.07.2024, δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (κατώτερο Δικαστήριο) απέρριψε αίτηση του Γιαννάκη για απαλλαγή του από τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, ως επίσης, για διακοπή και/ή απόρριψη της εν λόγω ποινικής υπόθεσης. Αίτημα, που εδραζόταν σε ισχυριζόμενη κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και/ή παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας του ιδίου, ως κατηγορούμενου και του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, ως αποτέλεσμα δημόσιων δηλώσεων δημόσιων αρχών ή και αξιωματούχων του κράτους.

Ακολούθησε αίτηση του Γιαννάκη για χορήγηση άδειας προς καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προς ακύρωση της ως άνω απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου, η οποία, στις 09.09.2024, απορρίφθηκε από δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Ακολούθως ο κ. Γιαννάκη μέσω του δικηγόρου του Γιάννη Πολυχρόνη, κατέθεσε έφεση εναντίον της πιο πάνω απόφασης. Όπως αναφέρεται στην απόφαση των τριών δικαστών του Ανωτάτου, ο εφεσείων, κατηγορούμενος στην ως άνω ποινική υπόθεση, είχε διοριστεί από τον τότε Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, από το 2013, στη θέση του Επιτρόπου Εθελοντισμού και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Κατόπιν καταγγελίας από τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας για κατ’ ισχυρισμό διάπραξη από την πλευρά του αδικημάτων πλαστογραφίας, ξεκίνησαν διάφορα δημοσιεύματα σχετικά με την εν λόγω καταγγελία και εναντίον του ιδίου, έκτοτε, ένας προπηλακισμός από δημόσιες δηλώσεις δημόσιων αρχών και αξιωματούχων του κράτους, παρουσιάζοντας τον, πριν καν δικαστεί, ως ένοχο ποινικών αδικημάτων πλαστογραφίας και διαφθοράς.

Τα πιο πάνω, κατά τον εφεσείοντα, παραβίασαν το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη και το τεκμήριο της αθωότητας του, μέχρι απόδειξης της ενοχής του από αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο. Προς τούτο, στο πλαίσιο της ως άνω ποινικής υπόθεσης που καταχωρήθηκε εναντίον του, προώθησε, στις 14.11.2023, αίτηση για διακοπή της δικαστικής διαδικασίας, απόρριψη του σχετικού κατηγορητηρίου και απαλλαγή του από την ως άνω ποινική υπόθεση που αντιμετωπίζει.

Το κατώτερο Δικαστήριο, απέρριψε το διάβημα, σημειώνοντας ότι δεν υπήρχε το αναγκαίο, κοινώς αποδεκτό υπόβαθρο γεγονότων, δυνάμει του οποίου θα μπορούσε να αποφασίσει επί της αίτησης. Έκρινε, πως σε εκείνο το στάδιο, χωρίς να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αναφορικά με το πλαίσιο και τις περιστάσεις εντός των οποίων έγινε η εκάστοτε δήλωση, ούτε τέθηκε υπόψη του το σύνολο της μαρτυρίας που περιβάλλει την περίπτωση, τόσο από την πλευρά της κατηγορούσας αρχής όσο και ενδεχομένως από την υπεράσπιση, το Δικαστήριο, δεν θα μπορούσε να καταλήξει κατά πόσο υπήρξε δυσμενής επηρεασμός του Εφεσείοντα, παραβίαση του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη και κατάχρηση της διαδικασίας.

Σύμφωνα με την χθεσινή απόφαση, «επανερχόμενοι στην υπό συζήτηση περίπτωση, διαπιστώνεται ότι το κατώτερο Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του, ημερομηνίας 19.7.2024, δεν απέκλεισε τη συζήτηση των ζητημάτων που η πλευρά του εφεσείοντα επιχείρησε να προωθήσει μέσω της αίτησης, ημερομηνίας 14.11.2023. Ούτε στέρησε από την πλευρά του εφεσείοντα μια τέτοια προοπτική. Αντίθετα, ρυθμίζοντας ουσιαστικά την ενώπιον του διαδικασία, παραπέμποντας ταυτόχρονα, επί τούτου, σε καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας, υπέδειξε πως τα ως άνω ζητήματα παρέχεται η δυνατότητα να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης και δικαστικής κρίσης, στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης».

Με δεδομένο ότι το κατώτερο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, δεν βλέπουμε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο πάντα του ελέγχου νομιμότητας που προβαίνει σε διαδικασίες του είδους, θα μπορούσε ουσιαστικά να αντικαταστήσει την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου για το ζήτημα, υποκαθιστώντας την. Σημειώνουμε, φορτικά ίσως, ότι η προνομιακή διαδικασία τύπου Certiorari, δεν συνιστά υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας διαδικασίας και μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων Δικαστηρίων.

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, καταλήγει το τριμελές Δικαστήριο, δεν βλέπουμε πως δικαιολογείται η παρέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατ’ ενάσκηση μάλιστα της προνομιακής του Δικαιοδοσίας, για ζητήματα που με βάση πρόνοιες σχετικής νομοθεσίας και καλά εδραιωμένης νομολογίας, υπάρχουν ήδη στη διάθεση του εφεσείοντα ένδικα μέτρα προστασίας, καθόλα αποτελεσματικά, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, δυνάμενα μάλιστα, στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, να απολήξουν ακόμα και σε κατάργηση της δίκης σε περίπτωση που διαπιστωθεί παραβίαση των σχετικών δικαιωμάτων, ως αυτά περιγράφονται και διασφαλίζονται τόσο στο Σύνταγμα όσο στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και την Οδηγία 2016/343/ΕΕ.

Ούτε η συγκεκριμένη Οδηγία, φαίνεται να διαφοροποιεί ή να επηρεάζει, επί της ουσίας, την καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας σε σχέση με την αναγκαιότητα προστασίας του τεκμηρίου της αθωότητας ενός υπόπτου ή κατηγορούμενου και γενικότερα του δικαιώματος οποιουδήποτε πολίτη για δίκαιη δίκη. Ζητήματα που ως διακηρύχτηκε και από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνονται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης και αφού το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να συνεκτιμήσει το σύνολο των στοιχείων και της μαρτυρίας που θα τεθεί υπόψη του.