Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης «Μείζων ποιητής, εξαίρετος δοκιμιογράφος και διακεκριμένος μεταφραστής αποτύπωσε τις προσχώσεις και την ποικιλία της ελληνικής γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, πλουτίζοντας και ανανεώνοντας τον ελληνικό λόγο, μετουσίωσε και εξέφρασε ποιητικά τη συλλογική βούληση, τα πάθη και τις αγωνίες του ελληνισμού της Κύπρου, κατακτώντας με το εμπνευσμένο και πρωτοποριακό έργο του κορυφαία θέση στη σύγχρονη ελληνική ποίηση», αναφέρει μεταξύ άλλων το Ψήφισμα, με το οποίο αναγορεύθηκε Επίτιμος Διδάκτορας τής Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Είναι μία ακόμη διάκριση από την πληθώρα που δέχθηκε ο ποιητής και ακαδημαϊκός, και αυτή είναι η ύψιστη που έχει τη δικαιοδοσία να απονείμει το ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα του τόπου. Σε μία λαμπρή τελετή, στις 24 Μαΐου 2024, ενώπιον πυκνού ακροατηρίου-δείγμα της καθολικής εκτίμησης που απολαύει ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ανέγνωσε το Ψήφισμα ο Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής, Αναπληρωτής Καθηγητής Πέτρος Παπαπολυβίου, προτού ο Πρύτανης, Καθηγητής Τάσος Χριστοφίδης, ζητήσει την τήβεννο για την περιένδυση του τιμωμένου και του εκχωρήσει όλες τις προνομίες που απορρέουν από τον τιμητικό τίτλο.

Το έργο και την προσωπικότητα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη παρουσίασε με μία συμπυκνωμένη, μεστή σε περιεχόμενο ομιλία ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου Παντελής Βουτουρής, χαρακτηρίζοντάς τον «ποιητή του οικουμενικού ελληνισμού».

Όπως τόνισε ο ομιλητής, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης πρωτοεμφανίστηκε στα 21 του χρόνια το 1961, με την ποιητική συλλογή «Πρώτη πηγή», με την οποία «οροθέτησε μια δική του περιοχή στον χάρτη της ελληνικής ποίησης (πράγμα σπουδαίο για ένα νεαρό ποιητή) και κατέθεσε ευδιάκριτα σήματα μιας ιδιαίτερης ποιητικής φωνής, ή οποία χαρακτηριζόταν από επιγραμματική συμπύκνωση, διαφάνεια,  σύναψη της πραγματικότητας με τον μύθο, των αισθήσεων με τον εσωτερικό κόσμο, τον ορατού με το αόρατο, και από την τολμηρή, ελευθερωμένη από εκλογικεύσεις και ορθολογικές συμβάσεις, απρόβλεπτη και αποκαλυπτική χρήση της ελληνικής γλώσσας».

Ακολούθησαν δύο ακόμη ποιητικές συλλογές, «Η άγνοια του νερού» το 1967 και «Το αγγείο με τα σχήματα», το 1973. Αποτιμώντας την πρώτη αυτή περίοδο, προ του κομβικού για την Κύπρο και τον ποιητή 1974, ο Βουτουρής παρατηρεί ότι ο «Κ. Χ. δεν έχει κοινά στοιχεία με τους συνομήλικούς του ποιητές, ούτε της πρώτης ούτε της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, ούτε τους Ελλαδικούς αλλά ούτε και τους Κυπρίους. Αντιθέτως δείχνει να αποστρέφεται όσα διαδραματίζονται γύρω του, να συστρέφεται γύρω από έναν εσωτερικό άξονα και να ακολουθεί μία πορεία μοναχική, μυστικής αναζήτησης – να κωπηλατεί αντίθετα στο ρέμα προκειμένου να βρει και ν’ ανεβεί στην κρυφή αρχική πηγή του».

Όλα αλλάζουν μετά την τουρκική εισβολή, όταν το 1977 ο Κ. Χ. εμφανίζεται με τη συλλογή «Αχαιών Ακτή» το 1977, «την πρώτη μεγάλη τομή στο έργο του που σηματοδοτεί την ελληνικότητα, τη βυθισμένη στα βάθη της ιστορίας, της κατεχόμενης βορειοανατολικής χερσονήσου της Καρπασίας. Ο ποιητικός αναπροσανατολισμός του είναι το αποτέλεσμα ενός βίαιου εξαναγκασμού και αντιστοιχεί στην ανατροπή της εξωτερικής και εσωτερικής ισορροπίας, που προκάλεσε η εισβολή και η κατοχή της Κύπρου», υπογραμμίζει ο Βουτουρής, για να σταθεί ιδιαιτέρως στο κεφάλαιο ελληνική γλώσσα στην ποίηση του Χαραλαμπίδη και να υποστηρίξει ότι «δεν υπάρχει, ίσως, σήμερα, άλλος Έλληνας ποιητής ο οποίος να χειρίζεται με τη δεξιότητα, την επάρκεια, την επίγνωση, την άνεση και την ευαισθησία του Χαραλαμπίδη την ελληνική γλώσσα. Και ακόμη περισσότερο να αναδεικνύει τον γυμνό πυρήνα των λέξεων, την ιστορία και την καταγωγή τους. Γιατί και η κάθε λέξη έχει την ιστορία της». Για να το τεκμηριώσει, στέκεται στο εμβληματικό ποιητικό έργο τού Κ. Χ. «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα» που έγινε μαεστρικά και τραγούδι από τον Μάριο Τόκα, στο οποίο, λέει ο Βουτουρής, «υψώνει ποιητικά τις ονομασίες των κατεχόμενων τόπων μας και τις προάγει σε διαχρονικά σύμβολα». Αναφωνεί ο Ποιητής:

«Χαίρεται, Αμμόχωστος, Σαλαμίς, Έγκωμη, Στύλλοι.

Σπαθαρικόν, Λευκόνοικον, Ακανθού, Ριζοκάρπασον, Ταύρου, Αιγιαλούσα.

Δαυλέ, Αχερίτου, Λυθράγκωμη, Γαστριά, Βουκολίδα,

λίγα μόνο σημεία της ανατολικής παρειάς σου.

Χώρια οι δρυμοί κι οι χαράδρες, για ν’ αποφύγουμε τον ίσιο δρόμο

 που μας πάει σε Μόρφου και Κερύνεια.

Κι άλλα καρτερικά, ελληνικά ονόματα».

Η αντιφώνηση του ποιητή

Το αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και ιδρυτικό μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών Κυριάκος Χαραλαμπίδης, στην αντιφώνησή του, όχι τυχαία, στάθηκε στο μέγα κεφάλαιο «Γλώσσα και Παιδεία» υπογραμμίζοντας πως «η γλώσσα είναι η αρχή και το τέλος κάθε παιδευτικού προορισμού. Εν αρχή ην ο λόγος, και μέσω αυτού κοινωνούμε το μήνυμα. Αυτό κυβερνά την ψυχή μου, αιώνες τώρα: Η γλώσσα, το μήνυμα, η λέξη. Η αντίσταση στο τέρας της ηλιθιότητας και τη μισαλλοδοξία του παραλογισμού.

Η Αιδώς και η Δίκη, που περιπλανούνται στο διάστημα, με την Ποίηση να  είναι ο ανερμάτιστος προορισμός τους». Για να προσθέσει με φιλοσοφική διάθεση: «Η γνώση είναι αντικείμενο πρόσθεσης, η σοφία είναι υποκείμενο αφαίρεσης και αυτό μας οδηγεί στο βασικό μας χρέος να τολμούμε να είμαστε σοφοί, με αποβολή του περιττού και σύμπλευση με τη σεφερική λαχτάρα να μας δοθεί η χάρις να μιλήσουμε απλά. Όμως εδώ χρειάζεται προσοχή: Το να μιλά κανείς απλά, εξυπακούει κυριαρχία στα εκφραστικά του μέσα. Η απλότητα προδιαγράφει επιστήμη και σοφία, που είναι σύνθεση και ανασύνθεση του κόσμου, στοχασμός και αναστοχασμός, εσωτερικός φωτισμός και συναίρεση αλήθειας. Όλα τούτα φυσικά συνδέονται με την τελείωση της σκέψης και την κατάκτηση του βάθους, με αποτέλεσμα  ένα πενταπόσταγμα  διατύπωσης που να τα περιέχει όλα».

Αναποφεύκτως, ο Κ. Χ. στάθηκε στα πενήντα χρόνια από την τουρκική εισβολή και κατοχή, καλώντας σε μελέτη και αναστοχασμό, όχι πολύλογες εξάρσεις, με επίκεντρο τον πολιτισμό ως υπέρτατη πολιτική πράξη, που θα μας οδηγήσει «να αγγίξουμε το τραύμα θεραπευτικά, φιλτράροντας το απαρηγόρητο, και κυρίως καθιστώντας την αίσθηση της  τραγικότητας πεδίο εγκρατούς ευαισθησίας.  Να μην αφεθούμε στο έλεος των συναισθημάτων». Χρειαζόμαστε, πρόσθεσε, την ποίηση και την ευγένεια της τέχνης, για να κερδίζουμε την επιούσια ελευθερία μας.                                 

Διανθίζοντας τη συναρπαστική ομιλία του με δικούς του ποιητικούς στίχους και καταφεύγοντας σε ταπεινά παραδείγματα καθημερινής βιωτής, όπως ένας κυπριακός καφές που δεν περιλαμβανόταν στην πλούσια, κατά τα άλλα, λίστα επιλογής στην καφετερία του Πανεπιστημίου Κύπρου, ο Χαραλαμπίδης παραδέχεται πως πολλοί θα αναρωτηθούν γιατί εστιάζει σε τέτοιες λεπτομέρειες, την ώρα που η  πατρίδα περισφίγγεται από τόσους κινδύνους (εισβολή, κατοχή, τουρκοκινούμενο εφέντη, γεωγραφική ευπάθεια, ιστορική αμνησία, πολιτική ανωριμότητα, και, αλίμονο, διαφθορά και ιδιοτέλεια, παγιδεύσεις, αδιέξοδα και αδυναμία επικοινωνίας ακόμη και με τον ίδιο τον εαυτό μας). Διερωτάται αυτοσαρκαζόμενος, θα έλεγα: «Τι ωφελεί η παραβολή του καφέ και η προβολή εικόνων που δεν αγγίζουν επί τον τύπον των ήλων και μας απομακρύνουν από την αντιμετώπιση του δικού μας κύκλου των παθών, αλλά και την αδυναμία μας ν’ ακούσουμε την κραυγή της γης σε παγκόσμιο επίπεδο;», για να δηλώσει: «Όποια κι αν είναι η απάντηση, χρειάζεται να βρούμε τις συνδέσεις, αρπαγμένοι από μια οποιαδήποτε άκρη, που μας βοηθά να καταλάβουμε λίγο πιο ξεκάθαρα ότι σχετιζόμαστε με το σύμπαν γύρω μας». Για να φτάσει στη δική του εξόχως πολιτική, θα έλεγα εγώ, καταγγελτική δήλωση: «Δεν θα ήταν ευχής έργο, αν φτάναμε λόγου χάρη  στο σημείο να μην παθιαζόμαστε για ένα γκολ ή ένα πέναλτι, συζητώντας  με τις ώρες γι’ αυτά και μάλιστα  σε πανάθλια Ελληνικά; Δεν θα ήταν θείο δώρο για την παιδεία και τον πολιτισμό, αν  είχαμε ως πολιτεία  μεριμνήσει από χρόνια  να κτίσουμε μια επιτέλους σύγχρονη Κρατική Βιβλιοθήκη; Τι θαυμαστό και ωραίο θα ήταν, αν ξοδεύαμε  λίγα έστω εκατομμύρια και για την άσκηση του πνεύματος –όχι μονάχα του σώματος– στον αγώνα για  τη γνώση και την αληθινή ζωή!». 

Αμμόχωστος Βασιλεύουσα

Αναποφεύκτως, σημείωσα πιο πάνω, φτάνει στο «καλοκαίρι του ΄74 με τις δίδυμες λεπίδες του», εννοώντας βέβαια το δίδυμο έγκλημα πραξικόπημα-εισβολή, για να καταλήξει νομοτελειακά θα προσέθετα, πού αλλού, στη γενέθλια γη, για να δηλώσει: «Υποκρύπτω ένα χαμόγελο, όταν  με ρωτούν πόσο πρέπει να μου λείπει η Αμμόχωστος  και πόσο θα υποφέρω από τον καημό και τη νοσταλγία της. Αλλά η νοσταλγία έχει, ως λέξη, την εξωτερική της φλούδα και την εσωτερική της ψυχή. Η νοσταλγία δεν είναι συναισθηματική αναπόληση, είναι νόστος και άλγος  για την αναφαίρετη αφαίρεση της ρίζας της ζωής, είναι το σπαρακτικό καταξέσχισμα για την απώλεια του σημείου επαφής, θα τολμούσα να πω,  με τον άξονα του  Σύμπαντος. Έτσι λοιπόν και η ποιητική συλλογή μου  Αμμόχωστος Βασιλεύουσα έχει την  αρχή της στο πάθος, αλλά το τέλος της (μ’ ένα λόγο η συντέλειά της) είναι στο μάθος,  που οφείλουμε να αντλήσουμε από τα δρώμενα της ιστορίας και την τελική των παθημάτων  κάθαρση,  καθώς συνιστούν  αντανάκλαση   αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Αυτό με καθιστά υπεύθυνο  να απαντώ, σε όσους με ρωτούν αν παρακολουθώ την τηλεοπτική σειρά που ακούει στο όνομα Famagusta, ότι δεν είμαι θεατής της πόλης μου, είμαι φορέας. Την επωμίζομαι ολόκληρη, πασχίζοντας να διασώσω τη μνήμη της και ζω μαζί της εσωτερικά, μεταρσιωμένος από τη θωριά της. Άλλοι ας μιλούν για πόλη φάντασμα, εγώ θα επιμένω να τη λέω πόλη όραμα, τοποθετημένη στα ουράνια».

Η ανάγκη πειθαρχίας που το δημοσιογραφικό κείμενο απαιτεί και ο σεβασμός που ευγνωμόνως οφείλω στους φιλοξενούντας με, μου επιβάλλει να βάλω μία τελεία και να καταφύγω ξανά στον λόγο του Ποιητή: «Σκεφτείτε τι σημαίνει τελεία, τι σημαίνει τελείωση και τετέλεσται. Μπορούμε να παίζουμε με τη στίξη επάνω στο σώμα του λόγου, μη λησμονώντας συνεκδοχικά τα  στίγματα του μαρτυρίου του. Είναι ζήτημα εξέλιξης και αντοχής. Η γλωσσική  παιδεία, στερρώς συνυφασμένη με το σύνταγμα της ψυχής, αποτελεί  ανάχωμα στην ψυχική αποσάθρωση. Την ανορθογραφία της ψυχής να φοβάστε και την αλλοίωση του πνεύματος της γλώσσας.  Ο δικός μας κίνδυνος είναι ότι χάνουμε σταδιακά την επαφή με τη γλωσσική μας μνήμη, όχι μόνο λόγω έλλειψης ικανής παιδείας, αλλά και με την εμπλοκή της πολιτικής  σκοπιμότητας στη χρήση της γλώσσας. Εάν οι ποιητές λειτουργούν  ως φύλακες της αλήθειας (επειδή προφυλάγουν από τη λήθη την καρδιά της ίδιας της Μνημοσύνης), τούτο σημαίνει πως έχουν να επιτελέσουν ρόλο πολύ μεγαλύτερο από την ίδια την τέχνη του λόγου».