Επείγουσα έκκληση σε όλους τους γονείς μέσω γραπτών μηνυμάτων για εμβολιασμό των παιδιών τους, απευθύνει το υπουργείο Υγείας μέσω του λογισμικού του ΓεΣΥ, ενημερώνοντας για την αύξηση των περιστατικών Ιλαράς και στην Κύπρο.

«Ως γονέας/κηδεμόνας τέκνου κάτω των 6 ετών παρακαλείσθε όπως επικοινωνήσετε άμεσα με τον παιδίατρο σας για την έναρξη/ολοκλήρωση εμβολιασμού έναντι της Ιλαράς. Η παρούσα ειδοποίηση αποστέλλεται στο πλαίσιο προσπάθειας περιορισμού των όλο και αυξανόμενων κρουσμάτων Ιλαράς που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα» αναφέρει στο σχετικό μήνυμα με τους παιδίατρους να τονίζουν ότι ο εμβολιασμός είναι ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης της Ιλαράς, νόσου για την οποία δεν υπάρχει εξειδικευμένη θεραπευτική αγωγή.

Στην πραγματικότητα, «η προσπάθεια τώρα είναι να αποφευχθεί μια νέα επιδημία» ανέφερε στον «Φ» η παιδίατρος Λαμπρινή Μαρκάκη υπογραμμίζοντας ότι η Κύπρος, ως σταυροδρόμι πληθυσμών, αποτελεί περιοχή υψηλής επικινδυνότητας για διασπορά του ιού καθώς ο πληθυσμός δεν είναι ομοιογενής και η εμβολιαστική κάλυψη ενδεχομένως μη επαρκής».

Η ιλαρά εξήγησε «μας απασχολεί γιατί είναι εξαιρετικά μεταδοτική, με τον άνθρωπο να αποτελεί και το μοναδικό ξενιστή για τον ιό της ιλαράς. Η μετάδοση γίνεται μέσω των εκκρίσεων του αναπνευστικού συστήματος με τους εξής τρόπους: αερογενώς, με σταγονίδια και σπανιότερα με μολυσμένα αντικείμενα».

«Από το τέλος του 2023 έχει παρατηρηθεί αύξηση των κρουσμάτων ιλαράς στην Ευρώπη, με τα περισσότερα περιστατικά να καταγράφονται στη Ρουμανία, στην Πολωνία, στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Με βάση τα στοιχεία από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών είναι ανεμβολίαστοι (87,2 %). Τα υπόλοιπα περιστατικά αφορούν εμβολιασμένους ασθενείς με μόνο μια δόση του εμβολίου (8,2 %), ενώ μικρότερο ποσοστό αφορά ασθενείς εμβολιασμένους με δύο δόσεις του εμβολίου (4,4 %)», ανέφερε και πρόσθεσε: «Ως προς την ηλικιακή κατανομή, νοσούν τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες, ωστόσο σαφώς η πλειονότητα των κρουσμάτων καταγράφεται σε ηλικίες κάτω των 5 ετών, και ιδιαίτερα στα βρέφη, μικρότερα του ενός έτους, τα οποία είναι μη εμβολιασμένα λόγω ηλικίας».

Στην Κύπρο, «ξεκίνησαν να καταγράφονται περιστατικά το 2024, με τα χαρακτηριστικά των ασθενών να μην διαφέρουν πολύ από εκείνα που αναφέρονται στις υπόλοιπες χώρες τις Ευρώπης».

Η Κύπρος, τόνισε, «ως σταυροδρόμι πληθυσμών, αποτελεί περιοχή υψηλής επικινδυνότητας για διασπορά του ιού καθώς ο πληθυσμός δεν είναι ομοιογενής και η εμβολιαστική κάλυψη ενδεχομένως μη επαρκής (για την εξάλειψη της νόσου απαιτούνται επίπεδα εμβολιαστικής κάλυψης > 95%)».

Τα τελευταία χρόνια, εξάλλου, είπε, παρατηρείται και καθυστέρηση στον εμβολιασμό των παιδιών «είτε λόγω της εκ πεποιθήσεως αποφυγής του εμβολιασμού, είτε λόγω της συνθήκης της πανδημίας της COVID-19 που περιόρισε τη συχνότητα των τακτικών δια ζώσης επισκέψεων στους προσωπικούς ιατρούς».

Σε ό,τι αφορά την ιλαρά ως νόσο, «αυτή παρουσιάζει τρία διακριτά στάδια: το καταρροϊκό (ρινική καταρροή, πταρμός, δακρύρροια, πυρετός, επιπεφυκίτιδα) το οποίο διαρκεί 2-4 ημέρες, το εξανθηματικό (εμφάνιση του εξανθήματος το οποίο αρχίζει πίσω από τα αυτιά, γρήγορα εξαπλώνεται στο πρόσωπο, τον κορμό και τα άκρα) το οποίο διαρκεί συνήθως 5-6 ημέρες, και το στάδιο της αποδρομής-ανάρρωσης (ύφεση των συμπτωμάτων, πιθανή απολέπιση στα σημεία του εξανθήματος)».

Στο τέλος του 1ου ή στην αρχή του 2ου σταδίου «μπορεί να εμφανιστούν μικρά λευκωπά στίγματα που περιβάλλονται από ερυθρά άλω και εντοπίζονται στον βλεννογόνο της παρειάς (κηλίδες Koplik) που αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου» και αξίζει να σημειωθεί ότι «ο χρόνος μέχρι την εκδήλωση των συμπτωμάτων (χρόνος επώαση της νόσου) ποικίλλει από 6-21 ημέρες, ενώ η περίοδος μεταδοτικότητας είναι 5 ημέρες πριν από την εμφάνιση του εξανθήματος έως και 4 ημέρες μετά από την εμφάνιση αυτού».

Μάλιστα, «ο ιός θεωρείται ότι μεταδίδεται περισσότερο στο τέλος του καταρροϊκού σταδίου, γεγονός που αποτελεί πρόκληση για τους κλινικούς γιατρούς ως προς τον περιορισμό της διασποράς της νόσου καθώς ένας ασθενής με ιλαρά μπορεί να βρεθεί σε ένα τμήμα επειγόντων περιστατικών για αξιολόγηση με συμπτώματα κοινού κρυολογήματος ή άλλων κοινών ιώσεων και να είναι πολύ μολυσματικός. Για την ανίχνευση αυτών των περιστατικών χρειάζεται επαγρύπνηση, ενώ η σωστή τήρηση των μέτρων ατομικής προστασίας τόσο από τους ασθενείς όσο και από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό περιορίζει την εξάπλωση της νόσου».

Ο ιός της ιλαράς, «προσβάλλει κυρίως το αναπνευστικό σύστημα (ωτίτιδα, πνευμονία, ιγμορίτιδα), το κεντρικό νευρικό σύστημα (οξεία εγκεφαλίτιδα) και το γαστρεντερικό σύστημα (οξεία ηπατίτιδα). Σπανιότερη, αλλά σημαντική επιπλοκή της ιλαράς, είναι η υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα, η οποία εμφανίζεται μετά την παρέλευση κατά μέσο όρο 7 ετών από την εκδήλωση της ιλαράς και οφείλεται σε βλάβη των εγκεφαλικών κυττάρων από τον ιό, ο οποίος παραμένει και πολλαπλασιάζεται μετά την αποδρομή της νόσου».

Ειδική θεραπεία για τον ιό της ιλαράς δεν υπάρχει, τόνισε η κ. Μαρκάκη εξηγώντας ότι «η φαρμακευτική αγωγή έχει στόχο την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων». Για αυτό τον λόγο και το σημαντικότερο μέτρο προφύλαξης είναι ο εμβολιασμός».

Σύμφωνα με το «Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Παιδιών και Εφήβων» στην Κύπρο η 1η δόση του εμβολίου χορηγείται σε ηλικία 12-15 μηνών και η 2η σε ηλικία 4-6 ετών. Ωστόσο, στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται αύξηση των κρουσμάτων, συνιστάται η 2η δόση να γίνεται νωρίτερα αρκεί να παρέλθει διάστημα 4 εβδομάδων από την 1η.

Εμβολιασμός πριν την εγκυμοσύνη

«Η νόσηση κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης σχετίζεται με αποβολή του εμβρύου, πρόωρο τοκετό ή/και χαμηλού βάρους γέννησης νεογνό». Οι γυναίκες  που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν «είναι σημαντικό να εμβολιαστούν πριν την εγκυμοσύνη για την προστασία τόσο των ίδιων όσο και του βρέφους τους πρώτους έξι μήνες ζωής (μέσω των προστατευτικών δικών τους αντισωμάτων), καθώς ο εμβολιασμός αντενδεικνύεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης».

Ο εμβολιασμός, είπε καταλήγοντας η παιδίατρος, «είναι σημαντικό εργαλείο και στη μείωση της πιθανότητας νόσησης μετά από έκθεση στον ιό της ιλαράς. Έτσι, όσοι έχουν γνωστό ιστορικό έκθεσης και δεν έχουν αντένδειξη να εμβολιαστούν (π.χ., ανοσοκαταστολή ή εγκυμοσύνη) συνιστάται να εμβολιάζονται εντός 72 ωρών από την έκθεσή τους. Σε αντίθετη περίπτωση και όπου ο εμβολιασμός αντενδείκνυται, τότε στους ασθενείς χορηγείται ειδικός ορός αντισωμάτων (σφαιρίνη)».