Τα παραμύθια, οι ιστορίες για τη ζωή ως εργαλείο εντοπισμού ψυχολογικών θεμάτων σε παιδιά σχολικής ηλικίας, είναι το θέμα της μεταδιδακτορικής έρευνας της ψυχολόγου και ακαδημαϊκού δρος Αριστονίκης Θεοδοσίου-Τρυφωνίδου,διδάκτορα Εξελικτικής-Σχολικής Ψυχολογίας με ειδίκευση στη συστημική θεραπεία και στη γνωστική-αναλυτική θεραπευτική αντιμετώπιση, που ετοίμασε για το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η δρ Θεοδοσίου Τρυφωνίδου ιδιωτεύει στη Λευκωσία ως ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια και είναι μητέρα ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού 18 και 13 χρόνων αντίστοιχα. Παρουσίασε την έρευνα της αυτή στο πλαίσιο του 4ημερου κοινού συνεδρίου των Κλάδων Συμβουλευτικής και Θετικής Ψυχολογίας που πραγματοποιήθηκε στις 9-12 Νοεμβρίου 2023 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στην Αθήνα. Η διοργάνωση του συνεδρίου έγινε από την Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία σε συνεργασία με τα δύο πανεπιστήμια και με συμμετοχή δεκάδων ψυχολόγων από την Ελλάδα και την Κύπρο. Μας είπε ότι το παρακολούθησαν και άλλοι ενδιαφερόμενοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, αλλά και εκπαιδευτικοί, κοινωνικοί λειτουργοί, ερευνητές/τριες και φοιτητές/τριες.

«Σε αυτό το στάδιο της έρευνας – ανέφερε η δρ Θεοδοσίου στον «Φ» – ασχολήθηκα με παιδιά ηλικίας 6-9 χρόνων που βιώνουν γονική παραμέληση, κακοποίηση ή αποξένωση και νιώθουν συναισθήματα όπως θυμό και λύπη, λόγω καταστάσεων που ζουν στο σπίτι. (Σε ένα δεύτερο στάδιο, θέλω ν’ ασχοληθώ με παιδιά με κλινικά προβλήματα ψυχοπαθολογίας, παραβατικής συμπεριφοράς, διαταραχής διαγωγής, εθισμών, σε συνεργασία με παιδοψυχίατρο, αφού τα θέματα αυτά εμπίπτουν στην παιδοψυχιατρική και όχι στην παιδοψυχολογία). Το συμπέρασμα είναι ότι όντως το παραμύθι, είναι ένα προσφιλές μέσο για τα παιδιά, ιδιαίτερα της ηλικίας αυτής, που μπορούν να χρησιμοποιούν τη λογική τους, χωρίς να χάνουν την επαφή με τη φαντασία τους. Το παραμύθι είναι επίσης εύχρηστο για τον ακαδημαϊκό ή τον ερευνητή ή τον ψυχολόγο, που μπορεί να βοηθήσει το παιδί να εκφράσει συναισθήματα πιο εύκολα από όσο θα το βοηθούσε η συνέντευξη ή άλλη μεθοδολογία. Το παραμύθι, μας δίνει τη δυνατότητα να μιλήσουμε τη συμβολική γλώσσα που καταλαβαίνουν τα παιδιά και να καταλάβουμε τον τρόπο που σκέφτονται το πρόβλημα τους».
Η δρ Θεοδοσίου ανέφερε ότι η εργασία αυτή έγινε σε κλινικές δομές στην Ελλάδα και στην Κύπρο και σε αυτήν συμμετείχαν περισσότεροι από 40 ιδιώτες και κυβερνητικοί ψυχολόγοι. «Η έρευνα – πρόσθεσε – πραγματοποιήθηκε φυσικά με άδεια του αρμόδιου φορέα με τον οποίο συνεργάζομαι, του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και περιλαμβάνει ηχογράφηση των παιδιών με την άδεια των γονιών τους, ενώ λήφθηκαν όλα τα απαραίτητα δεοντολογικά μέτρα».
Διάδραση, συμμετοχή και ανίχνευση προβλημάτων
«Τα παραμύθια – μας είπε η δρ Θεοδοσίου – αποτελούν προσφιλείς αφηγηματικές πρακτικές, μέσω των οποίων μύθοι, μυθιστορίες, έπη και ιστορίες μεταφέρονται διαγενεακά. Είναι πολύ αρχαία η μέθοδος των παραμυθιών. Ακόμα κι ο Χριστός μιλούσε με παραβολές, θέλοντας να πει αυτά που ήθελε να πει. Ο καθένας συνδέει το παραμύθι με τη δική του ζωή και ταυτίζεται με ένα συγκεκριμένο κομμάτι του. Ο ενθουσιασμός των παιδιών προσχολικής και σχολικής ηλικίας για τα παραμύθια, αποτελεί θέμα πολλών μελετών. Η πρωτοτυπία της έρευνας στηρίζεται στη διερεύνηση και τελικά στη διαπίστωση ότι το παραμύθι βοηθά στον εντοπισμό συναισθηματικών δυσκολιών. Στηρίζεται επίσης στη δημιουργία ενός πρωτοκόλλου ανίχνευσης συναισθηματικών προβλημάτων με δύο τρόπους έκφρασης προσφιλείς τα παιδιά, δηλαδή με τον μύθο και τα σύμβολα του και με την εικαστική απεικόνιση. Η έρευνα κατέδειξε ότι η αφήγηση ιστοριών, είναι μια μέθοδος χρήσιμη και εύχρηστη για τον επαγγελματία και προσφιλής και ευέλικτη για τον χρήστη.
Στο πλαίσιο αυτό σχεδιάστηκε η μεθοδολογία εντοπισμού ψυχολογικών θεμάτων μέσα από τη δημιουργία αυτού του εργαλείου/οδηγού, με βάση τις ιστορίες, για διευκόλυνση της ψυχολογικής αξιολόγησης των παιδιών. Με απλά λόγια – συνέχισε η δρ Θεοδοσίου – η έρευνα αυτή έχει να κάνει με το πώς μπορεί το παιδί να διαδράσει, να γίνει μέρος του παραμυθιού και να αποκαλύψει πιο εύκολα στον ειδικό, κάποια ψυχολογική του δυσκολία. Σημειώνω ότι τέτοιες καταστάσεις έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, λόγω του εγκλεισμού από την πανδημία – αποκαλύφθηκαν δηλαδή περιστατικά που κρύβονταν για καιρό κάτω από το χαλί, όπως κατάθλιψη, φοβίες, ιδεοψυχαναγκασμοί, ενδοοικογενειακή βία και κακοποιητική συμπεριφορά. Επίσης αυτό που αυξήθηκε ραγδαία και πρέπει να ανησυχήσει τους γονείς και βέβαια τους αρμόδιους φορείς, είναι ο εθισμός στο διαδίκτυο και ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κυρίως των εφήβων και των νεαρών ενήλικων».
Οι Κύπριοι χρειαζόμαστε ψυχο-εκπαίδευση!
Δρ Αριστονίκη Θεοδοσίου Τρυφωνίδου: «Έστω μια ματιά να ρίξει κάποιος στην ειδησεογραφία της μέρας, αντιλαμβάνεται ότι στην Κύπρο και στην Ελλάδα υπάρχουν έντονα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, ένας απίστευτα γρήγορος ρυθμός ζωής, φαινόμενα σχολικού εκφοβισμού, παραβατικών συμπεριφορών και βίας. Ιδιαίτερα στην Κύπρο, ζούμε για δεκαετίες την επιβάρυνση της ανοικτής πληγής του άλυτου κυπριακού προβλήματος και τις φοβίες που αυτό προκαλεί. Πρέπει να πω ότι τον θεσμό του ψυχολόγου, τον έχουμε παρεξηγήσει και παρερμηνεύσει στον τόπο μας και δεν του επιτρέψαμε να μπει για τα καλά στις ζωές μας. Ναι, υπάρχουν οικογένειες που ζητούν συμβουλευτική βοήθεια για τα παιδιά τους, αλλά δεν είμαστε ακόμα σε επίπεδο άλλων χωρών της Ευρώπης. Δεν είμαστε αρκετά ψυχο-εκπαιδευμένος λαός, γενικά δεν δίνουμε σημασία σε ανάγκες και έγνοιες των παιδιών, ή μπορεί να μην έχουμε χρόνο να παρατηρούμε τα παιδιά μας, κατά πόσο αντιμετωπίζουν θέματα που τους ανησυχούν. Δηλαδή…τα παραμελούμε. Έτσι τα παιδιά μεταφέρουν το στρες και την ένταση στο σχολείο, ένα σχολείο εξετασιοκεντρικό και χειραγωγικό. Ένα παιδί που έχει πρόβλημα στο σπίτι, χρειάζεται αγάπη, σημασία και κατανόηση στο σχολείο. Αν το σχολείο του πει, «πάρε αποβολή μια μέρα», λόγω κάποιας παραβατικής συμπεριφοράς, δεν θα το βοηθήσει…αντίθετα θα συμβάλει στο να γίνει μεγαλύτερο το πρόβλημα. Και τι θα γίνει, θα διώξουμε το παιδί από το σχολείο; Διαφωνώ με τη «λύση» της δια παντός αποβολής που δόθηκε πρόσφατα για κάποιους μαθητές από τη διεύθυνση του σχολείου τους. Αυτά τα παιδιά προφανώς «κάτι ήθελαν να πουν», με τις πράξεις τους. Μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά με παραβατική συμπεριφορά, ενδυναμώνοντας τα σχολεία μας με κατάλληλες δομές και ψυχολόγους. Δυστυχώς δεν υπάρχει πρόνοια και πρόγραμμα για τον σχολικό εκφοβισμό και για την παραβατικότητα στα σχολεία μας. Είναι πιθανόν ότι το παιδί που εξοστρακίζεται από την κοινωνία της οικογένειας και του σχολείου, θα γίνει κοινωνικός παραβάτης για να μπορέσει να αποκτήσει μια ταυτότητα που το σχολείο δεν τον βοηθά να έχει. Χρειαζόμαστε δράσεις και μοντέλα εφαρμόσιμα στα σχολεία μας και δεν είναι «λύση» να εξοστρακίζουμε την προβληματική συμπεριφορά. Λύση είναι να δούμε γιατί παρουσιάζεται αυτή η συμπεριφορά, ιδιαίτερα μετά την πανδημία. Πρέπει το υπουργείο Παιδείας να ενισχύσει την εκπαιδευτική κοινότητα με δομές ψυχολόγων και ψυχιάτρων για άμεση παρέμβαση σε στιγμές κρίσης. Χρειάζεται τουλάχιστον ένας ψυχολόγος για κάθε σχολείο, χρειάζονται δομές για παραβατικούς έφηβους, χρειάζεται μαθητοκεντρική εκπαίδευση και σχολεία με καλό σχολικό κλίμα, όπου τα παιδιά να θέλουν να φοιτούν».

Ζωγραφιές και λούτρινα παιχνίδια
Στο πλαίσιο της έρευνας της, η δρ Αριστονίκη Θεοδοσίου Τρυφωνίδου έγραψε δύο παραμύθια αφηγηματικής θεραπείας και ένα παραμύθι γνωστικο-συμπεριφορικής θεραπείας τρίτου κύματος, που υπάρχουν και σε βίντεο. Μας είπε ότι «δεν είναι απλώς μια αφήγηση, περιλαμβάνει ζωγραφιές παιδιών και κατασκευές βασισμένες στους ήρωες των συγκεκριμένων παραμυθιών, που μοιάζουν να έχουν ζωντανέψει! Το να φτιάξει – πρόσθεσε – ένα παιδί ένα δικό του λούτρινο παιχνίδι από μια δική του ζωγραφιά, από μια ιστορία όπου συμμετέχει το ίδιο το παιδί, το βοηθά να έρθει πιο κοντά στην ιστορία. Το λούτρινο παιχνίδι γίνεται ένας φίλος του παιδιού, σύμβολο δύναμης και υποστήριξης. Το μήνυμα που δίνεται στο τέλος προς το παιδί, είναι να μη φοβάται να εκφραστεί και να μιλήσει σε άτομα που μπορεί να εμπιστευτεί. Γιατί είναι «ιστορίες ζωής» τα παραμύθια; Γιατί μέσα από την αφηγηματική προσέγγιση, ο κάθε άνθρωπος διηγείται μια ιστορία για τη ζωή του, όπως τη βίωσε και την αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Είναι μια δική του πραγματική ιστορία, που τον αφορά. Και μέσα από την αφηγηματική προσέγγιση, διηγείσαι την ιστορία ενός παιδιού που μπορεί να βιώνει ένα πρόβλημα και καλείς το παιδί να συμμετάσχει στην ιστορία, κάνοντας κάποια ζωγραφιά, ένα χειροτέχνημα. Όταν το παιδί βιώνει άσχημες καταστάσεις στο σπίτι, όπως παραμέληση ή και κακοποίηση, δυσκολεύεται να εκφραστεί γι’ αυτές, γιατί μπορεί να φοβάται για συνέπειες για το ίδιο ή για τους γονείς του. Ως θεραπευτής πρέπει να δείξεις στα παιδιά ότι μπορούν να σε εμπιστευτούν, ότι μπορείς να τα καταλάβεις, ότι μιλάς τη γλώσσα τους, ότι τα αγαπάς και θέλεις το καλό τους. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται αν είσαι εκεί επειδή τα αγαπάς και όχι γιατί διεκπεραιώνεις απλώς μια διαδικασία».
Η Ελένη και ο Φοβόσαυρος…
Το πρώτο παραμύθι που παρουσίασε στο συνέδριο η δρ Θεοδοσίου έχει τίτλο «Η Ελένη και ο Φοβόσαυρος» και το έγραψε, όπως εξήγησε, στη βάση της γνωριμίας της με την Ελένη, ένα εννιάχρονο κορίτσι που ζούσε με τους γονείς και την αδελφή της. Ανέφερε ότι «οι πιο δυσάρεστες συνέπειες που βίωνε ήταν, αφενός η τεταμένη σχέση με τους γονείς της και αφετέρου το γεγονός ότι φοβόταν να κοιμάται στα σπίτια των φίλων της. Επενδύοντας στις δημιουργικές της ικανότητες – πρόσθεσε – και ειδικότερα στην αγάπη της για τη ζωγραφική, πρότεινα να δώσουμε ένα όνομα σε αυτό που της συνέβαινε, διαφορετικό από «το πρόβλημα της Ελένης». Κάτι που θα παρέπεμπε, ίσως, σε έναν τελείως εξωτερικό παράγοντα που το προκαλεί, όπως ένα πλάσμα ή μία ύπαρξη που της προκαλεί φόβο. Σχεδόν άμεσα, η Ελένη έδωσε στο πρόβλημα το όνομα «Φοβόσαυρος». Στη συνέχεια, της πρότεινα να κάνει κάθε βράδυ μια ζωγραφιά του Φοβόσαυρου, να την τοποθετεί σ’ ένα κουτί και να το βάζει στη ντουλάπα της μακριά της, μειώνοντας με αυτό τον τρόπο τις πιθανότητες να φοβηθεί. Της εξήγησα επίσης ότι ζωγραφίζοντας αυτή τη φιγούρα λίγο πριν τον ύπνο, θα τη βοηθούσε υποσυνείδητα και καθώς κοιμόταν, να αντιληφθεί το χοροπηδητό του Φοβόσαυρου. Χωρίς δεύτερη σκέψη, εκείνη συμφώνησε με αυτό το πείραμα, βάζοντας τη ζωγραφιά της στο κουτί και ύστερα στη ντουλάπα. Εισηγήθηκα πως ο ρόλος των γονιών της θα έπρεπε να είναι άκρως υποστηρικτικός, με το να τη συγχαίρουν όταν το εγχείρημα πετύχαινε, αλλά και με το να την εμψυχώνουν σε αντίθετη περίπτωση. Εκείνο το βράδυ η Ελένη ξεκίνησε να ζωγραφίζει…Το επόμενο πρωί, δεν ένιωθε τους βασανιστικούς φόβους που είχε για μήνες! Όμως το επόμενο βράδυ, άρχισε να φοβάται πάλι και πολύ ευρηματικά, ζωγράφισε τον εαυτό της μέσα σε μία φούσκα για να προστατευτεί και ζωγράφισε τον Φοβόσαυρο σε ένα έρημο νησί στις Μπαχάμες, με καρχαρίες να τον περιτριγυρίζουν – εκείνη να αιωρείται μέσα στη φούσκα της και ο ήλιος να λάμπει…Σταδιακά ο φόβος υποχώρησε και το πρόβλημα επιλύθηκε ουσιαστικά, καθώς η Ελένη κατάφερε να διανυκτερεύσει για πρώτη φορά στο σπίτι της φίλης της, χωρίς να φοβάται πια!».