Το κενό που υπάρχει στην εθνική νομοθεσία της Κύπρου για την προστασία του περιβάλλοντος σε συνταγματικό επίπεδο, έρχεται να καλύψει ειδική συνταγματική διάταξη που περιλαμβάνεται σε δύο προτάσεις νόμου κοινοβουλευτικών κομμάτων για την τροποποίηση του Συντάγματος.

Σήμερα, η προστασία του περιβάλλοντος δεν κατοχυρώνεται ως κρατική υποχρέωση ή/και δεν αναγνωρίζεται ως συνταγματικό δικαίωμα. Η περιβαλλοντική νομοθεσία της Κύπρου συνίσταται κυρίως σε επιμέρους νομοθετήματα που εκδόθηκαν για σκοπούς εναρμόνισης με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η προστασία του περιβάλλοντος δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως υποχρέωση του κράτους ή/και δικαίωμα των πολιτών.

Η πρώτη πρόταση νόμου προέρχεται από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΑΚΕΛ και αφορά τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος σε ένα υγιές και βιώσιμο περιβάλλον και παροχή των αναγκαίων διαδικαστικών εγγυήσεων, όπως το δικαίωμα στην περιβαλλοντική πληροφόρηση και στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα.

 Η δεύτερη πρόταση προέρχεται εκ μέρους του Κινήματος Οικολόγων – Συνεργασία Πολιτών και αφορά τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος ζωής σε συνθήκες που διασφαλίζουν την προστασία της υγείας, του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας.

Σκοπός της πρότασης νόμου του ΑΚΕΛ είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος, ώστε να διασφαλιστεί συνταγματικά το δικαίωμα όλων, περιλαμβανομένων και των επόμενων γενεών, σε ένα υγιές και βιώσιμο περιβάλλον. Παράλληλα, επιδιώκεται όπως παρασχεθούν διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως είναι η πρόσβαση του κοινού στην πληροφόρηση, η συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και η πρόσβαση του ενδιαφερόμενου κοινού στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, ώστε η προστασία που θεσπίζεται να καθίσταται πιο αποτελεσματική. Η εξαίρεση των περιβαλλοντικών ζητημάτων από τη γενική υποχρέωση απόδειξης άμεσου και προσωπικού έννομου συμφέροντος έγκειται στον ευρύ κοινωνικό χαρακτήρα του δικαιώματος σε ένα ασφαλές, καθαρό, υγιές και βιώσιμο περιβάλλον. Με τη συμπερίληψη ενός αυτόνομου δικαιώματος, η πρόταση νόμου αποσκοπεί στον προοδευτικό εκσυγχρονισμό του Συντάγματος κατά τρόπο που συνάδει με την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων της λεγόμενης «τρίτης γενιάς», που ονομάζονται «δικαιώματα αλληλεγγύης». Κάτι τέτοιο συνάδει με την τάση της διεθνούς κοινότητας για θεσμοθέτηση αυτόνομου δικαιώματος.

Σκοπός της πρότασης νόμου του Κινήματος Οικολόγων είναι η τροποποίηση του Συντάγματος, ώστε να διασφαλιστεί συνταγματικά το δικαίωμα ζωής σε συνθήκες που διασφαλίζουν την προστασία της υγείας, του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας. Παράλληλα, με την προτεινόμενη ρύθμιση επιδιώκεται η τοποθέτηση του δικαιώματος στην υγεία, το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα στο ίδιο επίπεδο νομικής προστασίας με το δικαίωμα ζωής και σωματικής ακεραιότητας. Περαιτέρω, η πρόταση νόμου αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό του Συντάγματος, με τη συμπερίληψη σε αυτό ρητής διάταξης που διασφαλίζει το αναφερόμενο δικαίωμα κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που υιοθετήθηκε από άλλα σύγχρονα κράτη και που συνάδει με την τάση της διεθνούς κοινότητας για συνομολόγηση διεθνών συνθηκών και ανάληψη υποχρεώσεων σε διεθνές και σε εθνικό επίπεδο, οι οποίες σχετίζονται με τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας, της υγείας των ανθρώπων και κατά συνέπεια της ζωής τους εν γένει.

Έμεινε πίσω η Κύπρος

Το δικαίωμα στο περιβάλλον αποτελεί αντικείμενο έντονων συζητήσεων την τελευταία πεντηκονταετία. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, άρχισε ο προβληματισμός σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για τη διάσταση του ως ανθρώπινου δικαιώματος.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διακρίνονται τρεις ομάδες κρατών μελών της ΕΕ:

α) Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει κράτη των οποίων οι συνταγματικές διατάξεις, που άμεσα κατοχυρώνουν άλλα δικαιώματα, χρησιμοποιούνται έμμεσα και για την προστασία περιβαλλοντικών αγαθών (π.χ. Ιρλανδία 1937, Ιταλία 1947, Γερμανία 1994, κ.ά.).

β) Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει κράτη τα οποία έχουν προτιμήσει να περιλάβουν στις συνταγματικές αναθεωρήσεις τους την προστασία του περιβάλλοντος ως κρατική υποχρέωση (π.χ. Ελλάδα 1975, Σουηδία 1975, Ολλανδία 1983, Αυστρία 1984, Βέλγιο 1994, Γερμανία 1994, Φινλανδία 1995, κ.ά.).

γ) Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει όσα κράτη έχουν υιοθετήσει μια ρητή διατύπωση του δικαιώματος στο περιβάλλον σε συνταγματικό επίπεδο (π.χ. Πορτογαλία 1976, Ισπανία 1978, Ελλάδα 2001, κ.ά.).

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η προστασία του περιβάλλοντος έχει διέλθει σχηματικά από δύο στάδια: Την προστασία ως μέσο για την εξασφάλιση άλλων έννομων αγαθών, όπως είναι κυρίως η δημόσια υγεία και η ανθρώπινη ζωή και την προστασία του ως αυτοσκοπού. Επιπρόσθετα, τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο η προστασία του περιβάλλοντος κατοχυρώνεται ως αυτοσκοπός, ενώ, παράλληλα, υπάρχει ρητή και έντονη τάση για τη συνταγματική κατοχύρωση των περιβαλλοντικών αγαθών, είτε με τη μορφή κρατικών υποχρεώσεων είτε με τη ρητή αναγνώριση τους ως αναφαίρετων δικαιωμάτων.

Το περιβάλλον ως συλλογικό αγαθό

Βασική ιδιότητα του έννομου αγαθού του περιβάλλοντος είναι ότι πρόκειται για συλλογικό αγαθό. Χάρη στην ιδιότητα αυτή, το δίκαιο του περιβάλλοντος είναι το κατ’ εξοχήν δίκαιο της αλληλεγγύης και της συμφιλίωσης και από τα ελάχιστα θέματα που συγκεντρώνουν συναίνεση. Σε αυτό το πλαίσιο, το Terra Cypria επί της αρχής συμφωνεί και με τις δύο προτάσεις νόμου, τις οποίες κατέθεσαν το ΑΚΕΛ και το Κίνημα Οικολόγων και θεωρεί ότι:

  1. Η αναφορά «σε ένα ασφαλές, καθαρό, υγιές και βιώσιμο περιβάλλον» είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με το ανθρώπινο δικαίωμα, το οποίο έχει αναγνωριστεί από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ τον Οκτώβριο 2021 και τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Ιούλιο 2022.
  2. Η αναφορά σε «διαδικαστικές εγγυήσεις, ώστε η προστασία που θεσπίζεται να καθίσταται πιο αποτελεσματική» είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις διατάξεις διεθνών συμβάσεων του ΟΗΕ και κοινοτικών οδηγιών της ΕΕ.
  3. Υφίστανται δύο είδη περιβαλλοντικών δικαιωμάτων: Τα διαδικαστικά και τα ουσιαστικά. Τα διαδικαστικά δικαιώματα σχετίζονται συνήθως με την πρόσβαση του κοινού σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση του ενδιαφερόμενου κοινού στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα. Τα ουσιαστικά δικαιώματα καλύπτουν ατομικά συμφέροντα, όπως η ανθρώπινη υγεία, η προστασία της ιδιοκτησίας και το δικαίωμα χρήσης του περιβάλλοντος για συγκεκριμένο σκοπό. Τα ουσιαστικά δικαιώματα σχετίζονται συνήθως με το ασφαλές κλίμα, τον καθαρό αέρα, τα υγιή οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα, το ασφαλές και επαρκές νερό, την υγιεινή και βιώσιμη διατροφή, καθώς και το ασφαλές και υγιές περιβάλλον.
  4. Η αναφορά σε «υποχρέωση του κράτους, για την οποία το κράτος υποχρεούται να λαμβάνει προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα ή μέτρα αποκατάστασης στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας», δεν αποτελεί απλή κατευθυντήρια διάταξη, αλλά συνιστά κανόνα άμεσης και επιτακτικής ισχύος, ο οποίος περιέχει δεσμευτική επιταγή προς τον κοινό νομοθέτη, τη δημόσια διοίκηση, τα εθνικά Δικαστήρια αλλά και τους διοικούμενους να συμμορφωθούν με το περιεχόμενο της προτεινόμενης συνταγματικής διάταξης.
  5. Η αναφορά στην ανάγκη προστασίας των περιβαλλοντικών δικαιωμάτων από οποιαδήποτε επέμβαση, εκτός εάν αυτή είναι απολύτως αναγκαία για το συμφέρον του κράτους ή της συνταγματικής τάξης ή της εδαφικής ακεραιότητας ή της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας υγείας ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των συνταγματικών ελευθεριών», ρυθμίζει τα πρόσφορα μέτρα μέσα στα όρια που διαγράφουν οι ανάγκες για τη διαφύλαξη και προστασία του περιβάλλοντος ως συλλογικού αγαθού, εις βάθος χρόνου, υπέρ τόσο των υφιστάμενων όσο και των μελλοντικών γενεών, σταθμίζοντας παράλληλα και τα άλλα συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα, καθώς επίσης και το γενικότερο δημόσιο συμφέρον.