Η Κύπρος μετατρέπεται σταδιακά σε έρημο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν αναλογιστεί κανείς ότι ποσοστό 66% του εδάφους της αποτελείται από ξηρότοπους σε σχέση με 30% που καταλαμβάνουν οι ξηρότοποι στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, ευρωπαϊκές ή μη.
Στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας για τα αιωρούμενα σωματίδια αναφέρεται, πως σε βάθος χρόνου, οι κλιματικές συνθήκες της περιοχής της Μεσογείου αναμένεται να μεταβληθούν σημαντικά ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Η μεγάλη πλειοψηφία των κλιματικών μοντέλων που αφορούν την περιοχή της Μεσογείου συμφωνούν ότι το κλίμα αναμένεται να καταστεί πιο θερμό και πιο ξηρό. Σε επίπεδο οικοσυστήματος, η αυξημένη θερμοκρασία και η μειωμένη βροχόπτωση που αναμένεται να χαρακτηρίζει την περιοχή καθ’ όλη την διάρκεια του 21ου αιώνα, αποτελούν παράγοντες που αυξάνουν την διαθεσιμότητα σκόνης στην ατμόσφαιρα και ως εκ τούτου πιθανόν να οδηγήσουν σε πιο συχνά επεισόδια καιταιγίδων σκόνης της ερήμου (ΚΣΕ).

Στο σχετικό έντυπο του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας αναφέρεται, πως «πρωταρχικά, τόσο η αυξημένη θερμοκρασία, όσον και η μειωμένη βροχόπτωση εντείνουν το φαινόμενο της απερήμωσης πού ήδη επηρεάζει την περιοχή. Στο σημείο αυτό γίνεται και η αναφορά πως περισσότερο από το 30% του εδάφους των μεσογειακών κρατών χαρακτηρίζεται ως ξηρότοποι (drylands), ενώ αυτό το ποσοστό για την Κύπρο φτάνει το 66%.
Οι περιοχές αυτές παραμένουν ξηρές για μεγαλύτερη διάρκεια του έτους με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στη διαβρωτική δράση των επιφανειακών ανέμων και την απελευθέρωση, ανύψωση και μεταφορά σωματιδίων σκόνης που υπάρχουν στην επιφάνεια του εδάφους και αποσαρθρωμένων πετρωμάτων.
Επιπλέον, η ανθρωπογενής τροποποίηση της επιφάνειας της γης, καθώς και η μη βιώσιμη διαχείριση του νερού και των καλλιεργήσιμων εκτάσεων που χαρακτηρίζουν αρκετές περιοχές της Μεσογείου, της νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, επίσης μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω αύξηση των ξηρότοπων και την περαιτέρω αύξηση των πηγών σκόνης.
Όσον αφορά τη βροχόπτωση, η μείωση της συχνότητας της, αυξάνει, όπως αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο, την πιθανότητα για πιο συχνά και μεγαλύτερης διάρκειας επεισόδια, αφού δεν θα απομακρύνεται η σκόνη από την ατμόσφαιρα με τη βροχή για να εναποτεθεί στο έδαφος ή την θάλασσα.
Παρόλο που η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην θερμοκρασία και τη βροχόπτωση έχει μελετηθεί αρκετά και τα κλιματικά μοντέλα για την περιοχή της Μεσογείου σε μεγάλο βαθμό συμφωνούν για την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στις δύο αυτές παραμέτρους, η αναμενόμενη επίδραση στη συχνότητα ή την ένταση των καταιγίδων σκόνης της ερήμου, δεν έχει μελετηθεί επαρκώς.
Με βάση τα στατιστικά στοιχεία, τα τελευταία 20 χρόνια (2000-2020), το ετήσιο ποσοστό ημερών με σκόνη στην ατμόσφαιρα της Κύπρου, ανεξαρτήτως επιπέδων (χαμηλών ή υψηλών), κυμαίνεται από 8% έως 37%. Με άλλα λόγια, οι μέρες με σκόνη στην ατμόσφαιρα κυμαίνονται μεταξύ 29-135, αν και πολλές φορές όταν η σκόνη είναι αραιή δεν γίνεται αντιληπτή.
Με βάση μετρήσεις αιωρούμενων σωματιδίων (ΑΣ10) εδάφους, δορυφορικές μετρήσεις και οπισθοτροχιές αερίων μαζών (HYSPLIT), περίπου 4-15% των ημερών έχουν χαρακτηριστεί έως καταιγίδες σκόνης ερήμου, δηλαδή αυτό που ζούμε πιο συχνά τα τελευταία χρόνια, με τη σκόνη να προέρχεται από τις ερήμους της ευρύτερης περιοχής. Με βάση τα δεδομένα αυτά, η αυξημένη σκόνη από τις ερήμους κυμαίνεται στην Κύπρο μεταξύ 15-55 μέρες.
Πάνω από την ημερήσια οριακή τιμή της ΕΕ
Αξίζει να σημειωθεί, πως σε ποσοστό 1-10% των ημερών ετησίως (της χρονικής περιόδου 2000-2020) ο επηρεασμός από καταιγίδες σκόνης της ερήμου φτάνει σε τέτοιο βαθμό ώστε η ημερήσια συγκέντρωση των αιωρούμενων σωματιδίων (ΑΣ10) σε αστικές περιοχές να ξεπερνά την ημερήσια οριακή τιμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο σχετικό κείμενο αναφέρεται, πως το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, στην προσπάθεια του να δικαιολογήσει τη μη τήρηση της ημερήσιας οριακής τιμής για τα αιωρούμενα σωματίδια (ΑΣ10)πραγματοποιεί ανάλυση πηγών προέλευσης των αιωρούμενων σωματιδίων στη βάση μεθοδολογίας που χρησιμοποιεί η ΕΕ. Με βάση τις αναλύσεις αυτές φαίνεται ότι συμβάντα μεταφοράς σκόνης εκτός από την Αφρική (Σαχάρα) λαμβάνουν χώρα και από περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης.
Ποιοι είμαστε και πού βρισκόμαστε
Η Κύπρος βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί μετά τη Σαρδηνία και τη Σικελία. Έχει έκταση 9.251 τετραγωνικά χιλιόμετρα, μέγιστο μήκος 240 χιλιόμετρα και μέγιστο πλάτος 100 χιλιόμετρα. Στα νοτιοδυτικά της Κύπρου δεσπόζει η οροσειρά του Τροόδους με ψηλότερη κορυφή αυτή του Ολύμπου (1951 μέτρα). Στα βόρεια δεσπόζει η οροσειρά του Πενταδακτύλου (1024 μέτρα).
Η Κύπρος έχει μεσογειακό κλίμα με κύρια χαρακτηριστικά το πολύ ζεστό και ξηρό καλοκαίρι, από τα μέσα του Μάη ως τα μέσα του Οκτώβρη, τον ήπιο χειμώνα, από τα μέσα του Νοέμβρη ως τα μέσα του Μάρτη, και τις δύο ενδιάμεσες μεταβατικές εποχές, το φθινόπωρο και την άνοιξη.
Οι χώρες της Μεσογείου, ανάμεσά τους και η Κύπρος, επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό, εξαιτίας της εγγύτητάς τους με τις άνυδρες και μερικώς άνυδρες περιοχές της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η Κύπρος επηρεάζεται σημαντικά, τόσο σε συχνότητα όσο και ένταση, από τις καταιγίδες σκόνης που προέρχονται από τις μεγαλύτερες σε έκταση θερμές ερήμους της βόρειας Αφρικής (Σαχάρα, Σαχέλ) και της Μέσης Ανατολής (Αραβική, Συρίας). Ως αποτέλεσμα, το νησί επηρεάζεται συχνά από το φαινόμενο των καταιγίδων σκόνης της ερήμου (ΚΣΕ), κατά τη διάρκεια των οποίων οι συγκεντρώσεις των αιωρούμενων σωματιδίων (ΑΣ10) αυξάνονται σημαντικά ώστε συχνά να ξεπερνούν την ημερήσια οριακή τιμή των 50μg/m3 που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το φαινόμενο αυτό μπορεί να διαρκέσει από λίγες ώρες μέχρι και κάποιες ημέρες. Κατά τη διάρκεια έντονων επεισοδίων, οι συγκεντρώσεις μπορούν να φτάσουν τις εκατοντάδες ή χιλιάδες μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο (pg/m3).
Οι μετεωρολογικές συνθήκες της περιοχής ευνοούν τη μεταφορά σκόνης από την Αφρική (Σαχάρα) και από τις ερήμους της Μέσης Ανατολής. Σημειώνεται ότι αν και η συχνότητα αερίων μαζών από Αφρική και Μέση Ανατολή είναι σχεδόν το ένα τρίτο (25,1% σε σύγκριση με 63,9% από Ευρώπη), τα φαινόμενα είναι αρκετά έντονα και συνοδεύονται με υπερβάσεις αιωρούμενων σωματιδίων (ΑΣ10).
Όπως αναφέρεται στο σχετικό κείμενο, τα επίπεδα (ΑΣ10) στον σταθμό υποβάθρου Αγίας Μαρίνας Ξυλιάτου (ΕΜΕΡ) είναι αρκετά υψηλά σε σύγκριση με άλλους ευρωπαϊκούς σταθμούς, αλλά και σταθμούς υποβάθρου ΕΜΕΡ της Δυτικής Μεσογείου, καταδεικνύοντας τον σημαντικό ρόλο της μεταφοράς σκόνης από μεγάλη απόσταση, όπως έχει τεκμηριωθεί και από πολλές άλλες επιστημονικές μελέτες. Οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή της Μεσογείου (χαμηλή βροχόπτωση και υψηλή ηλιοφάνεια) υποβοηθούν τη μεταφορά και το σχηματισμό αιωρούμενων σωματιδίων από απομακρυσμένες φυσικές ή ανθρωπογενείς πηγές.