Νέες προδικαστικές ενστάσεις ήγειρε ο συνήγορος της Γερμανίδας που κατηγορείται για σφετερισμό ε/κ περιουσιών στα κατεχόμενα, ευθύς μετά που το Κακουργιοδικείο απέρριψε άλλη ένστασή του.

Φανερά πολιτικοποιώντας το ζήτημα, συσχέτισε την παρούσα υπόθεση με την απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Δημόπουλος, όπου αναγνωρίστηκε κάποιο δικαίωμα στον χρήστη ε/κ περιουσιών που βρίσκονται στα κατεχόμενα. Ο δικηγόρος Σωτήρης Αργυρού ήγειρε θέμα με το κατηγορητήριο αναφέροντας ότι είτε το θέλουμε είτε όχι, η απόφαση Δημόπουλος εκδόθηκε πριν 34χρόνια και αναγνωρίζει το δικαίωμα του χρήστη. «Είναι πρωτόγνωρα θέματα, δεν ξαναήρθαν τέτοιες υποθέσεις στα Δικαστήρια», είπε και ζήτησε κατάργηση του κατηγορητηρίου. Ο ίδιος ήγειρε θέμα σύγκρουσης του νόμου που αφορά στη δόλια συναλλαγή με ακίνητη περιουσία με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αφορά στο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και της κατοικίας του.

Ο δικηγόρος της 49χρονης Γερμανίδας, προχωρώντας ένα βήμα πάρα πέρα, ανέφερε ότι η πελάτισσά του δεν πωλούσε ούτε διαφήμιζε καμιά περιουσία, αλλά ότι αγόρασε περιουσία στα κατεχόμενα και δη στον κατεχόμενο Άγιο Αμβρόσιο. Όπως ισχυρίστηκε, δεν υπάρχει τέτοιο αδίκημα στη νομοθεσία αφού δεν αναφέρεται σε αγορά αλλά σε «συναλλαγές με ακίνητη περιουσία».

Τα δύο θέματα που ηγέρθηκαν θα απαντηθούν από την Κατηγορούσα Αρχή στις 17 Οκτωβρίου, αφού η εκπρόσωπός της συνεννοηθεί με λειτουργούς της Νομικής Υπηρεσίας που γνωρίζουν τα ζητήματα αυτά. Κατά τη νέα δικάσιμο ο δικηγόρος της Γερμανίδας θα εγείρει θέμα απόλυσής της, με την Κατηγορούσα Αρχή να δηλώνει ότι θα φέρει ένσταση.

Νωρίτερα, το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας απέρριψε προδικαστική ένσταση επί της βάσης ότι η κατηγορούμενη δεν θα τύχει δίκαιης δίκης λόγω μεροληψίας του Δικαστηρίου. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, το αντικειμενικό κριτήριο για την εξαίρεση Δικαστή είναι το κατά πόσον δημιουργείται η εντύπωση ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από τον Δικαστή, στο μυαλό του μέσου εχέφρονος πολίτη. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές. Δικαστής δεν εξαιρείται ανάλογα με τις επιθυμίες των διαδίκων, οι οποίοι δεν δικαιούνται να καθορίζουν τη σύνθεση του Δικαστηρίου. Όπως είχε υποστηριχθεί από την υπεράσπιση, επειδή η Πολιτεία δεν κατάφερε να λύσει το πολιτικό ζήτημα της Κύπρου, το μετέθεσε στους ώμους των Δικαστηρίων, γι’ αυτό και δεν θα είναι αμερόληπτα όταν θα εξετάζουν τέτοιες υποθέσεις.

«Με τούτη της τη θέση όμως, η υπεράσπιση επιχειρεί να αποκλείσει το σύνολο των μελών της δικαστικής Υπηρεσίας από την εκδίκαση της υπόθεσης, γιατί αυτή άπτεται πολιτικού, κατά την άποψη της, ζητήματος, εικάζοντας ότι δεν θα τύχει δίκαιης δίκης. Τo ΕΔΑΔ, αναφέρουν οι τρεις Δικαστές, έκρινε ως καταχρηστική την έγερση ζητήματος μεροληψίας Δικαστηρίου, αόριστα, όταν αυτό δεν βασίζεται σε συγκεκριμένα, ουσιώδη γεγονότα».

Περαιτέρω, το Κακουργιοδικείο ανέφερε ότι εικασίες δεν δύναται να καταδείξουν μεροληψία και ότι ένα Δικαστήριο δεν θα επιτελέσει το καθήκον του. Δεν νοείται η εξαίρεση Δικαστών, μόνο και μόνο, γιατί κατηγορίες άπτονται περιουσίας σε κατεχόμενες περιοχές. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, τα όσα είχαν εγερθεί από τον δικηγόρο της κατηγορούμενης, αναφορικά με την αμεροληψία, ήταν γενικά, αόριστα και χωρίς να αποσαφηνιστεί ποια ιδιότητα ή συμπεριφορά του Δικαστηρίου δημιουργεί εντύπωση ύπαρξης προκατάληψης. «Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι τα Δικαστήρια καθημερινώς επιλαμβάνονται σοβαρών υποθέσεων στις οποίες διακυβεύονται κατ’ ελάχιστον δικαιώματα προσώπων αλλά και που εμπλέκονται σοβαρά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Αλίμονο αν αφηνόταν να κριθεί a priori και χωρίς τεκμηρίωση ότι ένα Δικαστήριο δεν θα αποφασίσει ακριβοδίκαια λόγω της φύσεως της υπόθεσης. Ύψιστο καθήκον, και μέριμνα των κυπριακών Δικαστηρίων είναι η προστασία των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων οιουδήποτε προσώπου βρίσκεται στη Δημοκρατία», προστίθεται στην απόφαση.

Τέλος, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η τοποθεσία των ακινήτων που αναφέρονται, η σκοπιμότητα της δίωξης, έστω η λήψη της όποιας πολιτικής απόφασης, ως η υπεράσπιση θα επιχειρήσει να αποδείξει, είναι ζητήματα που θα αποφασιστούν στο κατάλληλο στάδιο και αφού τεθεί η σχετική μαρτυρία. «Χωρίς τέτοιο υπόβαθρο γεγονότων, δεν μπορεί να προεξοφληθεί η μη αποδοχή μαρτυρίας της υπεράσπισης και σίγουρα σε τέτοιο βαθμό που να επηρεάζει τη δίκαιη δίκη της κατηγορούμενης. Ως είναι ευρέως νομολογημένο το κατά πόσον ένας κατηγορούμενος είχε δίκαιη δίκη ή όχι κρίνεται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης και με βάση τα περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης», κατέληξε το Κακουργιοδικείο.