«Εύχομαι να καταφέρεις να ξεφύγεις από την κακή πρόγνωση των τραυματικών σου εμπειριών, με τη δύναμη της αγάπης μας και την καθοδήγηση που μπορεί να σου δώσει ο θεσμός της αναδοχής» έγραψε ένας ανάδοχος γονέας απευθυνόμενος στο παιδί του και η σκέψη του αυτή, όπως επεσήμανε η εκτελεστική διευθύντρια του μη κυβερνητικού οργανισμού «Hope For Children» CRC Policy Center Άντρια Νεοκλέους, «δεν θα μπορούσε να συνοψίσει καλύτερα το νόημα και τη σημασία που έχει αυτός ο πολύτιμος θεσμός για την κάθε κοινωνία».
Η κυρία Νεοκλέους μιλούσε στο «1ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για την Αναδοχή στην Κύπρο», που το «Hope For Children» οργάνωσε την Παρασκευή 31 Μαΐου 2024, ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Αναδοχής, στην αίθουσα εκδηλώσεων του κτηρίου Διοίκησης της Ελληνικής Τράπεζας στη Λευκωσία.
Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε με το σλόγκαν «Ενώνουμε φωνές, ενισχύουμε την αναδοχή», υπό την αιγίδα της υφυπουργού Κοινωνικής Πρόνοιας Μαριλένας Ευαγγέλου, η οποία ανέφερε σε χαιρετισμό της που ανέγνωσε η διευθύντρια των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας Μαρία Κυρατζή, ότι «σήμερα στην Κύπρο υπάρχουν συνολικά 158 ανάδοχες οικογένειες που φιλοξενούν 216 παιδιά, τα οποία βρίσκονται υπό τη νομική φροντίδα της διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ενώ επιπλέον άτομα/οικογένειες, στο πλαίσιο της αναδοχής, φιλοξενούν ασυνόδευτους ανήλικους, παγκύπρια». Σημαντικό μέρος του συνεδρίου αποτέλεσε η παρουσία τριών ανάδοχων γονέων (δια ζώσης) και μιας 20χρονης νέας (μέσω βιντεοκλήσης), που στα 15 της είχε τοποθετηθεί σε ανάδοχη οικογένεια, που μοιράστηκαν εμπειρίες τους από το σύστημα της αναδοχής. Στη συζήτηση συμμετείχε η συμβουλευτική ψυχολόγος στο «Hope for Children» Μαρία Ιακώβου και τη συντόνισε η Μαριάννα Σάββα συντονίστρια του τμήματος ανάδοχων οικογενειών στο HFC.


Υπηρεσίες σε εκατοντάδες οικογένειες
Όπως τόνισε η Άντρια Νεοκλέους, στόχος του συνεδρίου ήταν «να αποτελέσει μια καινοτόμα πλατφόρμα συλλογής και ανταλλαγής απόψεων, σε μια συλλογική προσπάθεια για ενίσχυση της ευαισθητοποίησης και συζήτησης βέλτιστων πρακτικών σε σχέση με τον θεσμό της αναδοχής». Πρόσθεσε ότι «οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας του υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, ως ο αρμόδιος φορέας για τον θεσμό της αναδοχής στην Κύπρο, ανάθεσε και επιδοτεί το «Hope For Children» από το 2017 για να παρέχει εξειδικευμένες υπηρεσίες αξιολόγησης, στήριξης και εκπαίδευσης ανάδοχων γονιών. Τα χρόνια αυτά – πρόσθεσε – έχουμε προσφέρει υπηρεσίες σε πέρα από 600 οικογένειες και έχουμε βιώσει από πρώτο χέρι, τι σημαίνει αναδοχή». Σημειώνουμε ότι στο συνέδριο, που διήρκεσε σχεδόν 8 ώρες, συμμετείχαν με σημαντικές τοποθετήσεις τους η Επίτροπος Νομοθεσίας Λουϊζα Χριστοδουλίδου Ζαννέτου και περισσότεροι από 20 κυβερνητικοί λειτουργοί, ακαδημαϊκοί και εμπειρογνώμονες του κλάδου από την Κύπρο και το εξωτερικό, στην παρουσία του γενικού διευθυντή του υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας Γιάννη Νικολαϊδη, ξένων διπλωματών και δεκάδων ενδιαφερομένων από το ευρύ κοινό – στη μεγάλη πλειοψηφία τους, γυναικών…
Τοποθέτηση σε ασφαλές και σταθερό περιβάλλον
Επικαλούμενη στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, η Επίτροπος Νομοθεσίας Λουϊζα Χριστοδουλίδου Ζαννέτου ανέφερε στην ομιλία της με θέμα «Το νομικό πλαίσιο της Κύπρου και η εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες», ότι «ο αριθμός των παιδιών υπό την φροντίδα της διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ανέρχεται στα 1500 περίπου παιδιά, εκ των οποίων τα 1200 είναι ασυνόδευτοι ανήλικοι, αιτητές διεθνούς προστασίας, οι οποίοι φιλοξενούνται είτε σε συγγενικές ανάδοχες οικογένειες, είτε σε ιδρύματα εφηβικής προστασίας. Από τα υπόλοιπα παιδιά – πρόσθεσε – που τίθενται υπό την γονική μέριμνα της διευθύντριας ΥΚΕ, το 29% είναι τοποθετημένα σε ιδρύματα παιδικής και εφηβικής προστασίας, το 65% φιλοξενούνται σε εγκεκριμένες ανάδοχες οικογένειες και το 6% είναι ενταγμένα στο πρόγραμμα ημιανεξάρτητης διαβίωσης». Η κυρία Ζαννέτου τόνισε ότι «η αναδοχή είναι μία διαδικασία εναλλακτικής φροντίδας και προστασίας παιδιών, τη νομική ευθύνη των οποίων έχει το κράτος και μέσω της οποίας ένα παιδί τοποθετείται προσωρινά, σε μια οικογένεια που δεν είναι η βιολογική του. Σκοπός της – συνέχισε – είναι η αποϊδρυματοποίηση των παιδιών και η τοποθέτησή τους σε ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον. Οι ανάδοχοι γονείς αναλαμβάνουν την ευθύνη για την καθημερινή φροντίδα και την ανατροφή του παιδιού, με στόχο να του παρέχουν ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον, μέχρι να μπορέσει να επιστρέψει στην οικογένειά του, ή να βρεθεί μια μόνιμη λύση, όπως η υιοθεσία».
Αδυναμίες του συστήματος και νέα νομοθεσία
Όπως ανέφερε η Επίτροπος Νομοθεσίας, «το σημερινό νομικό πλαίσιο αντιμετωπίζει αρκετές αδυναμίες και προκλήσεις, όπως οι θεσμοθετημένοι μηχανισμοί επιλογής αναδόχων, οι αναγκαίες εκπαιδεύσεις και προετοιμασία των αναδόχων και των παιδιών, η έλλειψη ικανοποιητικής παρακολούθησης της αναδοχής από το κράτος, η απουσία διαφανών διαδικασιών και κριτηρίων έγκρισης των αναδόχων, η απουσία κινήτρων που οδηγούν στην έλλειψη επαρκών ανάδοχων οικογενειών κλπ.
Οι υπάρχουσες διοικητικές διαδικασίες – πρόσθεσε – καθώς και η ανάγκη αλλαγής των κοινωνικών αντιλήψεων γύρω από το θεσμό αυτό, χρήζουν σημαντικής βελτίωσης. Η ανάγκη για σαφήνεια, διαφάνεια, συνέπεια και ταχύτητα στις διαδικασίες αναδοχής, είναι επίσης εξαιρετικά σημαντική για την προστασία τόσο των παιδιών και των οικογενειών τους, όσο και των αναδόχων. Δεν μπορούν να αγνοηθούν, οι έστω κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις με παιδιά σε αναδοχή, που ήταν θύματα βίας ή/και σεξουαλικής κακοποίησης από τους αναδόχους τους.
Μέριμνα και έγνοια μας επομένως, είναι η σωστή θεσμοθετημένη διαδικασία παροχής φροντίδας σε αυτά τα παιδιά, με μηχανισμούς ορθούς, σεβόμενους τα δικαιώματα τους, με πρώτιστο μέλημα το βέλτιστο συμφέρον τους». Η κυρία Ζαννέτου αναφέρθηκε στη συνέχεια στη σύνταξη του νέου εκσυγχρονιστικού νομοσχεδίου, που όπως είπε, της ανατέθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, σε συνεργασία με τις ΥΚΕ. «Όλες οι πρόνοιές του – πρόσθεσε – είναι πλήρως συνυφασμένες με τις αρχές της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Το συμφέρον του παιδιού αποτελεί γενικότερα τον πρωταρχικό στόχο κάθε απόφασης που λαμβάνεται σε κάθε πτυχή της ζωής του παιδιού.
Στην περίπτωση της ανάδοχης φροντίδας, αυτό περιλαμβάνει την εξασφάλιση ότι το παιδί θα μεγαλώσει σε ένα ασφαλές, σταθερό και υποστηρικτικό περιβάλλον, μακριά από βία ή παραμέληση, όπου θα έχει την ευκαιρία να αναπτυχθεί ψυχολογικά, συναισθηματικά και σωματικά. Βασική αρχή της νέας νομοθεσίας, είναι ότι το παιδί δεν πρέπει να αποχωρίζεται τους γονείς του, παρά τη θέλησή του, εκτός εάν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν ότι ο χωρισμός αυτός, είναι αναγκαίος για το υπέρτατο συμφέρον του. Σε περίπτωση απομάκρυνσης παιδιού από τους γονείς του, καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια τοποθέτησής του, κατά προτεραιότητα σε συγγενικό ή οικείο φιλικό περιβάλλον. Η απομάκρυνση του παιδιού από το οικογενειακό του περιβάλλον, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως προσωρινή λύση και να διασφαλίζεται η συνέχιση της σχέσης του και η επανένωσή του με το οικογενειακό περιβάλλον, νοουμένου ότι αυτό είναι προς το συμφέρον του.
Παράλληλα ενθαρρύνεται η συμμετοχή του παιδιού στις αποφάσεις που το αφορούν, δίνοντάς του φωνή και δικαίωμα λόγου, ενώ παρέχονται στο παιδί μηχανισμοί προστασίας από κακοποίηση και εκμετάλλευση».
Ένα σύνθετο παζλ και ένα ψυχικό τραύμα
«Ένα σύνθετο παζλ», χαρακτήρισε την τοποθέτηση παιδιού σε ανάδοχη οικογένεια, η κλινική ψυχολόγος των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας δρ Σεμέλη Βύζακου, μιλώντας με θέμα «Τραύμα και ψυχοσυναισθηματικές ανάγκες των ανάδοχων παιδιών». Όπως επεσήμανε, «η μετακίνηση παιδιού/παιδιών από την βιολογική τους οικογένεια, όταν αυτό είναι απαραίτητο, δημιουργεί συνήθως ανακούφιση στους επαγγελματίες και άλλους ενήλικες που ανησυχούν για ένα παιδί. Εντούτοις – πρόσθεσε – η ανακούφιση δεν είναι το κυρίαρχο συναίσθημα στο ίδιο το παιδί, αφού η μετακίνηση προϋποθέτει αποχωρισμό και απώλεια από ό,τι τους ήταν οικείο και γνωστό. Τα παιδιά σε αναδοχή, είναι πιο συναισθηματικά ευάλωτα και παρουσιάζουν περισσότερα κοινωνικά, εξελικτικά και συμπεριφορικά προβλήματα από άλλα παιδιά που ζουν με τους γονείς τους. Η ευαλωτότητα τους, συχνά συνδέεται με ψυχικό τραυματισμό λόγω των βιωμάτων τους, πριν και κάποτε στην διάρκεια της ανάδοχής τους. Είναι δεδομένο ότι τα παιδιά σε αναδοχή, έχουν υποστεί κάποιας μορφής ψυχικό τραύμα στην βιολογική τους οικογένεια, λόγω σωματικής/ψυχολογικής/ σεξουαλικής κακοποίησης, παραμέλησης, εγκατάλειψης, έκθεσης τους σε ενδοοικογενιακή βία κλπ.
Όμως ακόμα και η ίδια η μετακίνηση τους, ή οι πολλαπλές τοποθετήσεις αναδοχής, μπορεί να βιωθούν τραυματικά. Η ενσυναίσθηση και υπομονή, είναι τα απαραίτητα εργαλεία για την ορθή κατανόηση και νοηματοδότηση των συμπεριφορών του παιδιού και της αντίστοιχης απαντητικότητας των ανάδοχων γονέων με σταθερότητα, ζεστασιά, καλοσύνη, σοφία, αγάπη και ευσπλαχνία. Η συνέπεια των ανάδοχων γονέων στην παροχή ενός σταθερού κα προβλέψιμου περιβάλλοντος, είναι απαραίτητο εργαλείο στην αποκατάσταση του ψυχικού τραύματος. Η εγκατάσταση της εμπιστοσύνης, είναι μακροχρόνιος στόχος που απαιτεί χρόνο και υπομονή.
Οι φροντιστές θα πρέπει να εστιάζουν στη δημιουργία προβλέψιμων ρουτίνων, να είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι και να ανταποκρίνονται με ευαισθησία στις ανάγκες του παιδιού, ώστε να δημιουργούνται σταδιακά όλο και περισσότεροι ιστοί εμπιστοσύνης, για να αποκαταστήσουν την αναμενόμενη καχυποψία για τις προθέσεις τους».

Μιλώντας εξάλλου με θέμα «Το παιδί, η προστασία του και η αναδοχή», ο εξ Ελλάδος ψυχίατρος δρ Γιώργος Νικολαϊδης, διευθυντής ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού στην Αθήνα, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων «στην ανάγκη επανακαθορισμού της έννοιας της παιδικής προστασίας. Πρέπει πλέον – είπε – να φύγουμε από την παρωχημένη αντίληψη που ορίζει την παιδική προστασία ως τις υπηρεσίες που αναλαμβάνουν να αναθρέψουν ένα παιδί κάποιων, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να το κάνουν και το κάνουν αντί για αυτούς.
Και να ενστερνιστούμε την αντίληψη ότι πάνω από όλα, παιδική προστασία είναι οι υπηρεσίες που υποστηρικτικά συνδράμουν τους πιο ευάλωτους, τους πιο αποκλεισμένους, ίσως και τους πιο δυσλειτουργικούς, να τα καταφέρουν εκείνοι οι ίδιοι να αναθρέψουν τα παιδιά τους».
«Τα παιδιά του κράτους» και η υποστελέχωση των ΥΚΕ
Στη διάρκεια της συζήτησης με το κοινό, παρευρισκόμενη λειτουργός του μη κυβερνητικού Συνδέσμου Ανάδοχης Οικογένειας «Φωλιά Αγάπης», παρατήρησε ότι «εδώ και χρόνια «τα παιδιά του κράτους», όπως τα ονομάζουμε, δυστυχώς δεν αγκαλιάζονται από το κράτος όπως θα έπρεπε», γεγονός που απέδωσε εν μέρει, στην υποστελέχωση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. Απαντώντας η λειτουργός Α’ των ΥΚΕ Χαρά Ταπανίδου, τόνισε αρχικά ότι βελτιώθηκε το σύστημα αναδοχής τα τελευταία χρόνια, μέσα από τις διαδικασίες και το έργο των ΥΚΕ. «Είναι πολύ σημαντικό – είπε μεταξύ άλλων – το άνοιγμα που έκαναν οι Υπηρεσίες προς δύο μη κυβερνητικές οργανώσεις, αναγνωρίζοντας την υποστελέχωση και την ανάγκη διαχωρισμού της στήριξης προς το παιδί και της στήριξης στον ανάδοχο. Είναι μια διαδικασία που πρέπει να διασφαλιστεί και να μην εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα του λειτουργού, αφού μιλούμε για υποστελέχωση.
Οι ΥΚΕ ανέπτυξαν λοιπόν αυτή τη συνεργασία που δίνει σαφείς όρους εντολής για τη στήριξη των αναδόχων και αυτό ισχύει από το 2017-18. Σε ό,τι αφορά την υποστελέχωση, από μόνες τους οι ΥΚΕ δεν μπορούν να έχουν επίδραση σε αυτό το θέμα – είναι θέμα προϋπολογισμού, πολιτικών ισορροπιών, διαφόρων ομάδων που θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση. Επιτέλους θα πρέπει να καθοριστεί, πόσες περιπτώσεις μπορεί να έχει ένας λειτουργός, για να μπορεί να αποδίδει σύμφωνα με όσα καταγράφονται στις διαδικασίες».
Το συμφέρον του παιδιού και εκπαίδευση επαγγελματιών
Στο πρώτο πάνελ του συνεδρίου με θέμα «Πώς διασφαλίζεται το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού κατά την απομάκρυνσή του από τη βιολογική του οικογένεια και κατά την τοποθέτησή του σε ανάδοχη οικογένεια», συμμετείχαν ο ψυχίατρος δρ Γιώργος Νικολαϊδης, η λειτουργός Α’ των ΥΚΕ Χαρά Ταπανίδου, η λειτουργός του Γραφείου της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Χριστιάνα Πασά, η ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνικής Εργασίας στο Πανεπιστήμιο Θράκης Θεανώ Καλλινικάκη και η κλινική ψυχολόγος Σεμέλη Βύζακου.
Τη συζήτηση συντόνισε η επικεφαλής στο «Σπίτι του Παιδιού» ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Τάνια Μασιά. Στο τρίτο πάνελ με θέμα «Ο αντίκτυπος της εκπαίδευσης των επαγγελματιών στην αποτελεσματική στήριξη των ανάδοχων γονέων», που συντόνισε η Κατερίνα Μελισσάρη συντονίστρια Τμήματος Προστασίας Παιδιού στο HFC, συμμετείχαν η δικηγόρος Ευδοκία Κουβαρά σύμβουλος Παιδικής Προστασίας της UNICEF Ελλάδας, ο Σταύρος Πάρλαλης αν. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Frederick, ο Γιώργος Γεωργίου επ. καθηγητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, η Άντρια Αγκαστινιώτου διευθύντρια Ανθρωπιστικού Τομέα HFC, η Δέσποινα Κοχλιού επ. καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και η Julie Van Gysel επαγγελματίας αναδοχής και ερευνήτρια στο Foster Care East Flanders στο Βέλγιο. Για την εκπαίδευση και στήριξη επαγγελματιών, τοποθέτηση έκανε και η Yamile M. Martí αν. καθηγήτρια Επαγγελματικής Πρακτικής στη Σχολή Κοινωνικής Εργασίας του Πανεπιστημίου Columbia Νέας Υόρκης, ενώ για τις ανάγκες στήριξης ανάδοχων οικογενειών, μίλησε μεταξύ άλλων η λειτουργός ΥΚΕ Φαίδρα Κωνσταντίνου.

Εξ αφορμής
Ένα πολύτιμο αποτύπωμα αγάπης
Ένα πολύτιμο αποτύπωμα αγάπης, είναι η εμπειρία της αναδοχής στη ζωή τους, έτσι όπως τη μοιράστηκαν με το κοινό, δύο ανάδοχες μητέρες, ένας ανάδοχος πατέρας και μια νεαρή κοπέλα που υπήρξε ανάδοχο παιδί, στο πλαίσιο του συνεδρίου του «Hope For Children» στη Λευκωσία στις 31 Μαϊου 2024:
«Με τον σύζυγο μου είμαστε ανάδοχοι τα τελευταία οκτώ χρόνια και πραγματικά γέμισε η ζωή μας αγάπη και περηφάνια, βλέποντας τα παιδιά μας να στέκονται στα πόδια τους. Αναδοχή σημαίνει να είσαι εκεί, όταν σε χρειάζεται το παιδί. Υπάρχουν δυσκολίες, αλλά υπερνικά η χαρά…».
«Με τη σύζυγό μου έχουμε δύο βιολογικά παιδιά, αλλά θεωρούμε δικά μας και τα δύο ανάδοχα παιδιά μας. Δεν τα ξεχωρίζουμε μεταξύ τους. Είμαστε γονείς και για τα τέσσερα παιδιά…».
«Εμείς δεν είχαμε δικά μας παιδιά, είμαστε πιο μεγάλο ζευγάρι και αποφασίσαμε με τον σύζυγο μου να μπούμε σε αυτή τη διαδικασία, έχοντας πολλή αγάπη να δώσουμε. Για μας, είναι ένα ταξίδι που δεν θα το αλλάζαμε με τίποτε. Είναι υπέροχα τα συναισθήματα που νιώθουμε με τα δύο ανάδοχα παιδάκια μας…και παρά τις δυσκολίες και τα απρόβλεπτα που μπορεί να προκύψουν, η ζωή μας έχει γίνει αφάνταστα όμορφη μαζί τους. Είναι παιδιά που πέρασαν ιδιαίτερα δύσκολα, πριν έρθουν κοντά μας, αλλά η καθημερινή αγάπη που ζούμε, το καλό και η βελτίωση τους, είναι για μας η ανταμοιβή μας…».
Ναι, ήταν σκληρό και ζόρικο, το θέμα της συζήτησης. Γιατί, όπως το έθεσε η κλινική ψυχολόγος Σεμέλη Βύζακου, «τα παιδιά σε αναδοχή, έχουν υποστεί κάποιας μορφής ψυχικό τραύμα στην βιολογική τους οικογένεια, αλλά ακόμα και η ίδια η μετακίνηση τους, ή οι πολλαπλές τοποθετήσεις αναδοχής, μπορεί να βιωθούν τραυματικά». Κι όμως στο πάνελ, ανάμεσα στους χαμογελαστούς και καλοδιάθετους συζητητές, πηγαινοέρχονταν οι λέξεις αγάπη, περηφάνια, χαρά – ό,τι δίνουν και ό,τι παίρνουν, στην πορεία της επούλωσης του τραύματος και της ευδαιμονίας.