Σημαντικά ζητήματα που αφορούν «τη σιωπηλή και απομονωμένη οδύνη των ατόμων με ψυχικές δυσκολίες και την ανάγκη για βοήθεια, ψυχολογική και κοινωνική», συζήτησαν αυτή τη βδομάδα οι ψυχολόγοι δρ Βασιλική Χριστοδούλου και δρ Διαλεχτή Χατζούδη, μέλη του Συνδέσμου Ψυχολόγων Κύπρου, με το κοινό και τη θεατρική ομάδα UNMUTED, στις παραστάσεις του θεατρικού έργου «Γραμμή 112», στο πλαίσιο εκδηλώσεων για τη Διεθνή Ημέρα Ψυχικής Υγείας, που είναι η 10η Οκτωβρίου κάθε χρόνου, όπως καθιερώθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ο υπογράφων παρακολούθησα την τελευταία παράσταση του έργου την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024 στο Κτήριο 53, Πυρήνας Πειραματικών Τεχνών, Αθηνάς 25 στην περιοχή Χρυσαλινιώτισσας στην παλιά Λευκωσία και τη συζήτηση που ακολούθησε επί σκηνής, με τον μοναδικό πρωταγωνιστή Πάνο Μακρή και τον σκηνοθέτη Χριστόδουλο Ανδρέου, για τη ψυχική υγεία στον χώρο εργασίας και στο οικογενειακό περιβάλλον.

Ένα ψυχολογικό θρίλερ δωματίου

Σημειώνεται ότι η «Γραμμή 112», είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ δωματίου, βασισμένο στη δανέζικη ταινία «Ο Ένοχος» («The Guilty»). Επί σκηνής, σε όλη τη διάρκεια του έργου, είναι μόνο ο Πάνος Μακρής, σε μια εξαιρετική ερμηνεία, όπου συνομιλεί τηλεφωνικά, με 12 άλλους ηθοποιούς. Παίζει τον ρόλο ενός αστυνομικού του δρόμου, που κατηγορείται για φόνο εν ώρα υπηρεσίας και που τώρα είναι σε διαθεσιμότητα, περιμένοντας τη δίκη του και εκτελώντας χρέη τηλεφωνητή της άμεσης δράσης. Η παράσταση, αφορά την τελευταία βραδινή βάρδια του, στο τηλεφωνικό κέντρο, πριν τη δίκη, καθώς απαντά, στα απανωτά τηλεφωνήματα ρουτίνας και κλήσεις σε βοήθεια. Μέχρι τη στιγμή, που η κλήση μιας γυναίκας που πιθανόν να έχει απαχθεί, θα δώσει στη βραδιά μια αναπάντεχη τροπή, αποκαλύπτοντας ένα έγκλημα πολύ μεγαλύτερο από αυτό που νόμιζε αρχικά. Μαζί, θα φέρει στην επιφάνεια τα δικά του τραύματα…

Στον φαύλο κύκλο ψυχικού πόνου και απομόνωσης

Όπως ανέφερε στον «Φ» η συμβουλευτική ψυχολόγος δρ Βασιλική Χριστοδούλου, επίκουρη Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο UCLan Cyprus, «παρακολούθησε την παράσταση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς το έργο αναδεικνύει σημαντικά ζητήματα που υπογραμμίζουν τον καθοριστικό ρόλο της ψυχικής υγείας στην ασφάλεια και την υγεία, τόσο στον εργασιακό χώρο, όσο και στην προσωπική ευημερία. Πρόσθεσε τα εξής: «Το έργο παρουσιάζει μια ψυχοπιεστική κατάσταση, όπου ένας αστυνομικός καλείται να διαχειριστεί μια κλήση έκτακτης ανάγκης, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει τον φόβο μιας επικείμενης δίκης, συναισθηματική αστάθεια και οικογενειακά προβλήματα. Σε ένα έντονα ψυχοσυναισθηματικό βίωμα, που θυμίζει συμπτώματα ψυχικού τραύματος, ο χαρακτήρας οδηγείται σε παρορμητικές και επικίνδυνες αποφάσεις, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει λύσεις και να ανακτήσει τον έλεγχο. Το έργο καταφέρνει να αποτυπώσει την απώλεια της κοινής λογικής, καθώς ο κεντρικός χαρακτήρας κυριεύεται από τον πανικό και τις συναισθηματικές αποφάσεις, με εμμονικό τρόπο. Το βίωμα του αστυνομικού, μοιάζει με μια συνεχή προσπάθεια αποφυγής του συναισθηματικού πόνου και φόβου, μέσα από σπασμωδικές ενέργειες προς εξεύρεση της «θαυματουργής» λύσης που θα φέρει την εξιλέωση». Σύμφωνα με τη δρα Χριστοδούλου, «το έργο αναδεικνύει και μια άλλη σημαντική πτυχή: τη μοναξιά που συχνά συνοδεύει τις συναισθηματικές δυσκολίες.

Παρουσιάζονται – προσθέτει – πολλοί χαρακτήρες που βιώνουν τις προσωπικές τους δυσκολίες (π.χ. τραύμα, ενοχές, ψυχική νόσο, οργή, ντροπή), χωρίς να ζητούν ή να αξιοποιούν την προσφερόμενη βοήθεια. Είναι απομονωμένοι στον πόνο τους, παρόλο που το έργο υπονοεί ότι θα μπορούσαν να αναζητήσουν στήριξη, να συνδεθούν συναισθηματικά και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον. Παρότι η υπόθεση εστιάζει στις ψυχικές διαταραχές και τις καταστροφικές συνέπειες που αυτές μπορεί να επιφέρουν στην προσωπική ζωή, στο οικογενειακό περιβάλλον ή και στο εργασιακό περιβάλλον, επισημαίνουμε την ανάγκη να αντιμετωπιστεί το στίγμα που συνοδεύει τα θέματα ψυχικής υγείας».

Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον σημείο της συζήτησης, αφορούσε το γεγονός ότι ενώ οι χαρακτήρες του έργου προβαίνουν σε επικίνδυνες, αυτοκαταστροφικές ή βίαιες πράξεις σχετιζόμενες με κάποια ψυχική αποδιοργάνωση, η δρ Χριστοδούλου τόνισε ότι «οι πιθανότητες ένα άτομο με ψυχική διαταραχή και ιδιαίτερα με ψυχωτικά συμπτώματα, να αποτελέσει κίνδυνο για άλλους, είναι εξαιρετικά μικρές.

Επιπλέον – πρόσθεσε – άτομα με ψυχιατρικά προβλήματα, μπορούν να έχουν μια ποιοτική ζωή και να αποτελέσουν ικανούς και ασφαλείς γονείς, εφόσον λαμβάνουν την κατάλληλη θεραπεία και στήριξη».

Σύμφωνα με τη δρα Χριστοδούλου, «το μεγαλύτερο πρόβλημα που αναδεικνύεται στο έργο, είναι η σιωπηλή και απομονωμένη οδύνη των χαρακτήρων, οι οποίοι, χωρίς να αναζητούν βοήθεια, θέτουν σε κίνδυνο τον εαυτό τους». Κατέληξε αναφέροντας ότι «οι αυτοτραυματιστικές και επιβλαβείς συμπεριφορές που προκύπτουν από αυτή την απομόνωση, επηρεάζουν όχι μόνο τους ίδιους, αλλά και τους ανθρώπους γύρω τους, καθώς η αποτυχία να συνδεθούν με άλλους, να ζητήσουν στήριξη και να αναγνωρίσουν τις εναλλακτικές λύσεις, επιδεινώνει τη συναισθηματική τους αποδιοργάνωση, εντείνοντας έτσι τον φαύλο κύκλο του ψυχικού πόνου και της απομόνωσης».

Η επαγγελματική και ψυχική εξουθένωση

Όπως ανέφερε στην εφημερίδα μας η σχολική ψυχολόγος δρ Διαλεχτή Χατζούδη, «μέσα από το θεατρικό έργο αναδύθηκαν αρκετά θέματα που αφορούν στη ψυχική υγεία και στο πώς τα διάφορα πλαίσια στα οποία συμμετέχουν καθημερινά οι άνθρωποι, είναι αλληλένδετα για τη λειτουργικότητα τους. Σκιαγραφώντας – συνέχισε – τα χαρακτηριστικά και τη δράση του πρωταγωνιστή, παρατηρούμε έναν άνθρωπο ο οποίος βρίσκεται σε κρίση (προσωπική, συναισθηματική, εργασιακή) και καλείται παράλληλα να διαχειριστεί μια κρίση στα πλαίσια των καθηκόντων του, σε γραμμή άμεσης δράσης. Ενώ, λοιπόν, βρέθηκε σε διαθεσιμότητα από τον βασικό εργασιακό του ρόλο, του δόθηκε μια εξίσου απαιτητική θέση, χωρίς να ληφθεί υπόψη κατά πόσο μπορούσε να αντεπεξέλθει και με ποιο ρίσκο ή κόστος.

Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο, καθώς από τη μία το άτομο αυτό βιώνει προσωπικές δυσκολίες οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά την αποτελεσματικότητά του στο χώρο εργασίας, και από την άλλη οι δυσκολίες στο χώρο εργασίας επιδεινώνουν τη συναισθηματική του κατάσταση και την προσωπική του ζωή. Έτσι θίγεται και το ζήτημα της ανάγκης για λήψη βοήθειας. Η βοήθεια, αφορά τόσο την εξειδικευμένη παροχή στήριξης, όσο και την κοινωνική υποστήριξη. Ιδιαίτερα τα εργασιακά περιβάλλοντα, γίνονται ολοένα και πιο ανταγωνιστικά, με τη συναδελφική υποστήριξη να μειώνεται και με τις απαιτήσεις να αυξάνονται. Ο πρωταγωνιστής του έργου, παρουσιάζει ενδείξεις επαγγελματικής και ψυχικής εξουθένωσης, π. χ. παραμένει μέχρι αργά στον χώρο εργασίας, ενώ έχει σχολάσει, προσπαθεί να έχει εξαιρετική απόδοση, ενώ δεν αντέχει, επιμένει ότι είναι καλά, ενώ φαίνεται καταπονημένος. Σε αυτή τη συνθήκη, η υποστήριξη που λαμβάνει είναι ανεπαρκής, το κοινωνικό υποστηρικτικό του δίκτυο είναι εμφανώς μειωμένο, και ο ίδιος αρνείται να δεχτεί στήριξη από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, στον χώρο εργασίας. Είναι σημαντικό να αναδειχθεί εδώ, ότι τα θέματα ψυχικής υγείας παραμένουν ακόμη ταμπού και τα άτομα φοβούνται ότι θα στιγματιστούν, αν διαφανεί κάποια ψυχολογική δυσκολία τους, ή ότι θα θεωρηθούν ανίκανα στο χώρο εργασίας. Αυτό γίνεται εμφανές, αν αναλογιστούμε τη συνήθη ταύτιση της άδειας ασθενείας, με θέματα σωματικής υγείας, χωρίς να προκαλεί εντύπωση, σε αντίθεση με την αντιμετώπιση ψυχολογικών δυσκολιών, που δεν δικαιολογούν εύκολα τη λήψη άδειας και μπορεί ακόμη να προκαλούν ανησυχία, αν εκφραστεί τέτοια ανάγκη από κάποιον εργοδοτούμενο. Επομένως, είναι σημαντική η ευαισθητοποίηση για τη ψυχική υγεία, τόσο για να μπορεί το κάθε άτομο να βρίσκει τρόπους αυτοφροντίδας και ισορροπίας, μεταξύ εργασιακής και προσωπικής ζωής, όσο και για να βελτιωθούν τα περιβάλλοντα εργασίας, ώστε να επιτρέπουν στους εργαζόμενους να είναι αποτελεσματικοί χωρίς να εξουθενώνονται».

Πρόληψη, ποιότητα ζωής και αποδοτικότητα

«Ως Σύνδεσμος Ψυχολόγων Κύπρου θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή των ενδιαφερόμενων, τόσο στα προβλήματα που προκύπτουν και αφορούν στη ψυχική υγεία στον χώρο εργασίας, όσο και στις ενέργειες που χρειάζονται να γίνουν για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των εργαζομένων», αναφέρεται σε ανακοίνωση του Συνδέσμου, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας. Συνεχίζει με τα ακόλουθα: «Η ψυχική υγεία στον χώρο εργασίας, είναι ένα θέμα υψίστης σημασίας που επηρεάζει τόσο την ευημερία των εργαζομένων, όσο και την αποδοτικότητα των σύγχρονων οργανισμών και επιχειρήσεων. Μη υγιή εργασιακά περιβάλλοντα – συμπεριλαμβανομένων αυτών που εμπεριέχουν διακρίσεις και ανισότητα, υπερβολικό φόρτο εργασίας, χαμηλή αυτονομία στην εργασία και εργασιακή ανασφάλεια – θέτουν σε κίνδυνο τη ψυχική υγεία των εργαζομένων (World Health Organization 2024). Τα προβλήματα ψυχικής υγείας στον χώρο εργασίας έχουν επιπτώσεις και σε επίπεδο οικονομίας.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, εκτιμάται ότι 12 δισεκατομμύρια εργάσιμες ημέρες «χάνονται» κάθε χρόνο, λόγω κατάθλιψης και άγχους, με κόστος ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως σε χαμένη παραγωγικότητα. Πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα, επισημαίνει την επιβάρυνση της ψυχικής υγείας των Ευρωπαίων εργαζομένων, με το 38% να διατρέχουν υψηλό κίνδυνο όσον αφορά στην κακή ψυχική τους υγεία. Οι ψυχοκοινωνικοί κίνδυνοι, δηλαδή οι κίνδυνοι για τη ψυχική υγεία, μπορεί στο εργασιακό πλαίσιο να σχετίζονται με το περιεχόμενο της εργασίας, το πρόγραμμα εργασίας, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος, αλλά και των εργαζομένων.

Επιπρόσθετοι παράγοντες που επηρεάζουν τη ψυχική υγεία στην εργασία, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων το εργασιακό άγχος, τις τεταμένες σχέσεις με συναδέλφους, την κακή ηγεσία και την ανισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Εργοδότες, οργανώσεις που εκπροσωπούν τόσο τους εργαζόμενους, όσο και τους εργοδότες και άλλοι ενδιαφερόμενοι φορείς, μπορούν μέσω διαφόρων δράσεων που στοχεύουν στην πρόληψη, προστασία-προαγωγή και υποστήριξη, να συμβάλουν στη βελτίωση της ψυχικής υγείας στο εργασιακό πλαίσιο.

Καθοριστικός είναι ο ρόλος των οργανισμών και επιχειρήσεων στην αναγνώριση της σημαντικότητας της καλής ψυχικής υγείας στον χώρο εργασίας. Η επένδυση σε πολιτικές και πρακτικές προαγωγής της ψυχικής υγείας στον εργασιακό χώρο, μπορεί να επιφέρει θετικά αποτελέσματα, όπως υψηλότερη εργασιακή ικανοποίηση και ευημερία, καλύτερες επιδόσεις και μειωμένο κόστος λόγω μείωσης απουσιών από την εργασία. Με αργούς βηματισμούς, κάποιες εταιρείες έχουν ήδη ξεκινήσει να προσλαμβάνουν άτομα σε θέσεις στήριξης των εργαζομένων, όπως για παράδειγμα οργανωσιακούς ψυχολόγους, μια από τις αναγνωρισμένες ειδικότητες ψυχολογίας στην Κύπρο, που εφαρμόζουν ψυχολογικές αρχές και μεθόδους έρευνας για τη βελτίωση του συνολικού εργασιακού περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των επιδόσεων, της επικοινωνίας, της επαγγελματικής ικανοποίησης και της ασφάλειας. Παράλληλα, ένα από τα εργαλεία που έχουν δημιουργηθεί για την υποστήριξη της ψυχικής υγείας στην εργασία είναι το «Peer Support Program» (υποστήριξη ομότιμων), το οποίο τονίζει την ανάγκη για αυξημένη παρακολούθηση και υποστήριξη της ψυχικής υγείας των υπαλλήλων σε ένα οργανισμό.

Το πρόγραμμα ξεκίνησε στον χώρο της αεροπορίας και έχει επεκταθεί σε πολλούς οργανισμούς, προσφέροντας στους εργαζόμενους/νες, έναν ασφαλή και ανεπίσημο τρόπο για να αναζητήσουν υποστήριξη. Στο πρόγραμμα αυτό, άτομα λειτουργούν ως «coaches» (καθοδηγητές) και προσφέρουν εμπιστευτικά, στήριξη σε συναδέλφους τους που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ώστε να εκφραστούν και να λάβουν την ανάλογη στήριξη. Η εμπιστευτικότητα που παρέχεται από το πρόγραμμα ενισχύει την ειλικρίνεια και μειώνει το στίγμα που συνήθως περιβάλλει τη συζήτηση για τν ψυχική υγεία, διευκολύνοντας τους εργαζόμενους να αναζητήσουν πιο εύκολα βοήθεια. Ως Σύνδεσμος Ψυχολόγων Κύπρου, καλούμε τις πολιτικές αρχές, τους εργοδότες και τους οργανισμούς γενικότερα, να αδράξουν αυτή την ευκαιρία για αναστοχασμό και προβληματισμό περί των πιο πάνω θεμάτων και να δημιουργήσουν πολιτικές πρόληψης για τους παράγοντες κινδύνου στη ψυχική υγεία, χτίζοντας υποστηρικτικούς χώρους εργασίας, όπου η ψυχική υγεία είναι προτεραιότητα».