Απόφαση – κόλαφο για τις αρμόδιες αρχές εξέδωσε χθες το Ανώτατο Δικαστήριο, σε σχέση με την αίτηση Σύρου ο οποίος τελεί υπό κράτηση για σκοπούς απέλασης, επειδή θεωρείται κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Το Δικαστήριο επέκρινε έντονα την απραξία των αρμοδίων αρχών να προβούν σε ενέργειες για την απέλαση του Σύρου αιτητή, ο οποίος μάλιστα έδωσε τη συγκατάθεσή του και τον κρατούν για 18 μήνες, χωρίς προοπτική απέλασης.
Ο δικαστής Ιωάννης Ιωαννίδης, εκδίδοντας διάταγμα απελευθέρωσης του Σύρου ήταν ιδιαίτερα καυστικός για την παρατεταμένη αδράνεια των αρμοδίων αρχών της Δημοκρατίας. Στην απόφασή του τονίζει και τα ακόλουθα:
Εν προκειμένω, με δεδομένη την πρόθεση των αρμοδίων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας να απελάσουν τον αιτητή από τη χώρα, αφού τον θεωρούν πρόσωπο επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και δημόσια τάξη, ανεξάρτητα εάν αυτός απολαμβάνει ή όχι διεθνούς προστασίας, δεν φαίνεται να έχουν προβεί σε οιανδήποτε ενέργεια για προώθηση ή προλείανση της απέλασής του, εκκρεμούσης της κράτησης του. Μάλιστα, ως ελέχθη, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν προέβαιναν και δεν προβαίνουν σε οιανδήποτε ενέργεια για να εξασφαλίσουν ταξιδιωτικά έγγραφα για σκοπούς απέλασης του αιτητή.
«Σε θέματα που αφορούν στην ελευθερία των ατόμων, δεν επιτρέπονται εκπτώσεις. Να επαναλάβω αυτό που είπε η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ζανάς (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1156, πως «Η ελευθερία του ατόμου είναι το ύψιστο αγαθό που πρέπει να διασφαλίζεται σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, διεπόμενη από το κράτος δικαίου», τονίζει το Δικαστήριο.
Σημειώνεται ότι ο αιτητής κρατείτο από τις 23.1.2023, ημερομηνία κατά την οποία εξέτισε ποινή φυλάκισης δύο ετών που του επεβλήθη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, στο οποίο κρίθηκε ένοχος, στις 17.1.2023, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας. Η κατηγορία αφορούσε σε «παρακολούθηση εκπαίδευσης για τέλεση αδικημάτων τρομοκρατίας μεταξύ άγνωστης ημερομηνίας και μέχρι την 3.1.2021», κατά παράβαση του περί Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας και Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2019, N.75(I)/2019.
Αυτός αρχικά εξασφάλισε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας και στη συνέχεια εξασφάλισε άδεια παραμονής η οποία δεν του ανανεώθηκε με αποτέλεσμα να προσφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο τον δικαίωσε τρία χρόνια μετά.
Το βασικό παράπονο του είναι ότι ο διαρρεύσας χρόνος κράτησης του, είναι τέτοιος ώστε η κράτηση του να καθίσταται πλέον παράνομη, κάτι που εξετάζεται και αποφασίζεται στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Habeas Corpus ad Subjiciendum.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η κράτηση είναι περιορισμός του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελευθερίας, και σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αυτοσκοπός. Η στέρηση της ελευθερίας θα πρέπει να έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια, και να υφίσταται καθ΄ ον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης προωθείται με τη δέουσα επιμέλεια.
Αυτό που αποκαλύπτεται, τονίζει ο δικαστής, είναι ότι, εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο ένταλμα, ο αιτητής θα συνεχίσει να τελεί υπό κράτηση για περαιτέρω, απροσδιόριστο, χρονικό διάστημα, χωρίς να υπάρχει, στη βάση των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης, λογική προοπτική απομάκρυνσής του από τη χώρα
Η διοίκηση, καταλήγει στην απόφασή το ο δικαστής, είχε υποχρέωση να στοιχειοθετήσει, 18 και πλέον μήνες μετά, ότι ο αιτητής θα πρέπει να συνεχίσει να τελεί υπό κράτηση, κατ΄ εξαίρεση, για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης (ως αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 23.7.2024), κάτι που βρίσκω ότι απέτυχε να πράξει. Τουναντίον, εξισορρόπηση των 25 δικαιωμάτων του Κράτους και του αιτητή, οδηγεί στην έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.
Ο αιτητής, υπό το φως όλων των πιο πάνω, δικαιούται να απολαύσει την ελευθερία του, που είναι, ως ελέχθη, ύψιστο αγαθό το οποίο πρέπει να διασφαλίζεται από κάθε χώρα στην οποία υπάρχει δημοκρατικό καθεστώς. Και στην Κύπρο, υπάρχει δημοκρατικό καθεστώς.
Η αίτηση κρίνεται βάσιμη, δικαιολογημένη και εγκρίνεται. Εκδίδεται το αιτούμενο Προνομιακό Ένταλμα. Οι αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας να αφήσουν αμέσως ελεύθερο τον αιτητή.