Η εκφοβιστική συμπεριφορά ή και κακοποίηση παιδιών από παιδιά, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας πολύ ενδιαφέρουσας ημερίδας που η Παγκύπρια Σχολή Γονέων και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, συνδιοργάνωσαν την Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024 στην αίθουσα εκδηλώσεων του Πανεπιστημίου Κύπρου – πρώην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου – στην παρουσία δεκάδων εκπαιδευτικών της Δημοτικής και της Μέσης Εκπαίδευσης, από σχολεία όλης της ελεύθερης Κύπρου, αλλά και γονιών, που περιλάμβανε σχετικές διαλέξεις, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης και διάλογο των ομιλητών με τους παρευρισκόμενους εκπαιδευτικούς και γονείς, που τους έθεσαν σχετικά ερωτήματα. Το συνέδριο που κράτησε περισσότερες από 4 ώρες, είχε τίτλο «Σχολικός και διαδικτυακός εκφοβισμός: Αναγνωρίζοντας την αθέατη απειλή» και οργανώθηκε στο πλαίσιο του συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος «Cyber Safety: Ένα καλύτερο διαδίκτυο για τα παιδιά στην Κύπρο». Η Παγκύπρια Σχολή Γονέων, είναι εταίρος του Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου – Cyber Safety – του υπουργείου Παιδείας, το οποίο συντονίζει το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου (ΠΙΚ). Μια από τις τρεις διαλέξεις, που παρουσίασε η δρ Χριστίνα Παπασολομώντος προϊσταμένη του Τομέα Εκπαιδευτικής Τεκμηρίωσης του ΠΙΚ, αφορούσε ακριβώς τις δράσεις του Cyber Safety που λειτουργεί από τον Ιούλιο 2016, αξιοποιώντας ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για το έργο «Καλύτερο Διαδίκτυο για τα Παιδιά» – «Better Internet for Kids».
Για μια καθημερινότητα χωρίς φόβο
«Ένας μαθητής είναι θύμα εκφοβιστικής συμπεριφοράς ή θυματοποιείται, όταν επανειλημμένα και για μεγάλα χρονικά διαστήματα, εκτίθεται σε αρνητικές πράξεις εκ μέρους ενός ή περισσότερων μαθητών», ανέφερε μεταξύ άλλων στη διάλεξη της με θέμα «Αγώνας για μια καθημερινότητα χωρίς φόβο: Αντιμετωπίζοντας τον σχολικό εκφοβισμό», η εκπαιδευτικός-συγγραφέας και εισηγήτρια σε θέματα σχολικού εκφοβισμού Δωρίτα Μαρκαντώνη. «Τέτοιες αρνητικές πράξεις – πρόσθεσε – χαρακτηρίζονται από προσπάθειες εσκεμμένης επιβολής, ενόχλησης ή πρόκλησης σωματικής βλάβης, σε κάποιο άλλο μαθητή. Επίσης, πρέπει να υπάρχει ανισορροπία δυνάμεων: o μαθητής ο οποίος εκτίθεται σε αρνητικές πράξεις, αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και είναι αβοήθητος απέναντι στον μαθητή ή στους μαθητές που τον παρενοχλούν». Η κυρία Μαρκαντώνη αναφέρθηκε και στους «ρόλους»στην εκφοβιστική συμπεριφορά, δηλαδή στα θύματα, τουςθύτες και τους αυτόπτες μάρτυρες/θεατές. «Τα θύματα – είπε – είναι πιθανώς σωματικά, πιο αδύνατα από τους θύτες, χαρακτηρίζονται από εσωστρέφεια, ντροπαλότητα, φόβο και παθητική στάση απέναντι στη βία, αυξημένο άγχος και ανασφάλεια, χαμηλή αυτοεικόνα και αυτοπεποίθηση, δυσκολία στην υπεράσπιση του εαυτού, ανεπάρκεια κοινωνικών δεξιοτήτων, δυσκολία στην επίλυση διαφορών». Χαμηλή αυτοεκτίμηση, έχουν όμως και οι θύτες, όπως είπε. Πρόσθεσε ότι πολλά παιδιά θύτες, «συνεχίζουν να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και στην ενήλικη ζωή τους, δυσκολεύονται στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, εκδηλώνουν βιαιότητα σε μέλη της οικογένειας τους, συχνά καταφεύγουν στη χρήση/κατάχρηση ουσιών, συνήθως εγκαταλείπουν και το σχολείο και το σπίτι, έχουν αυξημένες πιθανότητες παραβατικής συμπεριφοράς, με διάπραξη κλοπών ή βανδαλισμών. Όταν φτάσουν στις τελευταίες τάξεις του λυκείου και στις πρώτες τάξεις του πανεπιστημίου, παρατηρείται μια σταδιακή αποχώρηση των «οπαδών» τους, των ατόμων που τους ακολουθούν. Έτσι, τα άτομα που υπήρξαν θύτες, μένουν μόνοι και στην προσπάθεια τους να επανενταχθούν σε κάποια σύνολα, μπορεί να επανενταχθούν σε μη υγιή κοινωνικά σύνολα και να προβαίνουν σε παραβατικές συμπεριφορές». Σε σχέση με τους αυτόπτες μάρτυρες/θεατές, η Δ. Μαρκαντώνη είπε ότι «αυτοί αποτελούν την πλειοψηφία των μαθητών και έχουν «ρόλο-κλειδί», όχι μόνο στη σχολική μονάδα, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία. Οι θεατές – ανέφερε – φοβούνται, αγχώνονται, νιώθουν ενοχή που δεν βοηθούν, αν και θα ήθελαν. Κάποια παιδιά παρατηρητές, παραμένουν απαθή, που είναι η χειρότερη συνέπεια κατά την προσωπική μου άποψη, νιώθουν αβοήθητοι, ή γίνονται και οι ίδιοι θύτες». Η Δωρίτα Μαρκαντώνη κατέληξε στη διάλεξη της, αποδομώντας κάποιους «μύθους» που αφορούν τον σχολικό εκφοβισμό. «Έχω δει πολύ καλούς μαθητές, από πολύ καλές οικογένειες, να εκφοβίζουν σε απίστευτα μεγάλο βαθμό, άλλα παιδιά και συνεπώς, θύτες δεν είναι μόνο οι «άτακτοι» μας», είπε χαρακτηριστικά. Ανέφερε επίσης ότι «η εκφοβιστική συμπεριφορά, σχετίζεται και με την μάθηση και με τη διδασκαλία» και τέλος τόνισε ότι «και αγόρια και κορίτσια ασκούν και δέχονται όλα τα είδη εκφοβισμού – ενός φαινομένου που καταστρέφει ζωές και τραυματίζει καρδιές».
Για παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία
Ένα θέμα που όπως είπε, «δυσκολεύει πολύ τα σχολεία» και αφορά την πολιτική του κράτους, για τη φοίτηση παιδιών με μεταναστευτική βιογραφία, έθεσε μετά τις βασικές τοποθετήσεις των ομιλητών της συζήτησης στρογγυλής τραπέζης στο πλαίσιο του συνεδρίου, η διευθύντρια δημοτικού σχολείου στη Λεμεσό, Μακαρία Άντρη Στυλιανού. Είπε ότι «πρόκειται για παιδιά διαφορετικού πολιτισμικού υπόβαθρου (Σύροι), τα οποία δεν αντιμετωπίζουν ρατσισμό από Κυπριόπουλα, αλλά στο δικό μας σχολείο, τσακώνονται μεταξύ τους». Πρόσθεσε ότι πρέπει να υπάρχει έννομη υποχρέωση των γονέων να δεχτούν την παρέμβαση εκπαιδευτικού ψυχολόγου, κοινωνικού λειτουργού, ή άλλου αρμόδιου εκεί που χρειάζεται, για τα παιδιά τους, αφού με βάση την υφιστάμενη κατάσταση, η διεύθυνση των σχολείων δεν μπορεί να το κάνει, χωρίς τη συναίνεση των γονέων. Είπε επίσης ότι οι άνθρωποι αυτοί, «δεν γνωρίζουν τον νόμο για την υποχρεωτική εκπαίδευση και συχνά αφήνουν στο σπίτι τα παιδιά, όταν τσακωθούν με άλλους», ενώ μίλησε και για ανάγκη υποχρεωτικής εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας από τα παιδιά αυτά. (Σημειώνουμε ότι την παρέμβαση της κυρίας Στυλιανού, ακολούθησε θερμό χειροκρότημα από πολλούς παρευρισκόμενους). Η Ελένη Παπαστεφάνου επιθεωρήτρια της Υπηρεσίας Συμβουλευτικής και Επαγγελματικής Αγωγής, που συμμετείχε στο πάνελ της συζήτησης, απάντησε ότι «αυτό το ζήτημα, μας πονάει, το αντιμετωπίζουμε, αλλά αφορά την εισαγγελία, το κράτος και την πολιτεία να το ρυθμίσει». Η δρ Έλενα Χατζηκακού, είπε ότι «δεν έχουμε τεκμήρια ότι παιδιά με μεταναστευτική βιογραφία, προκαλούν θέματα βίας και παραβατικότητας. Είναι σημαντικό – πρόσθεσε – όλοι εμείς στη σχολική μονάδα, να τιμούμε τις αρχές του ανήκειν, της αγάπης, της αποδοχής». Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η απάντηση του δρα Ανδρέα Θεοδωρίδη γενικού επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαίδευσης, ότι «τα παιδιά που προέρχονται από πολέμους και έχουν βιώσει βία, φτώχεια και άλλα κοινωνικά προβλήματα, χρειάζονται περισσότερο από τα άλλα παιδιά, την αγάπη μας, την οποία θα ανταποδώσουν στο πολλαπλάσιο». Στο πάνελ της συζήτησης, που συντόνισε η δρ Νίκη Νικολαϊδου λειτουργός του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του Παρατηρητηρίου για τη Βία στο Σχολείο, συμμετείχαν επίσης η Μαρία Ιακωβίδου επιθεωρήτρια Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, ο Στέλιος Μηλιάτης επιθεωρητής Μέσης Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης, ο Λοϊζος Κωνσταντίνου πρόεδρος της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Γονέων Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης και ο Κώστας Τζιούβας αν. πρόεδρος της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Γονέων Δημοσίων Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
«Το βλέμμα μας σε θύματα και θύτες»
Ανοίγοντας με καλωσόρισμά του τις εργασίες του συνεδρίου, ο πρόεδρος της Σχολής Γονέων Λοϊζος Γιάσουμας, υπογράμμισε ότι «επιλέξαμε να τονίσουμε και το θέμα του διαδικτυακού εκφοβισμού, λόγω της συνεχούς χρήσης του διαδικτύου από τα παιδιά Δημοτικής και Μέσης εκπαίδευσης και των αυξανόμενων κρουσμάτων που παρατηρούνται στο διαδίκτυο. Διαπιστώνονται – πρόσθεσε – φαινόμενα και σωματικής, και ψυχολογικής/ συναισθηματικής και σεξουαλικής κακοποίησης». Όπως τόνισε στον χαιρετισμό της η υπουργός Παιδείας δρ Αθηνά Μιχαηλίδου, που ανέγνωσε η δρ Έλενα Χατζηκακού διευθύντρια του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, «το σχολείο, που τάσσεται στον αγώνα ενάντια στη βία, που υιοθετεί την πολιτική μηδενικής ανοχής, καθορίζει ξεκάθαρη πολιτική πρόληψης και διαχείρισης του σχολικού εκφοβισμού, η οποία εφαρμόζεται από όλη την εκπαιδευτική κοινότητα, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών». Ανέφερε και τα εξής μεταξύ άλλων στον χαιρετισμό της η υπουργός Παιδείας: «Η δημιουργία προληπτικού περιβάλλοντος για τα παιδιά, είναι ο ένας άξονας της ευθύνης της ομάδας των ενηλίκων – γονέων και εκπαιδευτικών – που περιβάλλουν τα παιδιά. Πρόληψη για τον σχολικό και διαδικτυακό εκφοβισμό, σημαίνει ενημερωμένη εκπαίδευση προς τα παιδιά για τις μορφές και τις συνέπειες του σχολικού εκφοβισμού, σημαίνει ανάπτυξη δεξιοτήτων κατάλληλης και ασφαλούς χρήσης του διαδικτύου, σημαίνει ενδυνάμωση της αντίληψης και κατ’ επέκταση της φωνής των παιδιών για το δικαίωμα τους να ζουν απαλλαγμένα από κάθε μορφής εκφοβισμό. Το βλέμμα και η προσοχή μας, στρέφεται τόσο προς τα παιδιά που εκφοβίζουν, όσο και προς τα παιδιά που δέχονται εκφοβιστικές συμπεριφορές. Ο δεύτερος άξονας της ευθύνης των ενηλίκων, αφορά στην οργάνωση δομών και υπηρεσιών για άμεση πρόσβαση σε αυτές, από τα παιδιά, για πρακτική και ψυχολογική βοήθεια και στήριξη. Η απάντηση στη βία, είναι η καθολική καταδίκη του σχολικού εκφοβισμού, χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Υπογραμμίζω και πάλι την ανάγκη να είμαστε – γονείς και σχολείο – ένα πολύ δυνατό και καλά ενημερωμένο δίκτυο ασφάλειας, για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στο δικαίωμα των παιδιών να ζουν σε προληπτικά περιβάλλοντα, αλλά και σε περιβάλλοντα έτοιμα να διαχειριστούν κατάλληλα και άμεσα, εκφοβιστικές συμπεριφορές».
«Το εργαλείο μας είναι…ο εαυτός μας»…
Η ενίσχυση των θετικών συμπεριφορών και της αυτοεκτίμησης των παιδιών, εκ μέρους των δασκάλων και των καθηγητών τους, οι οποίοι πρέπει να έχουν συνείδηση του έργου του και της επίδρασής του στους μαθητές/τριες τους, ήταν το σημαντικό μήνυμα της διάλεξης με τίτλο «Επαγρύπνηση των εκπαιδευτικών και πρόληψη του σχολικού εκφοβισμού», του λειτουργού του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Κύπρου και του Παρατηρητηρίου για τη Βία στο Σχολείο Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου. Τόνισε μεταξύ άλλων, τη σημασία της βελτίωσης της παιδαγωγικής σχέσης των εκπαιδευτικών με τα παιδιά και της ενίσχυσης της αυτοεκτίμησής τους, μέσω θετικής ανατροφοδότησης, με έμφαση στα ταλέντα, τις ικανότητες και στα ενδιαφέροντα τους. Απαραίτητη, είπε, είναι η σύνδεση με αξίες, όπως ο λεκτικός έπαινος, οι μικρές επιβεβαιώσεις και η κουλτούρα γνοιαξίματος που περιλαμβάνει βέβαια τη βλεμματική επαφή, το χαμόγελο, τις φιλικές χειρονομίες π. χ. χειραψία, την επιβράβευση της προσπάθειας του παιδιού, της επιμονής, της προσήλωσης και της βελτίωσης του. Υπογράμμισε επίσης τη σημασία της εποικοδομητικής κριτικής, που να ισορροπεί με τη θετική ενίσχυση και να εστιάζει στη συμπεριφορά και όχι στον χαρακτήρα του παιδιού. Αναφέρθηκε ακόμα στη θετική επίδραση που μπορεί να έχουν οι ατομικές συναντήσεεις με τον μαθητή/τρια και ο μεντορισμός, έτσι που ο/η εκπαιδευτικός να αποτελέσει πρότυπο συμπεριφοράς για το παιδί, να το βοηθήσει να βελτιώσει τη σχέση του με το σχολείο και να του παρέχει συναισθηματική ασφάλεια. Ιδιαίτερη αναφορά ο κ. Παπαγεωργίου έκανε στο «φαινόμενο του Πυγμαλίωνα» και της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας», που αφορά στην πραγματοποίηση της βαθύτερης επιθυμίας κάποιου και στην περίπτωση αυτή, στην εσωτερίκευση από παιδιά, των θετικών πεποιθήσεων των εκπαιδευτικών τους, γι’ αυτά. Σύμφωνα με αυτή την παιδαγωγική θεωρία, οι θετικές προσδοκίες των δασκάλων, θα επηρεάσουν θετικά τη μαθησιακή και τη γνωστική επίδοση των μαθητών, αλλά και την ανάπτυξη του χαρακτήρα και της προσωπικότητας τους και ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή τους. Στην κατάληξη της διάλεξής του, ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου μίλησε για το «κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα», που όπως είπε, «υπάρχει πέραν του αναλυτικού προγράμματος και είναι ακόμα πιο σημαντικό από αυτό». Εξήγησε ότι «όλα αυτά που διδάσκουμε καθημερινά στα παιδιά, μπορεί να τα καταλαβαίνουν μέσω του τρόπου που διαχειριζόμαστε, ή δεν διαχειριζόμαστε, το καθετί που συμβαίνει. Αφήνουμε συνεχώς μια παρακαταθήκη και είμαστε τα πρότυπα για τα παιδιά, μέσω της κοινωνικής μάθησης και της γενικότερης στάσης μας». Υπογραμμίζοντας ότι «το εργαλείο μας είναι ο εαυτός μας και όχι μόνο η παιδαγωγική μας», επικαλέστηκε τη φράση του Αμερικανού κοινωνιολόγου και ιστορικού William Du Bois, ότι «τα παιδιά μαθαίνουν πιο πολύ από το ποιοι είμαστε, παρά από το τι διδάσκουμε». Αναφέρθηκε και στη φράση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ηγέτη του Αφροαμερικανικού Κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των έγχρωμων ανθρώπων, ότι «στο τέλος δεν θα θυμόμαστε τα λόγια αυτών που μας πλήγωσαν, αλλά τη σιωπή που κράτησαν οι φίλοι μας». Τελειώνοντας, προέτρεψε «να μην είμαστε σιωπηλοί, να συζητούμε αυτά τα προβλήματα, να τα φέρνουμε στην επιφάνεια, να μην είναι ταμπού, ώστε να μπορέσουμε σιγά σιγά να τα μειώσουμε όσο μπορούμε».