Εξελίξεις στο προσεχές διάστημα για το νέο Σύστημα Αξιολόγησης των Εκπαιδευτικών καθώς και το Νέο Σύστημα Διορισμών προανήγγειλε η Υπουργός Παιδείας, Αθηνά Μιχαηλίδου, μετά τη συνάντηση που είχε το απόγευμα με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις ΠΟΕΔ, ΟΕΛΜΕΚ και ΟΛΤΕΚ, με την Οργάνωση Επιθεωρητών Δημοτικής Εκπαίδευσης, καθώς και τον Κλάδο Επιθεωρητών Μέσης Εκπαίδευσης.

Σε δηλώσεις της μετά από τη συνάντηση, η κ. Μιχαηλίδου είπε σχετικά με το σύγχρονο Σύστημα Αξιολόγησης ότι άκουσε με πολλή ικανοποίηση πολύ συγκεκριμένες εισηγήσεις και ώριμες σκέψεις για το ζήτημα.

Πρόσθεσε ότι πρόκειται για μια συσσωρευμένη εμπειρία 50 σχεδόν χρόνων, η οποία αναφέρει ότι υπάρχει πολύ σοβαρή και άμεση ανάγκη για ένα νέο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, που να μην είναι ισοπεδωτικό, να μην είναι αναχρονιστικό, να δίνει ευκαιρίες στους ικανούς εκπαιδευτικούς να προχωρούν, να δίνει κίνητρα και ευκαιρίες για την αναβάθμιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και τη βελτίωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων.

«Με ικανοποίηση, επαναλαμβάνω, έχω δει ότι υπάρχει μια σύγκλιση απόψεων σε σχέση με τις βασικές αρχές αυτού του συστήματος αξιολόγησης, πάνω στις οποίες θα εργαστούμε συστηματικά, γρήγορα και σε άμεση επικοινωνία με τις εκπαιδευτικές οργανώσεις, ώστε σύντομα να έχουμε μια πρόταση που θα μας τιμά όλους, για την οποία θα είμαστε όλοι υπόλογοι στην κοινωνία μας και στον κόσμο, στα παιδιά και στους γονείς τους», συμπλήρωσε.

Σχετικά με το δεύτερο θέμα, αυτό του Καταλόγου των Εκπαιδευτικών, η Υπουργός είπε ότι αναμένει γραπτώς τις απόψεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων, έτσι ώστε να τοποθετηθεί και το Υπουργείο, να γίνει και εκεί πολύ σύντομα ένας διάλογος και να καταλήξουν στις επόμενες ενέργειες, γιατί, όπως ανέφερε, τα χρονοδιαγράμματα στο συγκεκριμένο θέμα «είναι πάρα πολύ ασφυκτικά».

Από πλευράς του, ο πρόεδρος της ΟΕΛΜΕΚ Δημήτρης Ταλιαδώρος, αφού έκανε λόγο για μια εξαιρετικά χρήσιμη και εποικοδομητική συνάντηση, είπε ότι η αξιολόγηση είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που παραμένει σε εκκρεμότητα εδώ και δεκαετίες.

Απηύθυνε στη συνέχεια έκκληση προς την Κυβέρνηση να παράσχει στήριξη στην προσπάθεια αυτή όπου χρειαστεί. «Δεν γίνεται ο Κύπριος εκπαιδευτικός του 2024-2025 να αξιολογείται με ένα σύστημα του 1975 -1976. Ευελπιστούμε σύντομα μέσα από ένα εποικοδομητικό, γόνιμο διάλογο να καταλήξουμε σε κάτι που θα αναμορφώσει ριζικά το εκπαιδευτικό σύστημα, διότι ακριβώς θα αναμορφώσει τον Έλληνα Κύπριο εκπαιδευτικό», σημείωσε σχετικά.

Αναφορικά με το ζήτημα των διορισμών, είπε ότι δόθηκε μια λύση το 2015, το πέρασμα σε ένα νέο σύστημα πρόσληψης εκπαιδευτικών με εξετάσεις, και δόθηκε μια μακρόχρονη παράταση που φτάνει μέχρι το 2027 στον κατάλογο των διοριστέων.

«Αυτό που τονίσαμε στην Υπουργό είναι ότι σίγουρα δεν μπορεί να αποδεχτεί να μείνουν εκτός εκπαίδευσης συνάδελφοι οι οποίοι έχουν προσφέρει, έχουν εργαστεί, μερικοί πέραν των 10 ετών, στο εκπαιδευτικό σύστημα. Έχουμε θέσει στην Υπουργό το ζήτημα αυτό, ότι θα πρέπει να διασφαλιστούν αυτά τα άτομα, είτε δούλεψαν με πολυετείς συμβάσεις, είτε με λιγότερων ετών ως αντικαταστάτες με πολλή προϋπηρεσία, θα πρέπει να διασφαλιστούν», σημείωσε επί του θέματος.

Απηύθυνε, επίσης, έκκληση στην Κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα και τη Βουλή σχετικά με τις 2.000 μόνιμες θέσεις που παραμένουν σε εκκρεμότητα και οι οποίες, όπως είπε, θα πρέπει να εγκριθούν διότι όχι μόνο δεν μπορεί να δουλέψει το εκπαιδευτικό σύστημα με 20% συμβασιούχους, αλλά θα λύσει και τα προβλήματα που προκύπτουν από το νέο σύστημα διορισμού.

Ο πρόεδρος της ΟΛΤΕΚ Παναγιώτης Λυσάνδρου είπε από την πλευρά του σχετικά με το ζήτημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ότι υπήρξε συναντίληψη για τις αρχές που πρέπει να το διέπουν, κάτι που όπως είπε, δημιουργεί αισιοδοξία.

Αναφορικά με τον τρόπο πρόσληψης των εκπαιδευτικών, εξέφρασε τη συμφωνία του ως προς την ανάγκη εφαρμογής του νόμου και κατάργησης του καταλόγου διοριστέων, με την προϋπόθεση ότι οι εκπαιδευτικοί που έχουν προσφέρει δεν θα πεταχτούν στον δρόμο, καθώς ούτε το εκπαιδευτικό σύστημα θα κερδίσει από αυτή την ενέργεια.

«Αφού διασφαλιστούν οι συνάδελφοι που έχουν προσφέρει, θα πρέπει να γίνουν και κάποιες αλλαγές στο νόμο που θα αυξήσουν την αξιοκρατία. Είναι λογικό να διαπιστωθούν μετά την εφαρμογή του συστήματος κάποιες ατέλειες που πρέπει οπωσδήποτε να διορθωθούν το συντομότερο», κατέληξε.

Στις δικές της δηλώσεις, η πρόεδρος της ΠΟΕΔ Μύρια Βασιλείου ότι διαχρονικά καταθέτει το αίτημα του εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου συστήματος αξιολόγησης, καθώς, όπως είπε, ένα σύστημα το οποίο δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ‘70 δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός σύγχρονου σχολείου.

«Υπάρχει ανάγκη εκσυγχρονισμού, υπάρχει ανάγκη να δημιουργηθεί ένα νέο σύστημα, το οποίο να μην είναι ισοπεδωτικό και να καταγράφει δίκαια και με διαφανή κριτήρια, αξιοκρατικά κριτήρια, το εκπαιδευτικό έργο και βεβαίως να δίνει τη δυνατότητα στους ικανούς εκπαιδευτικούς να ανελίσσονται», σημείωσε σχετικά.

Πρόσθεσε ότι θέση της ΠΟΕΔ είναι ότι το όποιο νέο σύστημα αξιολόγησης θα πρέπει να συνοδεύεται από εκείνες τις δικλείδες ασφαλείας, έτσι ώστε ο ανθρώπινος παράγοντας να μην το αφήσει και αυτό να ισοπεδωθεί, χαρακτηρίζοντας σημαντικό το γεγονός ότι αυτό ακούστηκε στη σημερινή συνάντηση.

«Δηλώσαμε για πολλοστή φορά το “παρών” μας ως ΠΟΕΔ να συμμετέχουμε στον διάλογο. Ο στόχος είναι κοινός, θέλουμε και εμείς ως εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης την αλλαγή, τον εκσυγχρονισμό, και βεβαίως είμαστε έτοιμοι να καταθέσουμε εισηγήσεις στις επόμενες συναντήσεις που θα έχουμε με την Υπουργό», τόνισε.

Σχετικά με το ζήτημα του νέου συστήματος διορισμού των εκπαιδευτικών, η κ. Βασιλείου είπε ότι η ΠΟΕΔ είχε από το 2015 καταθέσει και τις ενστάσεις και τους προβληματισμούς της, οι οποίες, όπως είπε, επιβεβαιώνονται σε ό,τι αφορά στις στρεβλώσεις που αναδεικνύονται κάθε φορά που γίνονται οι εξετάσεις.

«Η θέση της ΠΟΕΔ ξεκάθαρα είναι ότι με γνώμονα να μην θυματοποιηθεί κανένας συνάδελφος, είτε αυτός/αυτή ανήκει στον πίνακα διοριστέων, είτε ανήκει στον πίνακα διορισίμων, θα πρέπει αφενός να συζητηθούν και να διορθωθούν οι στρεβλώσεις του υφιστάμενου συστήματος αξιολόγησης», τόνισε στη συνέχεια, σημειώνοντας ταυτόχρονα την επιτακτική ανάγκη όπως ο πίνακας διοριστέων παραμείνει «γιατί το 2027 δεν θα έχουμε εκπαιδευτικούς να διορίσουμε στα σχολεία και αυτό μπορούμε να το τεκμηριώσουμε λαμβάνοντας υπόψη τη στελέχωση τόσο της φετινής όσο και της περσινής σχολικής χρονιάς, όπου ο κατάλογος διορισίμων εξαντλήθηκε και οι διορισμοί έγιναν εξ ολοκλήρου, από ένα σημείο και μετά, από τον κατάλογο διοριστέων, ενώ σαφώς υπάρχει και το ζήτημα της στελέχωσης σε ό,τι αφορά στους αντικαταστάτες».

«Άρα λοιπόν είναι ένα ζήτημα το οποίο πρέπει να τύχει άμεσα διαχείρισης και θεωρούμε ότι με μια σωστή διαχείριση θα λειτουργήσει γενικότερα το όλο σύστημα ως κίνητρο για να θέλουν οι εκπαιδευτικοί να ασκήσουν το λειτούργημα τους και να μη λειτουργεί ως αντικίνητρο, το οποίο τουλάχιστον εμείς εισπράξουμε από τα μέλη μας και από τους συναδέλφους», κατέληξε.