Σειρά πρωτοβουλιών μέσα από τη δημιουργία νέων εργαλείων προωθεί το Τμήμα Γεωργίας με σκοπό τον περιορισμό της ψαλίδας τιμών αγροτικών προϊόντων μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή.
Τα εν λόγω εργαλεία σκοπεύουν στην ενδυνάμωση της θέσης των γεωργών στην εφοδιαστική αλυσίδα και, ταυτόχρονα, στην ενίσχυση της διαφάνειας. Στόχος του Τμήματος Γεωργίας, όπως και του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, είναι να στηρίξει τους παραγωγούς, ώστε να έχουν δίκαιο εισόδημα και να παρέχουν στους καταναλωτές υψηλής ποιότητας προϊόντα σε προσιτές γι’ αυτούς τιμές.
Ως πρώτο μέτρο καταγράφεται η λειτουργία του ψηφιακού εργαλείου «e-κοφίνι», στο οποίο οι καταναλωτές μπορούν να δουν τις μέσες τιμές όπως αναγράφονται κάθε Δευτέρα και Πέμπτη μέσω της ιστοσελίδας του Τμήματος Γεωργίας και σε κοινότητα Viber.
Περαιτέρω, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των προσπαθειών της για ενδυνάμωση της θέσης των γεωργών στην εφοδιαστική αλυσίδα, εισηγείται, μεταξύ άλλων, και τη δημιουργία παρατηρητηρίου για το κόστος παραγωγής, τα περιθώρια κέρδους και τις εμπορικές πρακτικές, που θα συμβάλει στην ενίσχυση της διαφάνειας.
Τα πιο πάνω αποτελούν την απάντηση του Υπουργείου Γεωργίας στη σχετική ανακοίνωση του Κυπριακού Συνδέσμου Καταναλωτών σε ό,τι αφορά στην εμπορία φθαρτών και τις λιανικές τιμές πώλησής τους.
Ο Σύνδεσμος Καταναλωτών εντοπίζει υπέρμετρη αύξηση των λιανικών τιμών στην πώληση φρέσκων φρούτων και λαχανικών σε σχέση με τις τιμές παραγωγού, σημειώνοντας ότι το πρόβλημα επηρεάζει όχι μόνο τους καταναλωτές, αλλά και τους παραγωγούς, οι οποίοι δεν αμείβονται σύμφωνα με την τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής.
Σε έρευνα του Συνδέσμου που κάλυψε 30 είδη φρούτων και λαχανικών, εντόπισε «ανησυχητικά στοιχεία που φαίνεται να δικαιολογούν τις ανησυχίες των καταναλωτών ότι υπάρχει υπέρμετρη αύξηση των λιανικών τιμών».
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σε 27 από τα 30 είδη το ποσοστό μικτού κέρδους στην τιμή που πληρώνεται ο παραγωγός ξεπερνά το 107%, κάτι που σύμφωνα με τον Σύνδεσμο ξεπερνά το «λογικό συνολικό ποσοστό μικτού κέρδους» το οποίο εκτιμά στο 50-60% επί της τιμής που πληρώνεται ο παραγωγός.