Στα ύψη βρίσκονται οι δαπάνες για εξασφάλιση φαρμάκων, κυρίως εξειδικευμένων και καινοτόμων θεραπειών σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Τα φάρμακα για τον καρκίνο, τα σπάνια νοσήματα, τα μεταβολικά νοσήματα και τον διαβήτη θέτουν ήδη σε τεράστιο κίνδυνο τη βιωσιμότητα των εθνικών συστημάτων Υγείας πανευρωπαϊκά και ορθώνουν μπροστά στις αρμόδιες υγειονομικές/ασφαλιστικές αρχές το τεράστιο δίλημμα της εξοικονόμησης έναντι της εξειδίκευσης και της καινοτομίας.
Η αύξηση στις δαπάνες για φάρμακα που καταγράφηκε μεταξύ 2022-2023 κυμάνθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο από 3.6% μέχρι 13%. Η Κύπρος βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο των αυξήσεων για το συγκεκριμένο έτος ενώ κράτη όπως η Γερμανία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Λετονία καταγράφουν σημαντική ετήσια αύξηση των δαπανών την τελευταία τριετία, χωρίς όμως να έχουν αυξήσει τις ποσότητες φαρμάκων που προμηθεύονται για τις ανάγκες των ασθενών τους.
Η Σουηδία, σύμφωνα με σχετική έκθεση, μεταξύ 2022 και 2023 κατέγραψε αύξηση της τάξης του 11% με το ποσοστό αύξησης για την εξασφάλιση εξειδικευμένων φαρμάκων (κυρίως «ορφανών» που αναφέρονται για σπάνια νοσήματα) να ξεπερνά το 26%.
Η έκθεση που ετοιμάστηκε από την Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Κοινωνικής Ασφάλισης (ESIP) και την Επιτροπή Αξιολόγησης Ιατρικής (MEDEV) αποτελεί αντικείμενο συζήτησης στο τρίτο ετήσιο συμπόσιο της ESIP που πραγματοποιείται στις Βρυξέλες και στόχο έχει την ανάπτυξη πρωτοβουλιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε τα κράτη να μπορούν να εξασφαλίζουν τα καλύτερα και πιο αποτελεσματικά φάρμακα για τους ασθενείς τους, χωρίς ωστόσο να τίθενται σε κίνδυνο τα εθνικά ή άλλα ασφαλιστικά Ταμεία.
Η έκθεση καταλήγει σε σαφή συμπεράσματα σε ό,τι αφορά τους λόγους για τους οποίους οι δαπάνες για φάρμακα έχουν εκτοξευθεί την τελευταία τριετία και αν και σε αυτήν καταγράφονται διάφοροι παράγοντες, όπως είναι η γήρανση του πληθυσμού και η αύξηση των συννοσηροτήτων.
Στην Κύπρο, όπως προκύπτει από τα όσα καταγράφονται στην έκθεση, η συνολική καταγραφή δαπανών για εξασφάλιση φαρμάκων άρχισε να γίνεται μετά το 2020 και την ένταξη της ενδονοσοκομειακής περίθαλψης στο Γενικό Σύστημα Υγείας. Έτσι, ενώ το 2019 τα έξοδα του ΓεΣΥ για εξασφάλιση φαρμάκων βρίσκονταν στα €165 εκατ., το 2020 ανέβηκαν στα €273 εκατ. συνεχίζοντας να καταγράφουν αύξηση (μικρότερη σε σχέση με άλλα κράτη) και μεταξύ των ετών 2021-2022 σε ποσοστό 4%.
Ακόμα μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε μεταξύ 2022 -2023 φθάνοντας στο 13%, αν και, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, η αύξηση αυτή ενδεχομένως να οφείλεται στις αλλαγές που επήλθαν τόσο στο σύστημα υγείας της χώρας όσο και στον τρόπο υπολογισμού των δαπανών κατά την τελευταία τετραετία. Υπενθυμίζεται ότι ο προϋπολογισμός του ΟΑΥ για την εξασφάλιση καινοτόμων και εξειδικευμένων θεραπειών αναμένεται ότι το 2025 θα είναι αυξημένος κατά €70 εκατ. περίπου, καθώς στο ΓεΣΥ θα ενταχθούν οι θεραπείες που σήμερα χορηγούνται στους ασθενείς μέσω των διαδικασιών του υπουργείου Υγείας με ξεχωριστό προϋπολογισμό που ξεπερνά τα €120 εκατ. για το 2024. Για το ΓεΣΥ, όπως αναφέρεται στην έκθεση, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των δαπανών αφορά τις εξειδικευμένες θεραπείες για τον διαβήτη, την καρδιακή ανεπάρκεια, το ανοσοποιητικό σύστημα και τον καρκίνο, που έχουν ήδη ενταχθεί στο Σύστημα.
Σε ό,τι αφορά άλλα ευρωπαϊκά κράτη, η Πορτογαλία φαίνεται να κατέγραψε αύξηση δαπανών και το 2022 σε σύγκριση με το 2021 και το 2023 σε ποσοστό 3.6% συγκριτικά με το 2022. Η Νορβηγία, κατά το υπό εξέταση έτος, 2022-2023 παρουσιάζει αύξηση δαπανών 6%, η Αυστρία 7.1%, το Βέλγιο και η Φιλανδία 9%, η Λετονία 14.3%. Η Ολλανδία την τριετία 2021-2024 κατέγραψε κατά μέσο όρο ετήσια αύξηση της τάξης του 3.5% με το υπό εξέταση έτος 2022-2023 να παρουσιάζει αύξηση 4.8%.
Η συγκεκριμένη έκθεση βλέπει το φως της δημοσιότητας μόλις ένα μήνα μετά την ανησυχία που εκφράστηκε από πλευράς φαρμακοβιομηχανιών ότι τα ποσά που δαπανούν τα κράτη για φάρμακα μειώνονται.
Οι δύο φορείς που ετοίμασαν την έκθεση συστήνουν κεντρικά στην ΕΕ αλλά και στα κράτη μέλη να προχωρήσουν στη λήψη μέτρων προκειμένου να εξασφαλίζονται όλες οι απαραίτητες θεραπείες στους ασθενείς που τις χρειάζονται, χωρίς όμως να επιτρέψουν την διάβρωση των συστημάτων υγείας.
Στο παρόν στάδιο και σε επίπεδο ΕΕ, καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να αναχαιτιστεί η αύξηση των τιμών στα εξειδικευμένα φάρμακα και κυρίως στα ογκολογικά σκευάσματα και τα φάρμακα που αφορούν σπάνιες παθήσεις. Στην δε περίπτωση των σπάνιων παθήσεων, για τις οποίες χορηγούνται τα λεγόμενα ορφανά φάρμακα οι τιμές, όπως επισημαίνεται φαίνεται να έχουν εκστροχιαστεί. Ορφανά ονομάζονται τα φάρμακα που προορίζονται για πολύ μικρό αριθμό ασθενών σε διεθνές επίπεδο και αφορούν κυρίως πολύ σπάνιες παθήσεις.
Αναφέρεται ότι στην Κύπρο, τα συγκεκριμένα φάρμακα χορηγούνται μέσω των διαδικασιών της Επιτροπής Ονομαστικών Αιτημάτων του υπουργείου Υγείας, της οποίας ο προϋπολογισμός από €3 εκατ που ήταν το 2015, εκτοξεύθηκε στα €120 εκατ. το 2024.
Συστάσεις στα μέλη της ΕΕ εν αναμονή συμπερασμάτων
Μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ αναμένεται ότι θα συζητηθεί το επόμενο έτος σχετική νομοθεσία ενώ μέσω άλλων προγραμμάτων θα ενισχυθεί η δυνατότητα των κυβερνήσεων να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να επιλέγουν τους καλύτερους τρόπους για την ικανοποίηση των πραγματικών θεραπευτικών αναγκών των πολιτών τους.
Πάντως, ESIP και MEDEV στην έκθεση τους τονίζουν ότι εάν συνεχιστεί αυξητική τάση στις δαπάνες για φάρμακα, τα εθνικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης θα αντιμετωπίσουν σοβαρές προκλήσεις βιωσιμότητας.
Συστήνουν την ανάπτυξη μηχανισμών για αύξηση του ανταγωνισμού σε ό,τι αφορά τις σπάνιες θεραπείες αλλά και την προώθηση της βιομηχανίας γενόσημων και βιοομοειδών φαρμάκων ώστε αυτά να είναι έτοιμα και να εισέρχονται στην αγορά αμέσως μετά την λήξη του διπλώματος ευρεσιτεχνίας των πρωτότυπων σκευασμάτων.
Το συμπόσιο βρίσκεται σε εξέλιξη και τα τελικά αποτελέσματα/συμπεράσματα αναμένεται να ανακοινωθούν επίσημα τις επόμενες ημέρες. Προς συζήτηση έχει τεθεί το πρόγραμμα “Αξιολόγηση Τεχνολογιών Υγείας”, που θα αρχίσει να εφαρμόζεται από το 2025 για τα φάρμακα και από το 2026 για τον ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό».
Στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού θα αξιολογείται, μεταξύ άλλων, η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων έναντι του κόστους αλλά και του βαθμού ικανοποίησης των ασθενών. Για αυτό το λόγο άλλωστε και η ΕΕ έχει εντάξει στην όλη διαδικασία και τα οργανωμένα σύνολα ασθενών σε κάθε κράτος μέλος.