«Εμείς τα παιδιά αγνοουμένων – και αγνοημένων – από το κράτος, 50 χρόνια μετά, είμαστε σε θέση να διαχειριστούμε το πένθος τόσων χρόνων, για να ακουστεί και η δική μας φωνή» ανέφερε στον «Φ» η  Δέσποινα Γρηγορίου, πρόεδρος της επιτροπής της «1619 Ομάδας Πρωτοβουλίας Παιδιών Αγνοουμένων» που συστάθηκε και δραστηριοποιείται τους τελευταίους μήνες, διεκδικώντας την αναγνώριση και την έμπρακτη κρατική στήριξη, για τα παιδιά και τις συζύγους των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής του 1974. «Έστω και αν πέρασαν 50 χρόνια, η ψυχή μας είναι ακόμα γεμάτη πληγές που αιμορραγούν», μας είπε η Ντίνα (Κωνσταντία) Αγαπίου μέλος της επιτροπής που επίσης μίλησε στο «Φ» και περίγραψε τις ζοφερές συνθήκες μισού αιώνα κοινωνικού αποκλεισμού, μέσα σε ένα δυστοπικό περιβάλλον στερήσεων κάθε είδους, για τις πλείστες οικογένειες αγνοουμένων. «Την ώρα που οι συμμαθητές μας, πρόσθεσε, απολάμβαναν την αγκαλιά των γονιών τους, εμείς ήμασταν στα συλλαλητήρια με τη φωτογραφία του παπά μας αγκαλιά. Και στο σπίτι, να βλέπουμε την μάμα μας να κλαίει. Μόνο να κλαίει».

Υπενθυμίζουμε ότι τα μέλη της επιτροπής της «Ομάδας Πρωτοβουλίας Παιδιών Αγνοουμένων» Γιώργος Γιατρού, Δέσποινα Γρηγορίου, Γεωργία Παύλου, Κούλα Θεοδώρου και Ντίνα Αγαπίου, έγιναν δεχτά στο Προεδρικό Μέγαρο από τον Πρόεδρο Νίκο Χριστοδουλίδη στις 18 Ιουλίου 2024, στην παρουσία και της επικεφαλής Ανθρωπιστικών Θεμάτων, Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων Άννας Αριστοτέλους. Μετά τη συνάντηση, η κυρία Αριστοτέλους δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «για πρώτη φορά η Πολιτεία, ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αντικρίζει αυτά τα παιδιά σε αυτή τη διάσταση. Από την πρώτη στιγμή τα στηρίξαμε και αναδείξαμε αυτή την ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Δεν μπορούμε να αντικαταστήσουμε τον πατέρα που έχασαν, αλλά στεκόμαστε δίπλα τους, τους στηρίζουμε για να δούμε πώς αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα τους. Όπως είπε ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν πρέπει να αντικρίζονται τα παιδιά αυτά στο γενικότερο σύνολο των ευάλωτων ομάδων της Κύπρου, αλλά θα πρέπει να τους παραχωρηθούν ευεργετήματα, πέρα από αυτά που δικαιούται ο κάθε ευάλωτος πολίτης. Γι’ αυτό και θα εξεταστούν με κάθε σοβαρότητα, όλα τα αιτήματα τους από την Πολιτεία».

Κτύπησαν πόρτες που δεν άνοιξαν ποτέ…

Σημειώνουμε ότι πριν συναντηθούν με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τα μέλη της  επιτροπής της «Ομάδας Πρωτοβουλίας Παιδιών Αγνοουμένων, περιλαμβανομένης της Αναστασίας Ευσταθίου, Ιφιγένειας Παπακωνσταντίνου και Σωτήρη Τουρουρού, πραγματοποίησαν την 31η Μαϊου 2024 δημοσιογραφική διάσκεψη στη Λευκωσία όπου εξήγησαν την ιδέα ίδρυσης και τους στόχους της ομάδας. Όπως είπε η εκ των μελών της επιτροπής Γεωργία Παύλου, «η ανάγκη για ανεύρεση και του τελευταίου αγνοουμένου μας, μέσα από ουσιαστική προσπάθεια και άσκηση πιέσεων όπου απαιτείται, καθώς και η αποκατάσταση της αλήθειας, η άρση της αδικίας και η ουσιαστική στήριξη των συζύγων και των παιδιών των αγνοουμένων, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία και αδυνατούν να βιοποριστούν με επάρκεια, ώθησαν την ομάδα μας στις 4 Φεβρουαρίου 2024 στην απόφαση για δημιουργία του Σωματείου «Σύνδεσμος Συζύγων/Τέκνων Αγνοουμένων 1619». Σύντομα το Σωματείο θα είναι πραγματικότητα, αφού κατατίθενται τα σχετικά έγγραφα.Ευελπιστούμε ότι θα ενημερωθούν και όλα τα τέκνα των αγνοουμένων για την ύπαρξη του Σωματείου μας, αφού δεν υπάρχει κατάλογος με τα ονόματά μας.

Το κράτος μέχρι σήμερα, δεν σεβάστηκε το δικαίωμά μας για τακτική ενημέρωση, την ανάγκη μας για ψυχολογική υποστήριξη, την ανάγκη για οικονομική και διοικητική υποστήριξη, θέματα τα οποία θίγονται έντονα και εμπεριστατωμένα και στην έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής Ερυθρού Σταυρού και της ΔΕΑ μετά από έρευνα και συνεντεύξεις με συγγενείς αγνοουμένων που φέρει τον τίτλο «Οι ανάγκες των οικογενειών των αγνοουμένων της Κύπρου». Κάποιες μανάδες και παιδιά αγνοουμένων, αποτάθηκαν κατά καιρούς για βοήθεια σε επίσημους κρατικούς φορείς. Μεμονωμένα, μικρός αριθμός στηρίχθηκε ελάχιστα, χωρίς οργανωμένο πλάνο, έτσι που να καλύπτονται οι ουσιαστικές ανάγκες του συνόλου σε βάθος χρόνου. Πολλοί από αυτούς λοιδορήθηκαν και δέχτηκαν προσβολές. Μανάδες με μικρά παιδιά στην αγκαλιά, χτύπησαν πόρτες που δεν άνοιξαν ποτέ. Ακόμα και σήμερα, πολύς κόσμος, κόμματα και οργανωμένα σύνολα, πιστεύουν ότι οι μανάδες μας κι εμείς, στηριχθήκαμε και στηριζόμαστε ποικιλοτρόπως. Οικονομικά, κοινωνικά, συναισθηματικά. Ουδέν αναληθέστερο». Πρόσθεσε τα εξής, η Γεωργία Παύλου: «Παρά τις ταυτοποιήσεις που γίνονται κατά καιρούς, να θυμάστε ότι τα οστά που ενταφιάζονται, ούτε να μας μιλήσουν μπορούν, ούτε να μας αγκαλιάσουν. Ύστερα από 50 χρόνια, βρήκαμε τη δύναμη που χρειάζεται για να μιλήσουμε. Για να διεκδικήσουμε τα ελάχιστα για τις μανάδες μας, αλλά και για εμάς, ξεχασμένοι από την Πολιτεία και από όσους είχαν την υποχρέωση καθηκόντως, να εμπλέκονται θετικά στη ζωή μας όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ήταν προκλητικά απόντες. Τις βαθιές ψυχικές χαρακιές που άφησαν πίσω τους η απώλεια και η έλλειψη προσπάθειας επούλωσης, δυστυχώς μεταφέρονται βουβά ως πόνος κληρονομιάς στα δικά μας παιδιά. Θέλουμε η αλυσίδα αυτή να σπάσει, όπως και το αίσθημα αδικίας που κουβαλούμε εύλογα, για δεκαετίες. Γιατί όπως είπε και στον Επιτάφιο λόγο του ο Περικλής το 430 π.Χ., το καλύτερο μνημόσυνο όσων έπεσαν για την πατρίδα, είναι η φροντίδα των συζύγων και των ορφανών». Η Γεωργία Παύλου είναι φιλόλογος και έχει άλλα τρία αδέλφια. Ήταν 5 χρόνων όταν ο πατέρας της Παναγιώτης Παύλου Χατζηπαναγιώτου, αστυνομικός 28 χρόνων από τα Λαγουδερά, κάτοικος Πολύστυπου, χάθηκε στις 22 Ιουλίου 1974 στη μάχη του Τράχωνα Λευκωσίας. Τα οστά του ανευρέθηκαν σε ομαδικό τάφο και ταυτοποιήθηκαν το 2016.

Μια ακροβασία μεταξύ απόγνωσης και ελπίδας

«Πόσοι είναι οι αγνοούμενοί μας, φαντάζομαι όλοι ξέρουμε: 1619 – ένας αριθμός που για δεκαετίες είναι σύμβολο του κυπριακού λαού», ανέφερε η Δέσποινα Γρηγορίου, μιλώντας στη δημοσιογραφική διάσκεψη της 31ης Μαϊου 2024. Και πρόσθεσε: «Μήπως… ξέρετε πόσα είναι τα παιδιά των αγνοουμένων μας; Αυτό ήταν και η αφορμή για να γνωριστούμε μεταξύ μας, τα παιδιά των αγνοουμένων, 50 χρόνια μετά, αφού το κράτος… δεν ήξερε να μας πει πόσοι είμαστε, γεγονός που αποδεικνύει πόσο έμπρακτα ήταν δίπλα μας όλα αυτά τα χρόνια. Δικαιολογημένα θα αναρωτηθείτε, γιατί τώρα, μετά από τόσα χρόνια; Το βίωμα του να είσαι παιδί αγνοουμένου, είναι μια τραυματική πραγματικότητα. Περάσαμε χρόνια αβεβαιότητας σχετικά με την τύχη των δικών μας, σε μια συνεχιζόμενη ακροβασία μεταξύ απόγνωσης και ελπίδας, βυθισμένοι σε ένα μακροχρόνιο πένθος, θυσία στο βωμό της κυπριακής κοινωνίας, καταδικασμένοι να αίρουμε και να περιφέρουμε τον δικό μας σταυρό… Ο αγνοούμενος δεν είναι απώλεια, είναι απουσία. Απουσία από τις ζωές, τις χαρές, τις λύπες… από το τραπέζι μας. Είναι άνθρωποι που δεν είχαν την ευκαιρία να δουν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν και κάποιοι από αυτούς, δεν είχαν ούτε την τύχη να τα γνωρίσουν… Άταφοι νεκροί που παραπαίουν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ακόμα και μετά τις ταυτοποιήσεις τους. Αυτό που επιβάρυνε περισσότερο τις οικογένειές μας, ήταν το συναισθηματικό κόστος σε ένα συνεχή μοναχικό αγώνα για την ανεύρεση των αγαπημένων μας, με προβλήματα μακροχρόνιου πόνου και άγχους. Το τίμημα που πληρώσαμε ως παιδιά αγνοουμένων, βαρύ. Από τη μια η σχέση με τον αγνοούμενο πατέρα ο οποίος ήταν απών σωματικά, αλλά παρών συναισθηματικά και από την άλλη η σχέση με τον επιβιώσαντα γονέα που πάλευε να ανταπεξέλθει με την απουσία και τον αγώνα επιβίωσης, παράλληλα. Ήταν λες και χάσαμε και τους δυο μας γονείς. Οι οικογένειές μας μέχρι σήμερα 50 χρόνια μετά, συνεχίζουν να υποφέρουν…».

Η μικρούλα Δέσποινα Γρηγορίου με τη μητέρα της Ελένη, παιδί και σύζυγος αγνοούμενου, σε εκδήλωση για τον αγαπημένο τους λίγα χρόνια μετά την εισβολή. Στα πρόσωπα τους, η ψυχική οδύνη της απώλειας.

Η Δέσποινα Γρηγορίου δημοτική τροχονόμος στη Λευκωσία, κατάγεται από το κατεχόμενο Δίκωμο. Μας είπε ότι γεννήθηκε τον Δεκέμβρη 1974, αφού η  μητέρα της Ελένη ήταν έγκυος 3 μηνών, όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Ο πατέρας της Μιχάλης Γρηγορίου που καταγόταν από το Καζάφανι, ήταν έφεδρος καταδρομέας της 33ης Μοίρας Καταδρομών, μόλις 21 χρόνων, όταν χάθηκε στην επική μάχη των λοκατζήδων ενάντια στους εισβολείς, στον Άγιο Ιλαρίωνα την 21η Ιουλίου 1974. Η Δέσποινα, μας πληροφόρησε ότι η ταυτοποίηση των οστών και η  κηδεία του έγινε το 2019, με διαφορά μερικών ημερών από την κηδεία των οστών του «θρυλικού» διοικητή της 33ης, ταγματάρχη Γεώργιου Κατσάνη. Η Δέσποινα Γρηγορίου έχει μια κόρη 17 χρόνων μαθήτρια λυκείου.

«Πού είναι η πατρίδα για εμάς;»

Τη ψυχική απερήμωση των παιδιών και των συζύγων των αγνοουμένων, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της απώλειας, περίγραψε στον «Φ», αλλά και στην προαναφερθείσα δημοσιογραφική διάσκεψη, η Ντίνα  Αγαπίου. Είπε μεταξύ άλλων: «Επάγγελμα πατέρα: Αγνοούμενος. Πώς είναι να έχεις πατέρα; Πώς ακούγεται η λέξη «παπάς» στο στόμα μου; Ο παπάς μας είναι μια φωτογραφία. Η μόνη κληρονομιά μας, είναι αυτή η φωτογραφία. Πώς είναι η φωνή του; Πώς είναι η μυρωδιά του; Πώς είναι η ματιά του; Πώς είναι η αγκαλιά του; Ο παπάς μας είναι αγνοούμενος. Τι σημαίνει αυτή η λέξη; Τι σημαίνει «αγνοούμενος»; Μεγαλώσαμε με αυτές τις αναπάντητες ερωτήσεις. Μεγαλώσαμε με αυτό το στίγμα. Η σύζυγος του αγνοούμενου. Το παιδί του αγνοούμενου. Εκτός από άστεγοι και νηστικοί, ήμασταν και απροστάτευτοι. Μεγαλώσαμε σε μία ακρωτηριασμένη οικογένεια, χωρίς δεκανίκια. Είμαστε για 50 χρόνια στον αναπνευστήρα, χωρίς οξυγόνο. Η μάνα και τα παιδιά της, μόνοι τους χωρίς καμιά στήριξη από κανένα. Μια γυναίκα μόνη της με τα μωρά της, κάποιοι από μας ήταν ακόμη έμβρυα, ήταν αγέννητοι. Μας καταδίκασαν, χωρίς να μας ρωτήσουν. Οι στερήσεις που βιώσαμε, ήταν εκτός από σωματικές και ψυχικές. Πώς θα γιατρέψεις τη ψυχή; Με ποιο φάρμακο; Οι μανάδες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να εισπνεύσουν οξυγόνο για να μπορέσουν να μας αναθρέψουν.  Δεν είχαμε βοήθεια από κανένα. Όταν γίναμε 18 χρονών, μας πέταξαν. Μας ξέχασαν. Έπρεπε να δουλέψουμε. Πού λόγος για σπουδές; Εδώ δεν είχαμε να φάμε. Ποιος θα πλήρωνε τα δίδακτρα; Καμιά βοήθεια. Έπρεπε να δουλέψουμε. Πού να εργοδοτηθούμε;  Δεν όφειλε η πολιτεία να μας εξασφαλίσει τις σπουδές μας; Δεν όφειλε η πολιτεία να μας εργοδοτήσει; Καμιά βοήθεια. Ήρθε η ώρα να παντρευτούμε. Ποιος θα μας παραδώσει στην εκκλησία; Ποιος θα μας βοηθήσει να ανοίξουμε το σπιτικό μας; Καμιά βοήθεια.

Ο παπάς μας πολέμησε για την πατρίδα. Ο παπάς μας χάθηκε για την πατρίδα. Ο παπάς μας δεν χάρηκε την οικογένειά του, για την πατρίδα. Η οικογένεια στερήθηκε τα πάντα, για την πατρίδα. Πού είναι η πατρίδα γι’ αυτούς που άφησαν πίσω τους οι πατεράδες; Πού είναι η πατρίδα για εμάς; Ποια είναι η αναγνώριση αυτής της θυσίας; Ποια είναι η προστασία σε αυτούς που άφησαν πίσω; Καμιά απάντηση! Ποτέ κανένας, δεν μας ρώτησε αν είχαμε να φάμε, αν είχαμε να ντυθούμε, αν είχαμε ανάγκη από ψυχολογική στήριξη. Ποτέ κανένας δεν ρώτησε τις μανάδες μας, για τις ανάγκες της «οικογένειας». Δεν ήμασταν οικογένεια, ήμασταν ζωντανοί νεκροί. Ξέρετε, δεν είμαστε μόνο τα παιδιά του ήρωα αγνοούμενου. Είμαστε τα παιδιά της ηρωίδας μάνας. Αυτής της μάνας με τα θλιμμένα μάτια και το αγέλαστο πρόσωπο. Αυτής της μαυροφορεμένης μάνας που δεν χάρηκε τίποτα στη ζωή της. Αυτής της μάνας που πάλεψε με νύχια και με δόντια, χωρίς όπλα, παρά μόνο την αξιοπρέπειά της, για να μας μεγαλώσει. Κάποιες από αυτές δεν άντεξαν και έφυγαν πολύ νωρίς, αφήνοντας τα μωρά τους πεντάρφανα. Πού είναι η πολιτεία για εμάς; Καμιά απάντηση! Πριν την ταυτοποίηση, υπάρχει η ελπίδα, η ψευδαίσθηση, η παραπληροφόρηση. Περιμέναμε να κτυπήσει η πόρτα και να μπει ο πατέρας. Ποια πόρτα να κτυπήσει, αφού το σπίτι μας το κρατούν οι Τούρκοι; Πού θα μας βρει; Ποιος θα του πει τη νέα μας διεύθυνση; Μετά την ταυτοποίηση, υπάρχει ο θυμός, γιατί με την ταυτοποίηση δεν ολοκληρώνεται το πένθος. Τόσα χρόνια, οι γονείς μας ήταν άταφοι νεκροί, αμνημόνευτοι. Μας καταδίκασαν σε ένα ανολοκλήρωτο πένθος…».

Τα παιδια του αγνοούμενου Νικόλα Αγαπίου, Σάββας, Κωνσταντία και Κυριάκος, με τη μητέρα τους Γεωργία, το 1975 λίγους μήνες μετά την τρίμηνη αιχμαλωσία τους. Εκείνος λείπει, μαζί με το χαμόγελο στα πρόσωπα…

Εκείνος πεταμένος σε πηγάδι, η οικογένεια αιχμάλωτη…

Η Ντίνα Αγαπίου που είναι υπάλληλος στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ήταν 2 χρόνων το 1974 και ζούσε στο Τραχώνι Κυθραίας με τον πατέρα της Νικόλα που καταγόταν από τον Λυθροδόντα, τη μητέρα της Γεωργία και τα δύο αδέλφια της Σάββα και Κυριάκο. Ο πατέρας της ήταν 27 χρόνων, έφεδρος στρατιώτης τάγματος πεζικού που πολέμησε στον Κορνόκηπο, κοντά στο τουρκοκυπριακό χωριό Τζιάος. Τα οστά του βρέθηκαν σε ένα πηγάδι στο Τζιάος με τα οστά άλλων 18 Ελληνοκυπρίων και ταυτοποιήθηκαν το 2009. Η Ντίνα Αγαπίου και όλη η οικογένεια της, όπως και δεκάδες άλλοι συγχωριανοί τους, συλλήφθηκαν από τους Τούρκους στο Παλαίκυθρο στις 14 Αυγούστου 1974 ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν οδικώς προς τις ελεύθερες περιοχές και κρατήθηκαν αιχμάλωτοι μέχρι τον Νοέμβρη 1974, μετακινούμενοι από τους Τούρκους σε διάφορα χωριά και χώρους κράτησης. «Μέχρι σήμερα – ανέφερε στον «Φ» – το  κράτος θεωρεί ότι ήμασταν…εγκλωβισμένοι και όχι αιχμάλωτοι, παρόλο που τους τονίζουμε με κάθε ευκαιρία, ότι άλλο είναι να εγκλωβιστείς, και άλλο να συλληφθείς και να είσαι υπό την απειλή των όπλων…Βεβαίως εγώ ήμουν 2 χρόνων τότε και ευτυχώς δεν έχω μνήμες. Και τώρα που συναντιόμαστε με τα άλλα παιδιά, διαπιστώνουμε ότι εκείνα που ήταν μεγαλύτερα και έχουν μνήμες, έχουν μεγαλύτερη ψυχική επιβάρυνση». Η κυρία Αγαπίου έχει μια 35χρονη κόρη από τον πρώτο της γάμο και είναι γιαγιά δύο εγγονιών. Το 2015 ο 23χρονος γιος της Παναγιώτης σκοτώθηκε σε δυστύχημα. Από τον δεύτερο γάμο της έχει μια κόρη 24 χρόνων και ένα γιο 21 χρόνων.